Στις 11 Σεπτεμβρίου 1986 απεβίωσε στην Αθήνα ο διακεκριμένος πολιτικός και διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος κατόρθωσε να βρεθεί στο προσκήνιο του ελληνικού δημόσιου βίου επί μισόν αιώνα.
Ο Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου 1902, εισήλθε από την εφηβική του ήδη ηλικία στον κόσμο των γραμμάτων και της διανόησης. Ενεγράφη το 1919 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1923 στo Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας του Δικαίου.
Το 1929 εξελέγη υφηγητής της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1933 μόνιμος καθηγητής στην έδρα της Κοινωνιολογίας της ίδιας σχολής.
Με όπλο τη σύνθεση της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ο Κανελλόπουλος επιδόθηκε στη διερεύνηση των διαχρονικών προβλημάτων του ανθρώπου και της θέσης του στον κόσμο. Τηρώντας ίσες αποστάσεις από τον ιδεαλισμό και τον ιστορικό υλισμό, και έχοντας καταφέρει να απαλλαγεί από τις παρωπίδες του δογματισμού και του φανατισμού, καταπιάστηκε με την πραγμάτευση των θεμελιακών ζητημάτων του ανθρώπου.
Παράλληλα, ως βαθύς γνώστης του κλασικού ελληνικού πνεύματος, του χριστιανικού πολιτισμού και του βυζαντινού κόσμου, αλλά και της πατερικής θεολογίας, ιχνηλάτησε όσο κανείς άλλος με τη γραφίδα του την ιστορική διαδρομή του ελληνισμού, την περιπλάνηση της σκέψης των Ελλήνων. Στην κορυφή του εντυπωσιακού ως προς την έκταση και την αξία του συγγραφικού έργου του πατρινού στοχαστή και ακαδημαϊκού βρίσκεται ασφαλώς η περίφημη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», που συνιστά έναν πνευματικό άθλο.
Πέραν όλων των ανωτέρω, ο Κανελλόπουλος ξεχώρισε επί μακρόν και στον πολιτικό στίβο. Αρχής γενομένης από το 1935, όταν απομακρύνθηκε από το Πανεπιστήμιο για πολιτικούς λόγους και προέβη στην ίδρυση του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, ο Κανελλόπουλος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πολιτικό βίο της χώρας επί πέντε ολόκληρες δεκαετίες: δύο φορές πρωθυπουργός (1945, 1967), πολλάκις αντιπρόεδρος κυβερνήσεων και υπουργός, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κορυφαίος κοινοβουλευτικός άνδρας.
Υπέρμαχος της δημοκρατικής ομαλότητας, σφοδρός πολέμιος της βίας και των ανελεύθερων καθεστώτων του 20ού αιώνα στη χώρα μας, o Κανελλόπουλος αγωνίστηκε για την υπέρβαση του διχασμού των Ελλήνων και την εμπέδωση εθνικής ομοψυχίας.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε προλογίσει το βιβλίο του Σταύρου Ψυχάρη «Τα παρασκήνια της Αλλαγής» (κυκλοφόρησε το 1975 και πραγματευόταν τις άκρως δραματικές και αυτόχρημα συγκλονιστικές για τον ελληνισμό εξελίξεις του Ιουλίου του 1974), με ένα κείμενο εξόχως χαρακτηριστικό του ήθους του και της δημοκρατικής του συνείδησης.
Όλες οι δικτατορίες πέφτουν. Και η καθεμιά τους χάνεται για πάντα. Η Δημοκρατία δεν πέφτει ποτέ. Καταλύονται συχνά και τα δημοκρατικά καθεστώτα. Αλλά η Δημοκρατία μένει όρθια. Μένει όρθια —ακόμα και εκεί όπου έχει καταλυθεί ένα δημοκρατικό καθεστώς— στην ψυχή εκείνων που καμμιά βία δεν είναι ικανή να τους εμποδίση να έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους προς τον ορίζοντα του μέλλοντος. Και έρχεται πάντα η ώρα που ανατέλλει πάλι η Δημοκρατία. Θα μπορούσαμε, τάχα, να πούμε ότι μια δικτατορία ανατέλλει; Θάταν πολύ οξύμωρο σχήμα λόγου.
