Στις 2 Οκτωβρίου 1991 απεβίωσε στην Αθήνα ο κωνσταντινουπολίτης καλλιτέχνης Γιώργος Βακαλό (Βακαλόπουλος), μορφή ευγενική και προσωπικότητα πολύπλευρη, με πλούσια δράση στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο γεννημένος το 1902 Βακαλό διοχέτευσε το σπάνιο και δημιουργικό ταλέντο του σε τρεις τομείς: τη ζωγραφική δημιουργία, τη σκηνογραφία και την καλλιτεχνική παιδεία.
Σύζυγος και πιστή συνοδοιπόρος του Γιώργου Βακαλό υπήρξε η επίσης κωνσταντινουπολίτισσα Ελένη Βακαλό (το γένος Σταυρινού), βραβευμένη ποιήτρια, θεωρητικός της τέχνης και τεχνοκριτικός, που έφυγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 2001, σε ηλικία 80 ετών.
Τον Γιώργο και την Ελένη Βακαλό είχε τιμήσει με ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» (Κυριακή 2 Μαΐου 1999), ο ποιητής Γιάννης Κοντός (1943-2015).
Ο Γιάννης Κοντός
Ιδού όσα έγραφε ο Κοντός για το ζεύγος Βακαλό (το γραπτό του, αφιερωμένο στον Γιώργο Βακαλό, έφερε τον τίτλο «Ελένη Βακαλό: Η έσω ενατένιση του κόσμου»):
Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του κλειδί για την ανάγνωση της ποιήσεως. Το χάρισμα της γραφής το έχουν όλοι οι άνθρωποι του Θεού, λίγοι όμως το πραγματοποιούν. Από μικρός είχα την υπομονή και περίμενα το θαύμα. Οι ποιητικές ανθολογίες είναι συνήθως η πρώτη ερωτική πράξη με το σώμα της ποιήσεως. Έτσι έπεσα πάνω στο όνομα Ελένη Βακαλό.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση (και άρχισα να μαθαίνω), η αφαίρεση στη μορφή της γραφής και μία σύνταξη που θα την έλεγα οιονεί μοντέρνα και ευρηματική. Όλα με σοφία βαλμένα, αλλά με τον αέρα που φέρνει μόνο η αληθινή ποίηση. Το όνομά της γράφτηκε στο μυαλό μου και σιγά σιγά βρήκα και τους άλλους κρίκους, τους άλλους ομοϊδεάτες που έχτισαν το σπίτι της λεγόμενης μεταπολεμικής ποίησης. Της ευρύσθενης, της σύγχρονης, της καθημερινής, της καθημαγμένης, αυτής που παρακολούθησε τις πολιτικές και υπαρξιακές περιπέτειες της πατρίδας μας. Σ’ αυτό το σπίτι καθόμαστε συχνά, εμείς της νεότερης γενιάς, και μαθαίνουμε τέχνες, τρόπους, βροχές, στίχους και γενικώς το βιβλίο.
Ο Γιώργος Βακαλό
Τότε λοιπόν στα παλιά, λίγο μετά την εφηβεία, στις αναζητήσεις μου στο Μοναστηράκι βρήκα το βιβλίο της. Νομίζω ότι ήταν Η έννοια των τυφλών. Το έψαξα, το διάβασα, το φύλαξα. Θυμάμαι τη ζήλια και την αγωνία μου όταν είδα τα έργα της ιδίας και μέτρησα τα βιβλία (εγώ δεν είχα τίποτα, ήμουνα πένης και άστεγος). Κοντά της (και σε άλλους) έμαθα το ειδικό βάρος των λέξεων, τις αποστάσεις των στίχων, τους τίτλους. Πότε το ποίημα χρειάζεται νερό ή απόλυτη ξηρασία για να βγάλει καρπό, πότε θέλει ξεβοτάνισμα, ή φυτεύεις στο ανάμεσο τριανταφυλλιές, κάκτους και έρπουσες σκέψεις του κόσμου.
