Πιθανολογείται ότι ο οικονομικός ξεπεσμός του πατρικού σπιτιού του Ισοκράτη –μεταξύ πολλών άλλων πλούσιων αθηναϊκών οικογενειών– εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου ήταν ο λόγος που τον ώθησε στην αναζήτηση πόρων και τον οδήγησε έτσι στο επάγγελμα του λογογράφου, δηλαδή του ρήτορα που ανελάμβανε επ’ αμοιβή τη σύνταξη δικανικών λόγων για λογαριασμό τρίτων. Πάντως, η εν λόγω δραστηριότητα του Ισοκράτη αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης και διαφωνίας όχι μόνο την εποχή εκείνη αλλά και στους κατοπινούς αιώνες.
Ο ίδιος ο κορυφαίος ρήτορας, σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής του, την αρνιόταν, ενώ και ο θετός γιος του, ο Αφαρεύς, είχε αμφισβητήσει σε ένα λόγο του κάθε δικανική δραστηριότητα του πατέρα του. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι πληθώρα δικανικών λόγων του Ισοκράτη κυκλοφορούσε στην αγορά. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν ασφαλώς δείγμα τής κάθε άλλο παρά αρμονικής σχέσης μεταξύ των δύο ανδρών, του φιλοσόφου και του ρήτορα, που ηγούνταν άλλωστε δύο ανταγωνιστικών σχολών. Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση, στη μαρτυρία του Κηφισόδωρου, ενός πιστού μαθητή του Ισοκράτη, που κάνει λόγο για περιορισμένο αριθμό δικανικών λόγων του δασκάλου του.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ισοκράτης δεν έμελλε να σταδιοδρομήσει ούτε ως λογογράφος αλλά ούτε και ως πολιτικός ρήτορας, καθώς δεν ήταν προικισμένος –κατά δική του παραδοχή– με τα απαραίτητα προσόντα, τη βροντερή φωνή και το απαραίτητο σθένος. Ο δρόμος που διάλεξε, σύμφωνος με τις επιθυμίες του και τις ικανότητές του, ήταν εκείνος της καλλιέργειας του γραπτού λόγου. Μέσω αυτού θέλησε να ασκήσει τη δική του επιρροή στους συγχρόνους του, να αναπτύξει τις αρετές τους και να τους μορφώσει, ώστε να γίνουν σπουδαίοι άνδρες. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, οι μαθητές του, μέσα από την απαγγελία ή και την ανάγνωση των λόγων του, θα καθίσταντο ικανοί να διαχειρίζονται με τον καλύτερο τρόπο και τα του οίκου τους και τα της πόλης τους. Η εν λόγω αντίληψη περί ευβουλίας –συγγενής με τις απόψεις των σοφιστών– τον οδήγησε στην ίδρυση της δικής του σχολής, περί το 390 π.Χ. Σε αυτό το λαμπρό εργαστήριο λόγου της Αθήνας, που σύντομα βρέθηκε σε πλήρη άνθηση, δίδαξε ο Ισοκράτης περίπου μισόν αιώνα, αναδειχθείς σε σπουδαίο ρήτορα και ανυπέρβλητο δάσκαλο της τέχνης του λόγου.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Ισοκράτης, που αναδείχθηκε σε σπουδαίο ρήτορα και ανυπέρβλητο δάσκαλο της τέχνης του λόγου.
Ο Σπυρίδων Περεσιάδης (1854–1918) ήταν σημαντικός Έλληνας θεατρικός συγγραφέας της ύστερης περιόδου του 19ου αιώνα, γνωστός για την ικανότητά του να συνδυάζει την ηθογραφία με τον λυρισμό, όπως στο έργο «Ο Μαγεμένος Βοσκός».