Οι δικτατορίες —ο ενικός δεν υπάρχει γι’ αυτές παρά μόνο επειδή το θέλει η γραμματική— προβάλλουν χωρίς να προηγείται κανένα γλυκοχάραμα. Προβάλλουν, συνήθως, τη νύχτα. Και η πτώση τους, ακόμα και όταν υπάρχουν προμηνύματα, είναι πάντοτε κατακόρυφη. Μήπως ο Ιούλιος του 1974 διαψεύδει την τελευταία παρατήρησή μου;
Δεν την διαψεύδει. Στις 23 Ιουλίου —πριν ακόμα κληθούμε στη δραματική σύσκεψη— η δικτατορία της 21ης Απριλίου (δεν χρειάζεται να ξεχωρίσω εδώ τις δύο φάσεις της) είχε πέσει. Δεν υπήρχε πια παρά ένα κενό, το κενό όπου είχε πέσει η δικτατορία και όπου μπορούσε μάλιστα να κινδυνεύση να πέση και η Ελλάς, αν δεν γινόταν η σύσκεψη εκείνη. Δεν έπεσε στο κενό η Ελλάς επειδή υπήρχε όρθιος ο πολιτικός κόσμος, που είχε τόσο καθυβρισθεί και διωχθεί από τους δικτάτορες. Δεν έχει μεγάλη σημασία το ερώτημα αν ήταν ή δεν ήταν όσο θα έπρεπε αντιπροσωπευτική η συγκέντρωση εκείνη. Βασική σημασία έχει ότι πραγματοποιήθηκε στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν το κενό είχε ανοίξει, όσο έπαιρνε περισσότερο, το φοβερό στόμα του.
Λέγοντας ότι δεν έπεσε η Ελλάς στο κενό επειδή ήταν όρθιος ο πολιτικός κόσμος, είναι το ίδιο σαν να έλεγα —και οφείλω την επεξήγηση αυτή— ότι δεν έπεσε επειδή ήταν όρθιος ο Ελληνικός Λαός. Οι πολιτικοί και ηγετικοί κύκλοι των κομμάτων δεν είμαστε τίποτε χωρίς τον Λαό. Μπορεί, βέβαια, σε πολύ σπάνιες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, ένας μοναδικός άνθρωπος ή πολύ λίγοι να ενσαρκώσουν ένα Λαό που απουσιάζει, δηλαδή που έχει ναρκωθεί και χάσει τις αισθήσεις του. Αλλά ένα τέτοιο φαινόμενο δεν εσημειώθηκε στην ιστορία των Ελλήνων, ούτε στην μακρότατη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Πιο ελεύθερος στην ψυχή του, πιο άγρυπνος και από τα σημαντικώτερα άτομα που αναδείχθηκαν στους αιώνες εκείνους, ήταν ο ανώνυμος Λαός. Το δημοτικό τραγούδι, οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι ταπεινοί παπάδες με τα κρυφά σκολειά τους, οι ναυτικοί που όργωναν τις θάλασσες, οι έμποροι που ίδρυαν ή δυνάμωναν κάθε τόσο με νέο αίμα ελληνικές παροικίες σε ξένες χώρες, όλα αυτά ήταν φαινόμενα που δείχνουν ότι ο Λαός ήταν άγρυπνος. Όταν επρόβαλαν οι οδηγοί του στο ξεσήκωμα του ’21, οδηγήθηκαν ταυτόχρονα από τον ίδιο τον Λαό. Αυτή είναι η ωραιότερη σχέση οδηγών και οδηγουμένων, ηγετών και οπαδών.
Στις 23 Ιουλίου 1974, όταν έλαβα μέρος στη δραματική σύσκεψη, είχα το αίσθημα ότι με οδηγούσε, σε όσα είπα και έπραξα, ο ίδιος ο Ελληνικός Λαός. Κι αυτό μου έδωσε —χωρίς να έχω καμμιά ειδική εξουσιοδότηση— το δικαίωμα να πιστεύω ότι εκπροσωπούσα, στην ιστορική εκείνη ώρα, όλους τους Έλληνες, σε όποιο κόμμα και σε όποια παράταξη και αν ανήκαν.
Αλλά είχα και ένα άλλο αίσθημα την ώρα εκείνη. Είχα το αίσθημα —και είμαι βέβαιος ότι και άλλοι συνάδελφοί μου το είχαν στη δραματική σύσκεψη— ότι εκπροσωπούσα και τους Έλληνες της Κύπρου, που ανόσια χέρια είχαν (ευτυχώς, πρόσκαιρα) απορφανίσει, ανοίγοντας τις πόρτες στους εισβολείς, που χρόνια περίμεναν ένα πρόσχημα για το κατακτητικό εγχείρημά τους. Είχα γνωρίσει την Κύπρο στα τέλη Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου του 1966, όταν ο Πρόεδρος αρχιεπίσκοπος Μακάριος με είχε προσκαλέσει να επισκεφθώ την θαυμάσια, μαρτυρική και ηρωική νήσο. Είχα, έτσι, την δυνατότητα να την αγαπήσω όχι μόνο από μακρυά, αλλά και από κοντά, ψαύοντας το χώμα της και την ψυχή των Ελλήνων κατοίκων της.
