
Ο Χίτλερ, η προπαγάνδα και η αυταπάρνηση: Η Λένι Ρίφενσταλ ήταν το κακέκτυπο της «τέχνη για την τέχνη»
Η Λένι Ρίφενσταλ, η κινηματογραφίστρια του Χίτλερ, παρόλη την ανάμειξή της με το ναζιστικό καθεστώς, κατά τη διάρκεια της ζωής της δήλωνε μια «απολιτική» θαυμάστρια του «ωραίου».
Η Λένι Ρίφενσταλ είναι η γυναίκα που κατάφερε να προβάλει τη φρικαλεότητα του τρίτου Ράιχ ως έναν τόπο όπου ο Χίτλερ ήταν ένας γοητευτικός κύριος που στο πέρασμά του γυναίκες παραληρούσαν και παιδιά που στρατοπεδεύτηκαν ζούσαν δήθεν σε ένα ονειρεμένο μέρος στο οποίο έπαιζαν μπουγέλο ξέγνοιαστα. Ο λόγος για το Triumph of the Will (Η δύναμη της θέλησης).
To Triumph of the Will, η ταινία προπαγάνδα του ναζιστικού καθεστώτος, θριάμβευσε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Το 1934, μάλιστα, πήρε το χρυσό μετάλλιο στη διοργάνωση. Ενώ, ήδη από το 1932, την εναρκτήρια χρονιά του φεστιβάλ, η Ρίφενσταλ, με το μυστικιστικό ορεινό δράμα The Blue Light, είχε καταφέρει να μπει στην επίσημη επιλογή του φεστιβάλ.
Το 1938, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας με το Olympia, ένα ντοκιμαντέρ δύο τμημάτων για τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, το οποίο ανέθεσε και χρηματοδότησε η ναζιστική κυβέρνηση, επιβλέφθηκε από το υπουργείο προπαγάνδας και διαφώτισης του Ράιχ και κυκλοφόρησε στα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ.
«Ξεφορτωθείτε τους Εβραίους»
Η ζωή μετά τον πόλεμο
Μετά τον πόλεμο, και μέχρι την ημέρα που πέθανε, σε ηλικία 101 ετών, το 2003, η Ρίφενσταλ επέμενε ότι οι ταινίες της αφορούσαν πάντα μόνο τη βραβευμένη τέχνη. Καθ’ όλη τη διάρκεια των μεταπολεμικών δεκαετιών, και κατά τη διάρκεια τεσσάρων διαδικασιών αποναζιστικοποίησης, η σκηνοθέτρια παρουσίαζε τον εαυτό της ως μια απολιτική καλλιτέχνιδα. Δεν την ενδιέφεραν τα «ζητήματα του πραγματικού κόσμου».
Την παρακινούσε μόνο η ομορφιά, η δημιουργική ευκαιρία και η τελειότητα της τέχνης της, έλεγε. (Ήταν άλλωστε σύνηθες εκείνη την εποχή να επικαλείται κανείς κάτι ανώτερό του για να δικαιολογήσει την ανάμειξή του με το ναζιστικό καθεστώς. Ποιος μπορεί να ξεχάσει πράγματι την δίκη του Άιχμαν και την δική του εσωτερική «ορμή» η οποία κινητοποιούταν δήθεν από κάτι ανώτερο της τάξεως του Θεού του ίδιου, αποδεικνύοντας την «κοινοτοπία του κακού»;)
Αν και ποτέ δεν αποκήρυξε την προσωπική της γοητεία για τον Χίτλερ, η Ρίφενσταλ, αρνήθηκε σθεναρά τη συνενοχή της με τις φρικαλεότητες του ναζιστικού καθεστώτος. Το Olympia και ο Triumph of the Will δεν ήταν σε καμία περίπτωση προπαγάνδα, δήλωσε στο Cahiers du Cinéma το 1965. Ήταν «ιστορία – καθαρή ιστορία».
«Ήμουν απλώς καλλιτέχνιδα, δεν με ενδιέφερε η πολιτική»
Μαζί με την παραγωγό του, τη δημοσιογράφο Σάντρα Μαϊσμπέργκερ, ο Βάιελ γαλουχήθηκε από την πιθανότητα ότι το υλικό που άφησε η Ρίφενσταλ για τους μεταγενέστερους θα μπορούσε να αποκαλύψει αλήθειες που είχε επιδέξια αποκρύψει όσο ζούσε. Η πρώτη πρόκληση ήταν ο τεράστιος όγκος της κληρονομιάς της, η οποία περιελάμβανε περισσότερα από 700 κιβώτια, που περιείχαν μπομπίνες ταινιών, αποκόμματα εφημερίδων, επιστολές, ημερολόγια, οικιακά βίντεο, διάφορα προσχέδια των απομνημονευμάτων της Ρίφενσταλ, εκατοντάδες ώρες ηχογραφημένων τηλεφωνικών συνομιλιών και εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες.