Η Ελένη Βακαλό
Τη γνώρισα στο φιλόξενο σπίτι του μεταφραστή, ποιητή και ακριβού φίλου Κίμωνα Φράιερ. Του ανθρώπου του μοναδικού και υπέροχου που έκανε γνωστή τη νεότερη ελληνική ποίηση στην Αμερική. Καλλιδρομίου 10, σε εκείνο το μικρό ρετιρέ κοντά στον ουρανό, με τους τοίχους γεμάτους φωτογραφίες ποιητών, μαζί με άλλους νέους ποιητές, τον Βασίλη Στεριάδη, τον Λευτέρη Πούλιο και άλλους. Εκεί η αμερικανική και η ελληνική ποίηση είχαν ένα συνεχή διάλογο. Μάθαμε, ακούσαμε, είδαμε. Μαζί με την Ελένη μού έρχονται στον νου και στην καρδιά ονόματα από την παρέα της: Τάκης Σινόπουλος, Δ. Π. Παπαδίτσας, Μανώλης και Νόρα Αναγνωστάκη, Τατιάνα Μιλλιέξ, Μίλτος Σαχτούρης, Ανδρέας Καραντώνης, Οδυσσέας Ελύτης και το αεράκι των ζωγράφων που την περιέβαλλε και την περιβάλλει, και συνεχώς πλάι της και τότε και τώρα τον Γιώργο Βακαλό. Τον Γιώργο Βακαλό με το Παρίσι, την Αθήνα, τα θέατρα, «τα παιδιά στην εξουσία» του Βιτράκ, τον Ζαν Λουί Μπαρό και άλλα πρόσωπα και σκηνικά και χρόνια πολιτισμού.
Η Ελένη Βακαλό
Δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξω ότι με τις κριτικές και τις μελέτες της συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία του γεωφυσικού χάρτη της μεταπολεμικής ζωγραφικής και όχι μόνο. Τα στοιχεία της γραφής της, πολλά και ανόμοια, δημιουργούν όμως στον αναγνώστη οικειότητα, χαμηλούς τόνους, ασχέτως που μέσα το ποίημα βάζει φωτιά στους εφησυχάζοντες και στους αμέτοχους. Εξάλλου η ελευθερία αρχίζει όταν κλείνεις το βιβλίο και αρχίζεις να σκέπτεσαι: τη γλώσσα, τα χρώματα, τους τρόπους, το πέταγμα και τη σπορά.
Αλήθεια πώς ανθίζουν τα ποιήματα τη νύχτα! Εξάλλου τα ελληνικά τα έμαθα από τους ποιητές και τα ποιήματα. Να μην ξεχάσω και την παιδευτική της ασχολία στη σχολή Βακαλό και τι πρόσφερε η σχολή στις εφαρμοσμένες τέχνες στη χώρα. Η παρουσία της, σεμνή, ωραία και συνταιριασμένη με τον κότσο της —που, όπως μου λένε, παλαιότερα ήταν κοτσίδα—, έχει κάτι από αμαζόνα, αλλά αυτό δεν είναι υπεροψία, είναι κατανόηση και αγάπη. Ξέρει τι κάνει και αυτό προσδίδει μία στερεότητα. Το τσιγάρο δεν λείπει ποτέ από τα δάχτυλα και μία ελληνική μελαχρινάδα την τυλίγει και ουσιαστικά τη φωτίζει.
Αυτά και άλλα πολλά σκέφτομαι κοιτάζοντας την Ελένη Βακαλό και την πορεία της στην τέχνη και στη ζωή. Κάποτε γίνονται όλα βαθύ μπλε και βλέπεις με άλλα μάτια την ποίηση και τη ζωή. Και τους δασκάλους αυτούς που σε βοήθησαν να περάσεις το φουσκωμένο ποτάμι της γνώσης, τώρα τους ξεκουράζεις και τους αγαπάς όπως τους γεννήτορές σου. Η δε πατρίδα της, η Κωνσταντινούπολη, χαίρει για το τέκνο της.