Ας ανοίξω εδώ μια μικρή —μεγάλη σε ηθική σημασία— παρένθεση. Δεν είναι ακόμα γνωστό στον Ελληνικό Λαό (η λογοκρισία δεν επέτρεψε τότε να το πληροφορηθή) ότι τον Αύγουστο του 1968, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ είχαμε τεθεί, για τρίτη φορά, «υπό περιορισμό» στα σπίτια μας, και μάλιστα αυστηρότατα αποκλεισθεί, ο Πρόεδρος Μακάριος, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα, έσπασε τον αποκλεισμό και μας επισκέφθηκε. Δεν είχε ζητήσει την άδεια από τον δικτάτορα. Την προηγούμενη ημέρα —την στιγμή που έμπαινε στο αυτοκίνητό του και εκείνος τον είχε συνοδεύσει ως εκεί— του είπε ο Μακάριος ψυχρά και κατηγορηματικά, χωρίς να δώση χρόνο στον δικτάτορα να αρθρώση λέξη: «Αύριο το πρωί θα επισκεφθώ τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Κανελλόπουλο, με τους οποίους έχω συνεργασθεί στο παρελθόν». Ήταν η φωνή ενός Αρχηγού Κράτους. Δεν ήταν δυνατό να παρεμποδισθή όταν έφθασε στο Καστρί και ύστερα στην οδό Ξενοκράτους, για να μας επισκεφθή. Αλλά ήταν και η φωνή ενός υπερήφανου Ανθρώπου. Κλείνω την παρένθεση με την παρατήρηση ότι ακόμα και το περιστατικό αυτό μου έδωσε, στις 23 Ιουλίου 1974, το δικαίωμα (και μάλιστα διπλό δικαίωμα, δηλαδή και εν ονόματι του Γεωργίου Παπανδρέου, που τρεις μήνες μετά το περιστατικό εκείνο έφυγε από τον κόσμο) να αισθανθώ ότι στις κρίσιμες ώρες του Ιουλίου 1974 εκπροσωπούσα και τους απορφανισμένους Ελληνοκυπρίους, που είχαν μείνει έκθετοι, με ευθύνη δυστυχώς των «Αθηνών», στην βία των εισβολέων.
Εφοδιασμένος με τις σιωπηρές αυτές εξουσιοδοτήσεις του Λαού της Ελλάδος και των Ελλήνων της Κύπρου, κατευθύνθηκα —στις 23 Ιουλίου του 1974, στην δεύτερη απογευματινή ώρα— στα Παλαιά Ανάκτορα.
Τι θα έκανα αν στις 23 Ιουλίου, γύρω στην έκτη απογευματινή ώρα, έπεφτε στους ώμους μου η ευθύνη να σχηματίσω την πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση της χώρας; Είχα αποδεχθεί την ευθύνη με την προϋπόθεση ότι θα συνεργαζόταν μαζί μου η Ένωση του Κέντρου, που την είχε εκπροσωπήσει με μεγάλη ιστορική αξιοπρέπεια ο Γεώργιος Μαύρος στην σύσκεψη εκείνη, την μοναδική (ίσως) στο είδος της που εγνώρισε η παγκόσμια ιστορία.
Στο ερώτημα που έθεσα —και που το θέτουν πολλοί, δίνοντας μάλιστα απαντήσεις βασισμένες σε δικές τους υποθέσεις— δεν θα απαντήσω. Δεν θα απαντήσω όχι γιατί δεν είχα συλλάβει αμέσως —και θα το συζητούσα φυσικά με τον Γεώργιο Μαύρο, ύστερα και με άλλους— τι θα ώφειλα να πράξω αν είχα αναλάβει την πρωθυπουργία, αλλά γιατί δεν θεωρώ ορθό και έντιμο να πω εκ των υστέρων, πράγμα που είναι πολύ εύκολο και δεν θα μου εστοίχιζε τίποτε, ότι θα είχα πράξει τούτο ή εκείνο, κάτι καλύτερο ή και απλώς διαφορετικό από όσα, σε τόσο δύσκολες ώρες, έπραξε η Κυβέρνηση που σχηματίσθηκε στις 24 Ιουλίου.