«Απλά προσπαθούσε να βγάλει μερικά καπίκια» – Κι όμως, ο Αντόν είχε μια αστεία πλευρά
«Με ανόητα αστεία και πειραματικά λογοπαίγνια, οι πρώτες ολοκληρωμένες μεταφράσεις των λιγότερο γνωστών ιστοριών του παρουσιάζουν τον Αντόν Τσέχωφ υπό ένα νέο πρίσμα» γράφει η Viv Groskop στον Guardian.
Λίγοι συγγραφείς είναι τόσο καθολικά και θαυμαστά αναγνωρισμένοι όσο ο Τσέχωφ. Όπως το θέτει ο νικητής του βραβείου Booker, Τζορτζ Σάντερς, «Ο Τσέχωφ – να το πω χωρίς περιστροφές; – είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας διηγημάτων που έζησε ποτέ». Μυθιστοριογράφοι από την Αν Πάτσετ έως τη Ζάντι Σμιθ τον αναφέρουν ως πηγή έμπνευσης. Τα θεατρικά του έργα «Ο γλάρος», «Τρεις αδελφές», «Ο θείος Βάνια» και «Ο Βυσσινόκηπος» εξακολουθούν να γεμίζουν θέατρα σε όλο τον κόσμο.
«Μόνο τον τελευταίο χρόνο, ο Άντριου Σκοτ εντυπωσίασε το κοινό με την μονοπρόσωπη παράσταση “Βάνια” στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου, ενώ η Κέιτ Μπλάνσετ ανέλαβε τον ρόλο της Αρκάντινα στον «Γλάρο» στο Barbican. Αλλά πόσα γνωρίζατε για την αστεία πλευρά του;» σχολιάζει και ερωτά η Viv Groskop στον Guardian.
«Σκάγαμε στα γέλια»
Το «Anton Chekhov: Earliest Stories» προσφέρει την πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση στα αγγλικά των ιστοριών, των νουβελών και των χιουμοριστικών διηγημάτων που έγραψε ο Ρώσος συγγραφέας στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Και είναι εξαιρετικά νεανικό με τον καλύτερο τρόπο.
Ο λόγος για τον οποίο πολλές από αυτές τις ιστορίες μεταφράζονται για πρώτη φορά είναι ότι, όπως εξηγεί η εκδότρια Ρόζαμουντ Μπάρτλετ οι εμπορικοί εκδότες δεν τις θεωρούσαν «άξιες» της φήμης του Τσέχωφ. Είναι υπερβολικά «παιδικά κωμικές». Κατά τη διάρκεια της μετάφρασης, λέει, «σκάγαμε στα γέλια».
Το 1888, έγραψε στον εκδότη του ότι αμφιβάλλει αν κάποια από τις ιστορίες του θα «επιβιώσει στη μνήμη των ανθρώπων για μια δεκαετία»
Photo: Wikimedia Commons
Ονοματοποιημένες ανοησίες
Γραμμένα από τον Τσέχωφ σε ηλικία 20-22 ετών, είναι γεμάτα πειραματικά λογοπαίγνια, παράλογα ονόματα και ονοματοποιημένες ανοησίες, από το χωριό Eaten-Pancakes («Bliny-S’edeny») στην πρώτη ιστορία, Επιστολή προς έναν Μορφωμένο Γείτονα, μέχρι τους σιδηροδρομικούς σταθμούς με τα ονόματα Crash, Bang, Wallop, Run for Your Life και Swindler Town στην ιστορία Στο Τρένο, και έναν χαρακτήρα με το όνομα Υπολοχαγός Ζιουμπουμπουντσίκωφ στο Πριν τον Γάμο (δεν σημαίνει τίποτα, αλλά αν το πείτε δυνατά είναι ιδιοφυές).
Αυτές οι 58 ιστορίες, γραμμένες με πολλά ψευδώνυμα, είναι ελάχιστα γνωστές, ακόμη και στους ειδικούς, λέει η Μπάρτλετ. «Ο Τσέχωφ είναι πιο γνωστός ως συγγραφέας ιστοριών στη Ρωσία παρά ως θεατρικός συγγραφέας, και αυτές οι ιστορίες μας θυμίζουν ότι ξεκίνησε ως χιουμορίστας», λέει.
