Στις 20 Νοεμβρίου 2016 απεβίωσε ο Κωστής (Κωνσταντίνος) Στεφανόπουλος, ένας αληθινός ευπατρίδης της πολιτικής, μια εξέχουσα προσωπικότητα του δημόσιου βίου της χώρας μας επί σειράν δεκαετιών.
Ο πατρινός πολιτικός, διακεκριμένο στέλεχος της λεγόμενης συντηρητικής παράταξης, διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1995 έως το 2005.
Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1926. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε ενεργό δικηγορία από το 1954 μέχρι το 1974, ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών.
Άρχισε να πολιτεύεται στις εκλογές του 1958 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας το 1964. Επανεξελέγη βουλευτής Αχαΐας με τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) στις εκλογές του 1974, του 1977, του 1981 και του 1985. Διετέλεσε γραμματεύς της κοινοβουλευτικής ομάδας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος από το 1981 έως το 1985.
Το 1974 μετέσχε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως υφυπουργός Εμπορίου. Τα επόμενα επτά χρόνια υπήρξε μέλος των κυβερνήσεων της ΝΔ ως υπουργός Εσωτερικών (Νοέμβριος 1974 – Σεπτέμβριος 1976), υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (Σεπτέμβριος 1976 – Νοέμβριος 1977) και υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως (1977-1981).
Τον Αύγουστο του 1985 ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία και στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ίδρυσε το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης (ΔΗΑΝΑ). Εξελέγη βουλευτής Α’ Αθηνών στις εκλογές του 1989, ενώ παρέμεινε πρόεδρος της ΔΗΑΝΑ μέχρι τον Ιούνιο του 1994, όταν το εν λόγω κόμμα ανέστειλε τη δράση του.
Μαζί με τον Λεωνίδα Κύρκο
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1995, το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης (ΠΟΛΑΝ) πρότεινε και στήριξε ως υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη (με 181 ψήφους, κατά την τρίτη ψηφοφορία, στις 8 Μαρτίου 1995) πέμπτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μας.
Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 10 Μαρτίου 1995. Επανεξελέγη στο ύπατο κρατικό αξίωμα στις 8 Φεβρουαρίου 2000 με την πρώτη ψηφοφορία, αφού έλαβε 269 ψήφους επί 298 παρόντων βουλευτών, παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι τις 12 Μαρτίου 2005.
Έναν περίπου μήνα πριν από την αλλαγή φρουράς στην Προεδρία —τον Κωστή Στεφανόπουλο έμελλε να διαδεχθεί ο επίσης αείμνηστος Κάρολος Παπούλιας— ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Ε. Διακογιάννης (1957-2006) είχε αφιερώσει ένα ολοσέλιδο άρθρο του (στα «Νέα» της 14ης Φεβρουαρίου 2005) στον πατρινό πολιτικό, εν είδει ενός απολογισμού της δεκαετούς θητείας του στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο Διακογιάννης, αξιοποιώντας —διακριτικά ως όφειλε— τις πληροφορίες που του είχε μεταδώσει ένας φίλος του Στεφανόπουλου που τον είχε επισκεφθεί για να τον αποχαιρετήσει λίγο πριν από την αποχώρησή του από την Προεδρία της Δημοκρατίας, είχε καταφέρει να σκιαγραφήσει με τον καλύτερο τρόπο την ιδιαίτερη —έντονη, σοβαρή και συγκροτημένη— προσωπικότητα του πολιτικού ανδρός.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το εν λόγω δημοσίευμα:
Δέκα μόλις λεπτά της ώρας χρειάστηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να γράψει —χωρίς καμία επί της ουσίας του κειμένου προσυνεννόηση με την τότε κυβέρνηση— τη συγκινητική ομιλία του στο δείπνο με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, το βράδυ της 19ης Νοεμβρίου του 1999.
«Ήταν μία ομιλία που βγήκε από μέσα μου. Μία ομιλία που ξεπήδησε από την καρδιά, την ψυχή αλλά και τη λογική», είπε ο Πρόεδρος σε φίλο του που τον επισκέφθηκε προ ημερών για να τον χαιρετήσει με αφορμή την «αλλαγή φρουράς» στην Προεδρία, που θα γίνει στις 12 Μαρτίου, όταν ορκιστεί ο Κάρολος Παπούλιας.
Ο συνομιλητής του Προέδρου ήταν επίμονος και ήθελε να μάθει περισσότερα για εκείνο το κείμενο που διάβασε ο Πρόεδρος λίγη ώρα μετά τις διαδηλώσεις κατά του Μπιλ Κλίντον στην Πλατεία Συντάγματος.
Γι’ αυτό επέμεινε σε ερωτήσεις μέχρι που έμαθε: Το υπουργείο Εξωτερικών δεν είχε στείλει —όπως έκανε σε αντίστοιχες περιπτώσεις— σχέδιο ομιλίας, το οποίο στη συνέχεια θα «χτένιζε», όπως συνήθιζε, ο κ. Στεφανόπουλος, προτού το διαβάσει. Αντίθετα, ο τότε διευθυντής της Προεδρίας, πρέσβης κ. Γκίκας, είπε στον Πρόεδρο ότι θα έπρεπε να συγγράψει μόνος του την προσφώνηση. Αυτό και έπραξε ο κ. Στεφανόπουλος, με οίστρο μάλιστα πολύ μεγαλύτερο από άλλες φορές, κάνοντας στο κείμενό του εκτενέστατες αναφορές στο Κυπριακό και στο Αιγαίο.
«Βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως συμφερόντων μας όσον η στήριξη της νομιμότητας. Ορθότερο θα ήτο, αν έλεγα ότι πρωταρχικό συμφέρον όλων είναι η υπεράσπιση της νομιμότητας», τόνισε στον Αμερικανό Πρόεδρο αναφερόμενος σε αυτά τα δύο θέματα.
Όταν τέλειωσε το γράψιμο, ο κ. Στεφανόπουλος τηλεφώνησε στον Πρωθυπουργό και τον ρώτησε αν θα ήθελε να δει το κείμενο. Ο K. Σημίτης απάντησε πως δεν χρειαζόταν, κι έτσι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχώρησε σ’ εκείνη την προσφώνηση, προκαλώντας την ικανοποίηση του κοινού που παρακολούθησε από την τηλεόραση τις ομιλίες στο δείπνο.
Από τότε πέρασαν περισσότερα από πέντε χρόνια και ο κ. Στεφανόπουλος έκανε σειρά παρεμβάσεων. Πιο εντυπωσιακή από όλες —αλλά και παρεξηγήσιμη για ορισμένους— ήταν η αναφορά του στα «σκλαβωμένα χώματα της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου» κατά την ομιλία του, προ ημερών, στον Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στις Βρυξέλλες.
Ο συνομιλητής του Προέδρου ήταν και στο θέμα αυτό επίμονος. «Μα ήταν ανάγκη να το πείτε;» Ο κ. Στεφανόπουλος τον κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε και χωρίς καθυστέρηση τού απάντησε: «Οι Έλληνες στα χωριά της Αλβανίας μέχρι πρόσφατα, μέχρι τότε που πέθανε ο Χότζα, ήταν σκλαβωμένοι. Αυτή είναι μία μεγάλη αλήθεια. Και στην Κύπρο έχουμε τουρκική στρατιωτική κατοχή από την εισβολή του Αττίλα το ’74. Ξέρεις κανένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού που να έμεινε μέχρι τις μέρες μας σε τέτοια σκλαβιά; Δεν οφείλει ένας Πρόεδρος αυτό να επισημάνει;» έκλεισε το θέμα ο κ. Στεφανόπουλος, για να δεχθεί κι άλλη «επιθετική ερώτηση», αυτή τη φορά για την επίσκεψη των Γλύξμπουργκ στο Προεδρικό.