Επί έξι χρόνια, ο Βάιελ, η Μαϊσμπέργκερ και μια ομάδα ερευνητών «χτένισαν» το υλικό για οτιδήποτε θα μπορούσε να αντικρούσει την αφήγηση της Ρίφενσταλ. Για τους πρώτους έξι μήνες, δεν υπήρξε καμία ανακάλυψη. Η εμπειρία έμοιαζε «με κήρυγμα», δήλωσε ο Βάιελ στον Guardian. «Ήταν απλώς η μία συνέντευξη μετά την άλλη – πάντα οι ίδιες ερωτήσεις, πάντα οι ίδιες απαντήσεις: ‘Ήμουν απλώς καλλιτέχνιδα, δεν με ενδιέφερε η πολιτική’. Ήταν αποπνικτικό».
«Τι σημαίνει ‘εξαφανίζομαι’;» ρωτάει έναν συνεντευκτή, όταν την ρωτούν για τις γνώσεις της σχετικά με τις απελάσεις.
«Ψηφίστε NPD»
Φαίνεται ότι η Ρίφενσταλ, μια άριστη συντάκτρια, είχε τελειοποιήσει τη μεταθανάτια παρουσίασή της. Τότε, σιγά σιγά, άρχισαν να εμφανίζονται ασυνέχειες ανάμεσα στους φακέλους και τα αρχεία. Υπήρχε μια μουτζουρωμένη σημείωση σε ένα ημερολόγιο για το «Ψηφίστε NPD», μια αναφορά στο μεταπολεμικό νεοναζιστικό κόμμα. Ηχογραφήσεις ιδιωτικών τηλεφωνικών συνομιλιών μετέδιδαν κοινή νοσταλγία για την «αξιοπρέπεια και την αρετή» των ναζιστικών χρόνων. Λείπει ένα τμήμα μιας συνέντευξης που έδωσε η Ρίφενσταλ το 1934 στην Daily Express, το οποίο, όταν εντοπίστηκε στα αρχεία της ίδιας της εφημερίδας, περιέγραφε την «τεράστια εντύπωση» που της έκανε το Mein Kampf, η πρώτη σελίδα του οποίου την είχε κάνει «επιβεβαιωμένη εθνικοσοσιαλίστρια».
Υπήρχαν επίσης ιδιωτικές επιστολές που έδιναν αθέατες μέχρι τότε και συμβιβαστικές πληροφορίες για την περίοδο που η Ρίφενσταλ ήταν πολεμική ανταποκρίτρια στην Πολωνία και για το γεγονός ότι ήταν μάρτυρας μιας από τις πρώτες σφαγές Εβραίων, στο Końskie τον Σεπτέμβριο του 1939. Ενώ η Ρίφενσταλ ισχυρίστηκε αρχικά ότι δεν είδε τους πυροβολισμούς και αργότερα ότι τους είδε αλλά είχε τρομοκρατηθεί, οι επιστολές της κληρονομιάς υποδηλώνουν μια πιο περίπλοκη ιστορία.
Πράγματι, μια επιστολή, η οποία αναφέρεται σε μια στρατιωτική έκθεση για τη σφαγή, υποδηλώνει ότι οι σκηνοθετικές οδηγίες της Ρίφενσταλ να απομακρύνει τους Εβραίους από μια πλατεία αγοράς όπου γύριζε μπορεί να ήταν ακόμη και καταλύτης για τους πυροβολισμούς. Το αίτημά της αναμεταδόθηκε κατά προσέγγιση από ένα μέλος του ναζιστικού στρατού ως «ξεφορτωθείτε τους Εβραίους», αναφέρει η επιστολή. «Με αφορμή αυτό το σχόλιο … κάποιοι από τους Πολωνοεβραίους προσπάθησαν να διαφύγουν και οι πυροβολισμοί έπεσαν».
«Κανέναν άλλο πολιτικό στόχο ή κίνητρο»
Η ταινία εμπεριέχει ελάχιστο σχολιασμό, αλλά χρησιμοποιεί επιδέξια τα κοψίματα για να εκθέσει τις ασυνέπειες στην αφήγηση του θέματος. Ο ισχυρισμός της, σε ένα ντοκιμαντέρ του 1993, ότι ο Triumph of the Will δεν έχει «κανέναν άλλο πολιτικό στόχο ή κίνητρο» πέρα από την «ειρήνη και την εργασία» και «καμία αναφορά στη φυλετική θεωρία» ακολουθείται γρήγορα από τα πλάνα χαμηλής γωνίας του ναζιστή προπαγανδιστή Γιούλιους Στράιχερ να βροντοφωνάζει ότι «ένας λαός που δεν κρατάει ψηλά τη φυλετική του καθαρότητα θα χαθεί».