«Δεν είναι όλες αστείες, ούτε έχουν ως στόχο να μας κάνουν να γελάσουμε, αλλά πολλές από αυτές είναι εντελώς επιπόλαιες – όπως θα περίμενε κανείς από έναν 20χρονο φοιτητή ιατρικής που προσπαθεί να βγάλει μερικά καπίκια* γράφοντας για κωμικά περιοδικά».
(*Καπίκι, ρωσικό νόμισμα, υποδιαίρεση του ρουβλίου).
Ο πατέρας του Τσέχωφ είχε πρόσφατα κηρύξει πτώχευση, οπότε ο ίδιος πλήρωνε τα δίδακτρα των σπουδών του, ενώ παράλληλα συντηρούσε και την υπόλοιπη οικογένειά του
Ο πατέρας του Τσέχωφ είχε πρόσφατα κηρύξει πτώχευση, οπότε ο ίδιος πλήρωνε τα δίδακτρα των σπουδών του, ενώ παράλληλα συντηρούσε και την υπόλοιπη οικογένειά του. Ήθελε να διατηρήσει το πραγματικό του όνομα για να δημοσιεύει σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά.
Ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια, είχε γίνει προφανές ότι – είτε του άρεσε είτε όχι – ήταν συγγραφέας και τα έργα του άξιζαν να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, είχε διατυπώσει την πλέον θρυλική ιδέα ότι η ιατρική θα ήταν η «νόμιμη σύζυγός» του και η συγγραφή η ερωμένη του – «Όταν βαρεθώ τη μία, μπορώ να πάω να περάσω τη νύχτα με την άλλη».
Μετριοπαθής
Ο Τσέχωφ δεν ήταν ποτέ θαυμαστής του δικού του έργου, είτε επρόκειτο για πεζά είτε για θεατρικά έργα. Ήταν μετριοπαθής ακόμη και για τα πιο διάσημα και αγαπημένα του διηγήματα, «Η Κυρία με το Σκυλάκι» (για μια ερωτική σχέση στη Γιάλτα), «Ο Θάλαμος αρ. 6» (για έναν γιατρό που έχει βαρεθεί το επάγγελμά του) και «Η Αγάπη» (για μια γυναίκα που είναι γελοία συνεξαρτημένη, πολύ πριν επινοηθεί ο όρος).
Μετά την καταστροφική πρώτη παράσταση του «Γλάρου» το 1896, ήταν τόσο ταπεινωμένος που έφυγε από το θέατρο: «Δεν θα ξαναγράψω ποτέ θεατρικά έργα ούτε θα τα ανεβάσω στη σκηνή». (Το έργο ανέβηκε από τον Κονσταντίν Στανισλάφσκι το 1898 με μεγάλη επιτυχία).
Το 1888, έγραψε στον εκδότη του ότι αμφιβάλλει αν κάποια από τις ιστορίες του θα «επιβιώσει στη μνήμη των ανθρώπων για μια δεκαετία».
Οι αμφιβολίες του δεν τον έκαναν ποτέ λιγότερο παραγωγικό. Μόνο το 1884 – το έτος που αποφοίτησε ως γιατρός – δημοσίευσε περισσότερες από 100 ιστορίες. Όταν πέθανε το 1904 από φυματίωση σε ηλικία 44 ετών, ο αριθμός αυτός είχε ξεπεράσει τις 500.
«Ο Τσέχωφ ήταν κατά ένα τέταρτο Ουκρανός και μεγάλωσε στο Ταγκανρόγκ, μια πόλη που ιστορικά ανήκει στην Ουκρανία» λέει η Μπάρτλετ. «Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, αυτός και τα αδέλφια του συνήθιζαν να ανεβάζουν ερασιτεχνικές παραστάσεις θεατρικών έργων στα ουκρανικά – η γλώσσα ήταν μέρος της κληρονομιάς του. Ο Τσέχωφ χρησιμοποιούσε περιστασιακά ουκρανικές παροιμίες, τις οποίες έχουμε επισημάνει και εξηγήσει τη σημασία τους στις σχολιασμένες εκδόσεις».
Η Μπάρτλετ προτείνει ότι δεν πρέπει να είναι μια περίπτωση «είτε/ή» μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών συγγραφέων: «Ο Υπολοχαγός Ζιουμπουμπουντσίκωφ δεν μπορεί να είναι κακό σημείο εκκίνησης».
*«Anton Chekhov: Earliest Stories: Stories, Novellas, Humoresques, 1880–1882», σε επιμέλεια των Rosamund Bartlett και Elena Michajlowska, εκδόθηκε από τον οίκο Cherry Orchard.