Ντάριο Αρτζέντο: Ο μετρ των giallo και των ανατριχιαστικών ταινιών τρόμου με τους αμέτρητους θαυμαστές
Ο κορυφαίος Ιταλός σκηνοθέτης λάτρεψε τη σκοτεινή πλευρά του και έκανε τη φρίκη διασκέδαση και την ανατριχίλα στυλ - Από τα σενάρια στο θεαματικό σκηνοθετικό ντεμπούτο και από εκεί στην πτώση
Ο αγαπημένος Ιταλός σκηνοθέτης του ποιοτικού τρόμου, Ντάριο Αρτζέντο, αρχιερέας του κινηματογραφικού ρεύματος giallo, αρέσκεται να αναστατώνει το κοινό με την ξεχωριστή κινηματογραφική του ματιά, προκαλώντας του όχι απλώς τρόμο αλλά και πανικό.
Τον έχουν αποκαλέσει «Χίτσκοκ της Ιταλίας» και «μάστορα του μακάβριου», ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και ’80, ενώ το σινεμά του, που επηρέασε σπουδαίους σκηνοθέτες με πρώτο τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, θα αποκτήσει και το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου.
Δημιουργός καλτ ταινιών τρόμου, κάποιες απ’ τις οποίες θεωρούνται πλέον κλασικές – ανάμεσά τους τα «Suspiria», «Tenebre», «Βαθύ Κόκκινο» και «Το Πουλί με τα Κρυσταλλένια Φτερά» -, ο Αρτζέντο, θα αποκτήσει την τεράστια φήμη του χάρη στα φημισμένα λοξά πλάνα του, τη χρήση της κάμερας, τους φωτισμούς και τα φανταχτερά χρώματα, τα υπερεαλιστικά ντεκόρ και τις ανατριχιαστικές σκηνές φρίκης, που ακόμη και σήμερα σοκάρουν το κοινό.
Ο Αρτζέντο εστιάζει συχνά στα χέρια του δολοφόνου – που είναι τα δικά του, συνήθως με μαύρα γάντια – την ώρα που σκοτώνει
Ο Ντάριο Αρτζέντο, που διαθέτει ένα πρόσωπο πραγματικά βγαλμένο από το κινηματογραφικό του σύμπαν, σε λίγες ημέρες συμπληρώνει τα 85 του χρόνια κι έχει αποσυρθεί από τα κινηματογραφικά πλατό εδώ και τρία χρόνια, καθώς πέρα από το εμπόδιο της ηλικίας του απογοητεύτηκε και από την αποδοχή που είχε η τελευταία του ταινία «Μαύρα Γυαλιά».
Οι εποχές από τότε που ξεκίνησε τη σκηνοθετική του διαδρομή, διότι προηγουμένως για χρόνια έγραφε σενάρια, έχουν αλλάξει ραγδαία. Η παραγωγή ταινιών τρόμου έχει πολλαπλασιαστεί, με ταινίες τις περισσότερες φορές απαράδεκτου επιπέδου, ενώ ταυτόχρονα οι τεχνικές ψηφιακές ευκολίες και οι υψηλοί προϋπολογισμοί, τον άφησαν στο περιθώριο, ουσιαστικά εδώ και τριάντα χρόνια.
Ωστόσο, πάντα θα παραμένει ο «μετρ του μακάβριου». Οι σκηνοθετικές τεχνικές και τα μοτίβα που χρησιμοποιεί στις ταινίες του αγαπήθηκαν από τους θαυμαστές του ανατριχιαστικού στυλ του. Ξεχωρίζουν οι κοντινές λήψεις των ματιών, συχνότερα αυτών του δολοφόνου, οι τεχνικές παραπλάνησης του θεατή μέσω αδυναμιών των πρωταγωνιστών να παρατηρήσουν ή να ερμηνεύσουν σωστά μια κατάσταση, η συχνή χρήση αλλόκοτων, ιδιαίτερων και ατμοσφαιρικών μουσικών θεμάτων προς αύξηση του τρόμου και του σασπένς, καθώς και η χρήση steadicam.
Ο Αρτζέντο εστιάζει συχνά στα χέρια του δολοφόνου – που είναι τα δικά του, συνήθως με μαύρα γάντια – την ώρα που σκοτώνει ή ετοιμάζεται να σκοτώσει τα θύματά του. Επίσης όλες τις αφηγήσεις στις ταινίες του τις κάνει ο ίδιος.
Από τα σενάρια στο θεαματικό σκηνοθετικό ντεμπούτο
Ο Ντάριο Αρτζέντο γεννήθηκε στη Ρώμη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940, όταν έκανε στην Ιταλία πρεμιέρα το κλασικό θρίλερ του Χίτσκοκ «Ρεβέκκα». Ο πατέρας του ήταν παραγωγός του κινηματογράφου από τη Σικελία, ενώ η μητέρα του φωτογράφος βραζιλιάνικης καταγωγής.
Αφού εγκαταλείψει τις πανεπιστημιακές του σπουδές για να δουλέψει στην εφημερίδα Paese Sera, θα ξεκινήσει να γράφει και τα δικά του σενάρια. Κάτι που θα πέρναγε σχεδόν αδιάφορα στο βιογραφικό του, αν δεν είχε συνεργαστεί με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, για το στόρι του αριστουργηματικού σπαγγέτι γουέστερν «Κάποτε στη Δύση» που γύρισε ο μέγας Σέρτζιο Λεόνε.
Έπειτα από αρκετά σενάρια και τη συμμετοχή του στο μνημειώδες γουέστερν του Λεόνε, θα τραβήξει την προσοχή της ιταλικής εταιρείας παραγωγής Titanus. Θα του αναθέσει την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα κι έτσι ο Αρτζέντο το 1970 θα παρουσιάσει την ταινία τρόμου – ορόσημο, για τα ιταλικά και ευρωπαϊκά κινηματογραφικά δεδομένα, «Το Πουλί με τα Κρυσταλλένια Φτερά».
Η ταινία έγινε τεράστια επιτυχία, ενώ το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αρτζέντο τον έχρισε αμέσως τον καλύτερο σκηνοθέτη ταινιών τρόμου, σύμφωνα με κοινό και κριτικούς.
Αίμα, αγωνία, τρόμος, πανικός
Ένα χρόνο μετά, θα γυρίσει το έξοχο θρίλερ «Ο Γάτος με τις Εννιά Ουρές», με ιδιαίτερο σενάριο και αρκετό σασπένς μέχρι τέλους, όπου θα έρθει και το βίαιο συνταρακτικό αποκορύφωμα. Θα κάνει ακόμα τέσσερις δουλειές για το σινεμά και την τηλεόραση, ενώ το 1975 θα κάνει πρεμιέρα το «Βαθύ Κόκκινο», μία ταινία τρόμου που θα τον καταστήσει ως σημείο αναφοράς στο είδος.
Ουσιαστικά η πορεία του μέχρι εκείνη τη στιγμή θα είναι ο προάγγελος για την κορυφαία του δημιουργία, την καλύτερη ιταλική ταινία τρόμου όλων των εποχών και μία από τις καλύτερες σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς ο Αρτζέντο θα παραδώσει την πρώτη και τελευταία γκραν γκινιόλ όπερα του σινεμά.
Το 1977 θα κάνει πρεμιέρα η «Suspiria», μια κατακλυσμιαία επίθεση στις αισθήσεις των θεατών, προκαλώντας ενθουσιασμό. Εμπνευσμένος από τις ταινίες του Ντίσνεϊ «Αλίκη Στην Χώρα των Θαυμάτων» και «Χιονάτη», αλλά και τα παραμύθια των Αδελφών Γκριμ, ο Αρτζέντο θα τοποθετήσει ευφυώς το στόρι του σε ένα υπερεαλιστικό ντεκόρ, υπερτονίζοντας το απόκοσμο κλίμα του μέσα από την αριστοτεχνική εξπρεσιονιστική φωτογραφία του Λουτσιάνο Τόβολι και μια ευφάνταστη παλέτα χρωμάτων, που ανύψωσαν ακόμη περισσότερο οι πολύπλοκοι φωτισμοί, δημιουργώντας μία μυστηριώδη, ιλιγγιώδη και ζοφερή ατμόσφαιρα.
Εν αντιθέσει με το πλήθος ταινιών τρόμου, που κρατούν την κορύφωσή τους για το φινάλε, ο Αρτζέντο επιλέγει να ξεκινήσει με ένα απίστευτο κρεσέντο αγωνίας, τρόμου και πανικού. Μέσα στα πρώτα δώδεκα λεπτά, θα μας περάσει στο μοναδικό του σύμπαν, βάζοντας με μαεστρία στη σειρά τις σκηνές με τη νυχτερινή διαδρομή της ηρωίδας με ταξί μέσα από ένα θεοσκότεινο δάσος, την επεισοδιακή της άφιξη στη σχολή εν μέσω μίας πρωτοφανούς καταιγίδας, την αγωνιώδη φυγή της και το δεξιοτεχνικά δοσμένο διπλό φονικό.
Αυτό το κρεσέντο, θα καταφέρει να το κρατήσει για ακόμα μία ώρα, σφυροκοπώντας αλλεπάλληλα τον θεατή, με σοκαριστικές σκηνές και ένα ανατριχιαστικό σάουντρακ, στη διαπασών, να ζωντανεύει τους δαίμονες δίπλα στους χαρακτήρες και στο κοινό που μένει αποσβολωμένο.
Ο εθισμός του giallo
Στη «Suspiria» ο Αρτζέντο συστήνει στο κοινό του τον «Μύθο των Τριών Μητέρων», κάτι που επανέρχεται στο προσκήνιο με το «Inferno» του 1980, ενώ το σινεμά giallo, που προέκυψε από τα φτηνής ποιότητας βιβλία τσέπης, τρόμου και μυστηρίου εκείνης της εποχής στην Ιταλία, θα γίνει εθισμός για εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο.
Το 1978 θα συνεργαστεί με τον Τζορτζ Ρομέρο, στην παραγωγή της ταινίας του διάσημου Αμερικανού σκηνοθέτη ταινιών τρόμου «Dawn of the Dead», ενώ το 1980 θα γυρίσει το «Inferno», που αποτελεί σίκουελ της «Suspiria», αν και μοιάζει περισσότερο με μια άλλη ταινία. Άλλωστε, ο Αρτζέντο πολύ λίγο ασχολούνταν με το υπόβαθρο των ιστοριών του ή άλλες λεπτομέρειες, καθώς του αρκούσε ένα υποτυπώδες σενάριο, για να απλώσει τον τρόμο και τις κινηματογραφικές του ιδέες.
Το 1982 θα κάνει ακόμη ένα σημαντικό βήμα στη σταδιοδρομία του, παρουσιάζοντας το εξαιρετικό «Tenebre», μία δυνατή ταινία τρόμου, που κάποιοι την λάτρεψαν περισσότερο και από τη «Suspiria», καθώς ο Αρτζέντο θα προσπαθήσει να απαντήσει και στην κριτική που δέχθηκε για τους φόνους ωραίων γυναικών στις προηγούμενες ταινίες του. Με πρωταγωνιστές τους Άντονι Φραντσιόζα και Τζουλιάνο Τζέμα και επενδύοντας στον μεταφυσικό τρόμο, ο Ιταλός μετρ θα κερδίσει κι άλλους θαυμαστές σε όλο τον κόσμο.
Η πτώση
Το 1984, θα κάνει πρεμιέρα το «Phenomena», σε μια παραγωγή που ήθελε να ανοιχτεί περισσότερο στην Αμερική, καθώς πρωταγωνιστούσε η δημοφιλής, εκείνη την εποχή, 14χρονη Τζένιφερ Κόνελι και η γνώριμη τρομαχτική φιγούρα του Ντόναλντ Πλέζανς, σκορπίζοντας για μια ακόμη φορά τον τρόμο. Ήταν η τελευταία του πετυχημένη ταινία, καθώς έπειτα από τη συγγραφή ορισμένων σεναρίων, όταν επανέλθει το 1990 στην καρέκλα τού σκηνοθέτη με το «Two Evil Eyes» σε συνεργασία με τον Τζορτζ Ρομέρο, θα είναι φανερό ότι οι νέες εποχές και οι νέες πρακτικές τον έχουν ξεπεράσει και θα αρχίσει η πτώση του.
Στην προσωπική του ζωή, ο Αρτζέντο θα παντρευτεί μόνο μία φορά, τη Μαρίσα Καζάλε, δισέγγονη του Ιταλού συνθέτη, με την οποία θα χωρίσουν έπειτα από πέντε χρόνια γάμου, το 1972. Θα αποκτήσουν μία κόρη, την ηθοποιό και σχεδιάστρια κοστουμιών Φιόρε Αρτζέντο, ενώ θα αποκτήσει ακόμη μία κόρη από την επί χρόνια σύντροφό του και ηθοποιό Ντάρια Νικολόντι, την Άσια Αρτζέντο, διάσημη πλέον ηθοποιό και σκηνοθέτιδα.
Ο Ντάριο Αρτζέντο, που κατάφερε ουσιαστικά με πέντε έξι ταινίες, να φτιάξει ένα δικό του κεφάλαιο στην κινηματογραφική ιστορία, γνώρισε την αποθέωση και τη ραγδαία απαξίωση, ζει πλέον στη Ρώμη ήσυχα (αν και με τον Αρτζέντο ποτέ δεν ξέρεις…), απολαμβάνοντας τη φήμη του και ασχολούμενος ερασιτεχνικά με τον κινηματογραφικό τρόμο, ένα είδος που του έδωσε άλλη διάσταση παρότι υπήρξε συνεπής σε ό,τι πιο απλό, στο σινεμά της διασκέδασης.
Σε αντίθεση με τον αγαπημένο του Χίτσκοκ, δεν προχωρούσε σε συμβολισμούς, πολλαπλές αναγνώσεις και ψυχαναλύσεις, αλλά σχεδόν ενστικτωδώς έβρισκε τρόπους να δημιουργεί μπαρόκ εικόνες, των αισθήσεων και των παραισθήσεων, διασκεδάζοντας το κοινό και τον εαυτό του με τον πανικό που προκαλούσε. Αναντίρρητα, παραμένει στην ελίτ κορυφαίων δημιουργών ταινιών τρόμου όλων των εποχών.