«Είχαν έρθει» —θύμισε ο Πρόεδρος στον φίλο του— «και το καλοκαίρι στον κήπο, όταν έγινε η δεξίωση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με παρακάλεσε λοιπόν κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος να έρθουν να δουν τον χώρο όπου μεγάλωσε. Δεν νομίζω ότι η Δημοκρατία έχει να φοβηθεί από τέτοιες κινήσεις ευγένειας. Αυτό έγινε. Δεν υπήρχε λόγος να έρθουν κάμερες να βιντεοσκοπήσουν αυτή την επίσκεψη, και έτσι βγήκε μία λιτή ανακοίνωση. Βεβαίως, το απόγευμα στις τηλεοράσεις ο Κωνσταντίνος δήλωσε κάτι που δεν ήταν αλήθεια, ότι δηλαδή τον προσκάλεσα εγώ. Ο κόσμος όμως γνωρίζει και καταλαβαίνει κι εκείνον και εμένα».
Εξάλλου, με δύο πρόσθετες μαρτυρίες του, ο Διακογιάννης είχε φροντίσει να αναδείξει τη μεγαλειώδη ταπεινότητα του Κωστή Στεφανόπουλου, την ακεραιότητα και το ανώτερο ήθος του.
Η πρώτη ήταν η εξής:
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δέκα χρόνων στην Προεδρία, ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν έχασε ούτε μία φορά την πρωτιά σε δημοτικότητα. Κι όταν τον ρωτάς τι θεωρεί πως πέτυχε όλα αυτά τα χρόνια, λέει «αν κατάφερα να βάλω ένα ακόμα λιθαράκι στη δημοκρατία και στην πρόοδο της Ελλάδας, μου αρκεί», και προσθέτει αμέσως μετά: «Ο διάδοχός μου Κάρολος Παπούλιας έχει όλα τα εχέγγυα, τις γνώσεις και την πείρα να προχωρήσει ακόμα περισσότερο τη δημοκρατία».
Ιδού και η δεύτερη:
Τώρα, που κλείνει ο κύκλος της Προεδρίας, ο κ. Στεφανόπουλος ετοιμάζεται μαζί με την πιστή γραμματέα του, κυρία Δρόσου, να μετακομίσει σ’ ένα τριάρι γραφείο της οδού Βαλαωρίτου 9B, όπου θα δέχεται τους φίλους του. Και θα ξαναρχίσει να πηγαίνει σε ταβερνάκια, κάνοντας την αρχή με τους συντάκτες που καλύπτουν θέματα της Προεδρίας, οι οποίοι τον έχουν καλέσει σε δείπνο στην Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη.
«Στο σπίτι δεν υπάρχει χώρος για γραφείο», είπε προ ημερών σε φίλο του. «Είναι ο γιος μου, η νύφη μου και δύο από τα εγγόνια. Έτσι, κάθε μέρα θα πηγαίνω στη Βαλαωρίτου, και κατόπιν θα απολαμβάνω το παιχνίδι με τα εγγόνια μου και θα μπορώ να βλέπω την κόρη μου και τους γιους μου παραπάνω, αφού θα έχω πια περισσότερο χρόνο. Άλλωστε, κι αυτοί — η Ειρήνη, ο Δημήτρης και ο Ηλίας— παραήταν σεμνοί. Τους έλεγα να έρχονται καμιά φορά, και αυτοί προτιμούσαν να με βλέπουν στο σπίτι. Το παράκαναν».
Ο Κωστής Στεφανόπουλος αποχωρεί από την Προεδρία της Δημοκρατίας «με μεγάλη συγκίνηση και σεβασμό για τον τρόπο που με αγκάλιασε ο κόσμος και τα κόμματα. Ασφαλώς και με τεράστιες εμπειρίες». Αλλά και μία πίκρα: ότι δεν ζούσε (στα χρόνια 1995-2005, της Προεδρίας) η αγαπημένη του σύντροφος Τζένη, την οποία έχασε από καρκίνο.
«Έχω όμως τη θαλπωρή των παιδιών και των εγγονών μου. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη υπόθεση για να μη νιώθω μόνος», είπε με χαμόγελο και πατρική αγάπη στον φίλο του.