Όσο περισσότερες αρχειακές συνεντεύξεις με τη Ρίφενσταλ εξέταζε η ομάδα, τόσο περισσότερο η σκηνοθέτρια αποκάλυπτε επίσης τις στρατηγικές της μεταπολεμικής αποκατάστασης. Ηθοποιός πριν γίνει σκηνοθέτρια, χρησιμοποίησε όλα τα «εργαλεία της ως καλλιτέχνιδα», λέει ο Βάιελ, για να αποπροσανατολίσει από την ιδεολογική της συγγένεια με τον ναζισμό. Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, συναντάμε την κινηματογραφίστρια ως γοητευτική και σπιρτόζα- όλο κρυφά χαμόγελα και «ω, να πιούμε άλλο ένα φλιτζάνι καφέ». Τη βλέπουμε έξαλλη και εκφοβιστική, να κλείνει απότομα τις συνεντεύξεις με ένα μεγάλο σε όγκο κήρυγμα. Τη βλέπουμε να επιμένει στη δική της θυματοποίηση και στο πόσο «τρομερά δύσκολο» είναι να μην την πιστεύουν. Και ιδίως στις συνεντεύξεις στην αγγλική γλώσσα, τη βλέπουμε να παριστάνει την άδολη νεαρή. «Τι σημαίνει ‘εξαφανίζομαι’;» ρωτάει έναν συνεντευκτή, όταν την ρωτούν για τις γνώσεις της σχετικά με τις απελάσεις.
«Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Χίτλερ της ζητούσε να γυρίσει αυτές τις ταινίες. Είχε αυτή τη διαιρεμένη ιδέα για την ανθρωπότητα – εξυμνούσε τους δυνατούς, καταδικάζοντας τους λεγόμενους βρώμικους, άρρωστους ή αδύναμους. Τη θεωρούσανε σε ένα ορισμένο στάδιο ως πρωτότυπο του φασισμού»
«Τη θεωρούσανε ως πρωτότυπο του φασισμού»
Σε προσχέδια απομνημονευμάτων που βρέθηκαν στο αρχείο, η Ρίφενσταλ περιέγραφε μια σκληρή ανατροφή, που διακόπτονταν από «τρομερό ξύλο» και συχνά της έλεγαν ότι ήταν κρίμα που δεν γεννήθηκε αγόρι. Θυμήθηκε ένα διαμορφωτικό επεισόδιο ως πεντάχρονη, όταν την πέταξαν σε μια λίμνη και την άφησαν να καταλάβει πώς να κολυμπήσει.
Δεδομένου ότι αυτές οι εμπειρίες δεν μπήκαν στη δημοσιευμένη έκδοση των απομνημονευμάτων της, ο Βάιελ τείνει να τα θεωρήσει άβολες αλήθειες – καθοριστικά τραύματα, ακόμη και – που θα μπορούσαν να πλαισιώσουν τη σχέση της Ρίφενσταλ με τον ναζισμό. «Είναι αυτή η πολύ βίαιη πρωσική εκπαίδευση», λέει ο Βάιελ, μια παιδική ηλικία διαποτισμένη με ιδέες «σκληρότητας, δύναμης, περιφρόνησης της αδυναμίας, του ζητήματος της υπεροχής».
Ο Βάιελ βλέπει μια συνέχεια μεταξύ αυτών των παιδικών εμπειριών μέχρι το έργο της Ρίφενσταλ για το Τρίτο Ράιχ. «Πρόκειται για ένα είδος μακροχρόνιας προπαρασκευασμένης συγγένειας», λέει. «Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Χίτλερ της ζητούσε να γυρίσει αυτές τις ταινίες. Είχε αυτή τη διαιρεμένη ιδέα για την ανθρωπότητα – εξυμνούσε τους δυνατούς, καταδικάζοντας τους λεγόμενους βρώμικους, άρρωστους ή αδύναμους. Τη θεωρούσανε σε ένα ορισμένο στάδιο ως πρωτότυπο του φασισμού».
«Ο κόσμος θέλει το ψέμα»
Για να αντιμετωπίσει τις αμφιβολίες, ο Βάιελ επέμεινε στην απόλυτη πιστότητα στο αρχειακό υλικό. «Αν κάνεις μια ταινία για κάποιον που χειραγωγεί ολόκληρη τη ζωή του, ήταν εντελώς απαγορευτικό για εμάς να χρησιμοποιήσουμε τεχνητή νοημοσύνη», λέει.
Τελικά, ωστόσο, η Ρίφενσταλ εντυπωσιάζει περισσότερο πιστοποιώντας τη σαγήνη της αποφυγής. Ο Βάιελ ελπίζει ότι η ταινία θα προωθήσει πάνω απ’ όλα μια βαθύτερη κατανόηση «της δομής και της αναγκαιότητας των θρύλων» και των αναληθειών. Ακόμη και όταν τα κενά και οι ασυνέπειες στην αφήγησή της φαίνονται κραυγαλέα, μπορεί κανείς να ενώσει τα κομμάτια του «παζλ».
«Δεν έχει σημασία ότι προφανώς λέει ψέματα», λέει ο Βάιελ. «Ο κόσμος θέλει το ψέμα. Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο»- κι αυτό ίσως είναι που θα πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο απ’ όλα.
*Πηγή: The Guardian
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις