Ο Μίμης Δομάζος ξεχώριζε για δύο γνωρίσματα του: δεν φοβόταν να εκφράσει ανόθευτες τις σκέψεις του και συγκρούστηκε πάρα πολλές φορές στην καριέρα του με παίκτες, προπονητές και παράγοντες.
O Μίμης Δομάζος διέπρεψε στα ελληνικά γήπεδα από το 1959 μέχρι το 1980, οπότε ο υπογράφων ως γεννημένος το 1985, δεν είχα τη δυνατότητα να τον απολαύσω ούτε στα ποδοσφαιρικά «γεράματα» του. Όσα γνωρίζω για αυτόν προέρχονται από το διάβασμα των επιτευγμάτων και των ρεκόρ του, από μετρημένα βίντεο από τις αντίστοιχες δεκαετίες και κυρίως, απ’ όσα διηγούνται οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Μόνο που συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώτσεις η πραγματικότητα να «φουσκώνει» και να εξιδανικεύεται.
Αν και με τον «στρατηγό», μάλλον τα πράγματα ήταν όπως λέγονται. Οι διηγήσεις των μεγαλύτερων σε ηλικία φιλάθλων, αλλά και ο θαυμασμός άλλων βετεράνων ανεξαρτήτως απόχρωσης, επιβεβαιώνουν πως ο Μίμης Δομάζος ήταν ένας και μοναδικός. Ένας βιρτούζος της μπάλας και πρωτίστως ένας ηγέτης. Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό τον ξεχώριζε από τους άλλους σπουδαίους παίκτες της γενιάς του. Για αυτό κέρδισε και το προσωνύμιο «στρατηγός».
Δεν είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω, όμως με την ιδιότητα του δημοσιογράφου είχα τη δυνατότητα να του μιλήσω σε αρκετές συνεντεύξεις. Για την πολυμετοχικότητα, για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, για τον Γιάννη Αλαφούζο, για το Γουέμπλεϊ, για την καριέρα του, για όλα όσα συνθέτουν την ιστορία του Τριφυλλιού και στα οποία ήταν μέρος ή παρακολούθησε.
Ένα γνώρισμα που χαρακτήριζε τον Δομάζο ήταν το θάρρος της γνώμης του. Δεν δίσταζε να καταφερθεί εναντίον οποιουδήποτε θεωρούσε ότι δεν βοηθούσε τον Παναθηναϊκό. Δεν τον ενδιεφερε αν θα μιλούσε για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, για τον Ανδρέα Βγενόπουλο και χρησιμοποιούσε επιθετικές εκφράσεις. Άλλοι παλαίμαχοι κριτίκαραν καταστάσεις, αλλά με εξευγενισμένο τρόπο και με ήπιο τόνο. Αλλά όχι ο «στρατηγός».
Είχε πάντα δίκιο; Προφανώς, όχι. Όμως ο Δομάζος δεν φοβόταν να θίξει αυτό που σκεφτόταν. Ένα πράγμα ζητούσε μόνο: «Να τα βάλεις όπως ακριβώς τα λέω. Μην αλλάξεις τίποτα».
Επίσης, ο Δομάζος ήταν συγκρουσιακός από τη φύση του και δεν συμβιβαζόταν. Οι ιστορίες του περιλάμβαναν πάμπολλες προσωπικές συγκρούσεις. Από τον προπονητή της Εθνικής Νέων (δεν θυμάμαι το όνομα του) που τον είχε καλέσει πρώτη φορά στο μακρινό 1958-59 και με τον οποίο είχε τσακωθεί όταν τότε 17 ετών, τον καυγά με τον ομοσπονδιακό τεχνικό Νταν Γεωργιάδη το 1969 σε ένα πρωινό της ομάδας, την ένταση με τον πανίσχυρο ΓΓΑ επί Χούντας, Κώστα Ασλανίδη, την εσωτερική σύγκρουση στον Παναθηναϊκό με την περίφημη ανανέωση του Μπόμπεκ το 1963, την επεισοδιακή αποχώρηση του από το Τριφύλλι το 1978 και άλλα λιγότερα διάσημα περιστατικά.
Όπως μου έχουν τονίσει συμπαίκτες του από διαφορετικά ηλικιακά φάσματα, ο Δομάζος επιβαλλόταν με την αύρα του. Από τον Καμάρα και τον Σούρπη, μέχρι τον Ρότσα και τον Λιβαθηνό. Μέχρι και ο Χουάν Ραμόν Βερόν, ο οποίος συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές μορφές της αργεντινικής Εστουντιάντες, σχολίασε την ηγετική πάστα από την οποία προέρχεται ο Μίμης Δομάζος.
Θυμάμαι σε κοπή της πίτας που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Παλαιμάχων Ποδοσφαιριστών του Παναθηναϊκού (δυστυχώς, εδώ και μία πενταετία έχει καταστεί ανενεργός εξαιτίας προσωπικών διαφορών), κανένας να μην κάθεται στο πρώτο τραπέζι της αίθουσας επειδή «έρχεται ο Μίμης και η θέση εδώ είναι δική του».
Δεν θα επαναλάβω τα στερεότυπα πως τέτοιοι ποδοσφαιριστές δεν βγαίνουν πια και ότι «έσπασε» το καλούπι. Η ζωή πάντα παράγει και πάντα αναδεικνύονται ξεχωριστές προσωπικότητες σε κάθε τομέα. Απλώς με την εξέλιξη του αθλήματος, σπανίζουν πια οι παίκτες οι οποίοι συνδέονται τόσο πολύ με έναν σύλλογο. Ο Δομάζος σημάδεψε τον Παναθηναϊκό σε τρεις δεκαετίες και είναι εμβληματική φιγούρα πέραν κάθε άλλου…