Ο Γιώργος και η Κάκια: έκαναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα έκοβε πρώτος το νήμα, χωρίς να λένε τίποτε ο ένας στον άλλον — κρύβοντας επιμελώς τους πόνους και την αγωνία τους.
Ήταν μια από τις τελευταίες Κυριακές που τον είδα σπίτι του, πριν αποσυρθεί απ’ όλες σχεδόν τις κοινωνικές επαφές λόγω της αρρώστιας που τον είχε αφήσει μισόν άνθρωπο. Τον πήρε τηλέφωνο κάποιος στενός του φίλος και κάτι του ζητούσε. Ο Γεννηματάς συννέφιασε, αγρίεψε και τον έκοψε απότομα την ώρα που διατύπωνε το αίτημά του:
— Λοιπόν, για να μην κουράζεσαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για σένα. Να περιμένεις όπως όλοι να έρθει η σειρά σου, κι αν είσαι νόμιμος κι όλα τα χαρτιά είναι εντάξει, να μην ανησυχείς καθόλου. Λυπάμαι, αλλά μη με ξαναενοχλήσεις γι’ αυτό το ζήτημα…
Ζούσε ακόμα η Κάκια. Και του χύμηξε, αυτή που ήταν ακόμα πιο αυστηρή και αδιάλλακτη απ’ αυτόν σε προσωπικές εξυπηρετήσεις.
— Όλα αυτά μπορούσες να του τα πεις με πιο κομψό τρόπο, του είπε με αυστηρό ύφος.
— Κομψοί ήμαστε την πρώτη οκταετία και είδες τι έγινε, της απάντησε με τρόπο που δεν δεχόταν δεύτερη κουβέντα. Κάτι τέτοιοι μας πήραν στο λαιμό τους…
Με την Κάκια, τη γυναίκα του, είχε ένα μοναδικό, μαγικό, σχεδόν ανεξήγητο από ανθρώπινες νόρμες και κανόνες, δεσμό. Ήταν η μάνα του, ήταν ο πατέρας της, ήταν οι σύντροφοι, ήταν ερωτευμένοι ακατάλυτα συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον. Τους είχε μείνει από τα παιδικά τους χρόνια ένας μυστικός δεσμός, όταν εκεί στη Σύμη, σχεδόν παιδιά και οι δυο ακόμα, ένωσαν τις ζωές τους. Από το ’86 εκείνη πάλευε με τον καρκίνο. «Είμαστε φιλαράκια πια με τον καρκίνο μου», συνήθιζε να λέει η Κάκια — κι ας μην το πίστευε πολλές φορές που τη γονάτιζαν οι πόνοι. Μα ήθελε να μην του το δείχνει, γιατί εκείνος ίσως πόναγε περισσότερο απ’ αυτήν.
Μια Κυριακή μεσημέρι τούς κάλεσα και τους δυο σπίτι στο Φάληρο να φάμε μαζί. Η Κάκια ήρθε πιο νωρίς από τον Γεννηματά, που εκείνη την ημέρα είχε πάει σε μια ημερίδα του ΠΑΣΟΚ. Ήταν τον Απρίλη του 1993. Σχεδόν δεν μπορούσε να κάτσει ήρεμη στον καναπέ για τρία λεπτά. Όλο κουνιόταν και άλλαζε στάση. Την πόναγαν τα κόκαλά της. Ήταν τότε που είχε ανοίξει ένα μαγαζί ασημικών στη Γλυφάδα για να ξεχνάει τον καρκίνο της. Πριν έρθει εκείνος είχε προλάβει να μου πει:
— Ο Γιώργος θέλει να μείνω πίσω του για να κρατήσω το σπίτι. Μερικές φορές είναι σαν να κάνουμε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ μας ποιος θα τερματίσει πρώτος. Εγώ θέλω να μείνει εκείνος πίσω κι εκείνος θέλει να φύγει πρώτος. Κάνουμε έναν αγώνα δρόμου ποιος θα κόψει πρώτος το νήμα, αλλά δεν το λέει αυτό ο ένας στον άλλον.
Μετά ήρθε κι ο Γεννηματάς. Την αγκάλιασε, τη φίλησε.
— Τι κάνεις, Κατιούσα;
Κάθισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. Εκείνη δεν ξανακουνήθηκε από τη θέση της. Ήξερα ότι πονάει, ότι χρειαζόταν κάθε δυο-τρία λεπτά να παίρνει άλλη στάση το σώμα της, γιατί πόναγαν τα κόκαλά της. Αλλά από τη στιγμή που ήρθε ο Γεννηματάς στο σπίτι καθόταν δήθεν άνετα, δήθεν ανέμελα, για να μην καταλάβει εκείνος τίποτα, για να μη στεναχωρηθεί που πόναγε. Και κάθισε η Κάκια στην ίδια ακριβώς στάση τις δύο επόμενες ώρες, μορφάζοντας κάποιες στιγμές από τον πόνο, όταν ο Γεννηματάς δεν την κοιτούσε. Τέτοια αγάπη τούς ένωνε…
Γι’ αυτό και τη στιγμή που κατέβαζαν τη σορό της γυναίκας του στον οικογενειακό τους τάφο στο Α’ Νεκροταφείο, ο Γεννηματάς έσκυψε και της είπε:
— Κάκια, να με περιμένεις, δεν θ’ αργήσω…
Τον άκουσαν οι λίγοι, που ήταν εκείνη τη στιγμή γύρω του μέσα στον γενικό θρήνο. Το ραντεβού τους πραγματοποιήθηκε στους ουρανούς εφτά μήνες αργότερα.
Τα ανωτέρω περιλαμβάνονταν σε δισέλιδο δημοσίευμα των «Νέων» με την υπογραφή του Κώστα Χαρδαβέλλα.
Το συγκεκριμένο κείμενο, τμήμα του αφιερώματος που είχε ετοιμάσει ο προ ολίγων μηνών αποβιώσας δημοσιογράφος (1945-2024) στον Γιώργο Γεννηματά, έφερε τον τίτλο «Ο δεσμός ζωής με την Κάκια» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο της 3ης Μαΐου 1994.
Ο Γιώργος Γεννηματάς είχε φύγει από τη ζωή λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 25 Απριλίου 1994, σε ηλικία 55 μόλις ετών.