Τόμας Μαν: Ο μέτριος μαθητής που έμελλε να γίνει λογοτεχνική ιδιοφυΐα
O βραβευμένος με Νόμπελ, λογοτεχνικός εξόριστος στον απόηχο της ναζιστικής κυριαρχίας, Τόμας Μαν παραμένει ένα πολιτιστικό είδωλο 150 χρόνια μετά τη γέννησή του.
Ήταν Ιούνιος του 1875 όταν στο Λούμπεκ της βόρειας Γερμανίας γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ο λόγος για τον Τόμας Μαν, έναν άνδρα που έζησε 100 ζωές σε μια, που μέσα του «κατοικούσαν δυο λύκοι» – ιδίως μετά τη φυγή του από τη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Ο Τόμας Μαν απέκτησε παγκόσμια φήμη όταν το 1929 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας – κυρίως για το μεγάλο κοινωνικό μυθιστόρημά του, «Buddenbrooks» (1901), αλλά και για το μυθιστορηματικό αριστούργημά του, «Το μαγικό βουνό» (1924).
Όμως κατά τη διάρκεια και μετά τη ναζιστική δικτατορία από την οποία διέφυγε, ο Μαν έγραψε πολιτικά δοκίμια και εκφώνησε ραδιοφωνικές ομιλίες προς τους συμπατριώτες του για τη γερμανική «καταστροφή» που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα. Αυτές οι έντονες απόψεις αντικατοπτρίζονταν συχνά στο έργο του.
«Το μέρος που βρίσκομαι είναι η Γερμανία! Κουβαλάω τον πολιτισμό μου μέσα μου»
Πρώιμη άνοδος στη λογοτεχνική καταξίωση
Ο Τόμας Μαν γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου πριν 150 χρόνια αυτόν τον μήνα. Η οικογένειά του ασχολούνταν με το εμπόριο και μεγάλωσε με τέσσερα αδέλφια. Ως μαθητής τα πρώτα του πεζογραφήματα και δοκίμια – αν και κάποτε επανέλαβε μια τάξη και θεωρήθηκε μόνο «ικανοποιητικός» μαθητής των γερμανικών – τι ειρωνεία.
Οι καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες δεν χωρούσαν στα «καλούπια» της μεσαίας τάξης, και ο έμπορος πατέρας του ήταν ιδιαιτέρως στεναχωρημένος για το πάθος του για την λογοτεχνία. Αλλά ήταν ακριβώς αυτός ο αγώνας αυτού του ευαίσθητου μποέμ να συνεχίσει την πατροπαράδοτη οικογενειακή επιχείρηση ενέπνευσε εν μέρει το πρώτο έργο του Μαν, το «Buddenbrooks».
Όταν ο πατέρας του πέθανε το 1891, ο Μαν εγκατέλειψε το σχολείο πριν ολοκληρώσει το απολυτήριο και μετακόμισε με την οικογένειά του στο Μόναχο. Ζώντας από την κληρονομιά του πατέρα του, άρχισε σύντομα να εργάζεται ως ανεξάρτητος συγγραφέας και είχε φιλοδοξίες να γίνει δημοσιογράφος.
Σε ηλικία 22 ετών, αφού πέρασε χρόνο στην Ιταλία με τον αδελφό του Χάινριχ, ο Μαν άρχισε να γράφει το «Buddenbrooks», το οποίο είχε τον υπότιτλο «η παρακμή μιας οικογένειας» στα γερμανικά. Το ημι-αυτοβιογραφικό ντεμπούτο μυθιστόρημα για την πτώση μιας πλούσιας οικογένειας εμπόρων είχε τέτοια επιτυχία που ο Μαν μπόρεσε στο εξής να ζει από τη συγγραφή του.
Ο πόλεμος και η έχθρα του αδελφού
Σύντομα ακολούθησαν και άλλα έργα, αρχικά η συλλογή διηγημάτων «Tristan» (1903), η οποία περιλαμβάνει επίσης το «Tonio Kröger», μια ιστορία για την αντίθεση μεταξύ καλλιτέχνη και πολίτη, πνεύματος και ζωής.
Το 1905 ο μυθιστοριογράφος παντρεύτηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ, κόρη μιας πλούσιας οικογένειας λογίων του Μονάχου. Τον έλκυαν επίσης οι νεαροί άνδρες, αν και αυτό δεν φάνηκε να ενοχλεί την Κάτια. Το ζευγάρι απέκτησε έξι παιδιά. Μερικά από αυτά ακολούθησαν αργότερα τα βήματα του πατέρα τους και έγιναν συγγραφείς.
Ξεκίνησε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) και ο Τόμας ήρθε σε ρήξη με τον αδελφό του Χάινριχ, επίσης επιτυχημένο συγγραφέα τότε, για τον ρόλο της Γερμανίας στον πόλεμο. Ο Χάινριχ δημοσίευσε ένα αντιπολεμικό φυλλάδιο, ενώ ο Τόμας υπερασπίστηκε την αυτοκρατορία και την πολεμική της πολιτική.
Ήταν το 1922 – όταν η Γερμανία είχε χάσει τον πόλεμο και η δημοκρατία έφτασε με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης – η στιγμή που ο Τόμας Μαν άλλαξε στάση και υποστήριξε τον εκδημοκρατισμό.
«Τα πάντα πρέπει να πληρώνονται»
Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του Μαν το 1929 ήταν μια τεράστια επιτυχία για τον συγγραφέα, αλλά πολύ πριν από το ξέσπασμα του επόμενου παγκόσμιου πολέμου, ο Μαν διαισθανόταν τον κίνδυνο.
Εξέφρασε την αντίθεσή του στο ανερχόμενο ναζιστικό κόμμα και το 1930 απηύθυνε ένα πύρινο διάβημα κατά του αυταρχισμού και υπέρ της σοσιαλδημοκρατίας.
Έτσι, την άνοιξη του 1933, μόλις ένα μήνα αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας, ο Μαν δεν επέστρεψε στη Γερμανία από μια περιοδεία διαλέξεων στην Ευρώπη. Εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, με την οικογένειά του να τον ακολουθεί αφού οι Ναζί κατάσχεσαν το σπίτι του Μαν στο Μόναχο μαζί με τους τραπεζικούς λογαριασμούς του.
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού» εκδόθηκε στη συνέχεια, αφού βγήκε λαθραία από τη Γερμανία – το μυθιστόρημα των τεσσάρων τμημάτων περιγράφει την ενσάρκωση της βιβλικής μορφής του Ιωσήφ.
Αφού ο Μαν κατήγγειλε τις ναζιστικές πολιτικές σε δημόσια επιστολή του το 1936, του αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα, μαζί με το τιμητικό διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Βόννης. Οι Ναζί του στέρησαν την περιουσία και τη φήμη του.
Η μετανάστευση στις ΗΠΑ και η επιστροφή στην Ευρώπη
Ο Τόμας και η Κάτια Μαν μετανάστευσαν στις ΗΠΑ το 1939, μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία. Ο Μαν ανέλαβε μια θέση επισκέπτη καθηγητή σε ένα πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε κατά την άφιξή του πώς αισθανόταν που πήγε στην εξορία, ο Μαν απάντησε: «Το μέρος που βρίσκομαι είναι η Γερμανία! Κουβαλάω τον πολιτισμό μου μέσα μου».
Από το 1940 και μετά, ο Τόμας Μαν κάλεσε τους Γερμανούς να αντισταθούν. Ο βρετανικός ραδιοφωνικός σταθμός BBC μετέδιδε τις μηνιαίες ραδιοφωνικές ομιλίες του στην πρώην πατρίδα του, παρακάμπτοντας τη γερμανική λογοκρισία. Σε περισσότερες από 60 εκπομπές, μίλησε στη συνείδηση των συμπατριωτών του και δεν απέφυγε τη μαζική δολοφονία των Εβραίων.
Η δημόσια επιστολή του Μαν το 1945, «Γιατί δεν θα επιστρέψω στη Γερμανία», καθιστούσε όλους τους Γερμανούς υπεύθυνους για τις φρικαλεότητες του ναζιστικού καθεστώτος. Ορισμένοι επικριτές του όμως θεώρησαν πως δεν έχει το διακίωμα κρίνει, ως εξόριστος, τη ζωή υπό τον Χίτλερ.
«Ένας από τους σημαντικότερους απολογητές του Στάλιν και της παρέας του»
Ορισμένοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το σχόλιο του Μαν ότι οι βομβαρδισμοί γερμανικών πόλεων ήταν δικαιολογημένοι. «Τα πάντα πρέπει να πληρώνονται», είπε. Ο συγγραφέας συνέχισε αυτό το θέμα στο μυθιστόρημά του «Δόκτωρ Φάουστους», που δημοσιεύτηκε το 1947. Αφηγείται τη συμφωνία του συνθέτη Άντριαν Λέβερκ με τον διάβολο και αποτελεί μια μεταφορά για τις κοινωνικές συνθήκες που έκαναν δυνατό τον εθνικοσοσιαλισμό.
Ούτε στις ΗΠΑ όμως ήταν εύκολα α πράγματα. Ως «ύποπτος κομμουνιστής», ο Μαν αναγκάστηκε να καταθέσει στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία τον αποκάλεσε «έναν από τους σημαντικότερους απολογητές του Στάλιν και της παρέας του».
Ο συγγραφέας έφυγε ξανά από την Αμερική το 1952, αλλά δεν τον τράβηξε κανένα από τα δύο γερμανικά κράτη και αντ’ αυτού επέστρεψε στην Ελβετία, όπου και πέθανε στις 12 Αυγούστου 1955 σε ηλικία 80 ετών.
Παρά την απουσία του, με την «πένα» του, αλλά και με την σταθερότητά του απέναντι στον φασισμό, ο Τόμας Μαν παραμένει ένα από τα πιο φωτεινά παραδείγματα στην ιστορία της λογοτεχνίας.