Χριστίνα Μπίθα
Οι µισές από τις φίλες µου είναι παντρεµένες. Οι άλλες µισές δεν είναι αλλά θα ήθελαν πολύ. Κατά βάθος. Γιατί όταν τις ρωτάς γι’ αυτό το θέµα οι περισσότερες αντιδρούν σαν ρεµπέτισσες της δεκαετίας του ’30. «Προτιµώ να συζώ». «Γιατί να παντρευτώ; Φτάνει να σέβοµαι και να µε σέβονται». «Ακόµα κι αν πρόκειται να κάνω παιδιά, θα το σκεφτώ πολύ». «Ο γάµος παραµένει µια σύµβαση». «Είναι ξεπερασµένος». «Και ωραίος», είχα τολµήσει κάποια στιγµή να ψελλίσω. «Και συνήθως καταλήγει σε ένα ακόµα πιο ωραίο διαζύγιο», ήταν η απάντηση – οδοστρωτήρας.
Ο δρόµος της επανάστασης
Είναι λίγο παράλογο. Να παραµένει ο γάµος τόσο ταµπού όσο και η σωστή απάντηση που πρέπει να δώσεις σε ένα πεντάχρονο όταν σε ρωτάει αν τελικά ο πελαργός φέρνει τα µωρά ή κάποιος άλλος. Και µάλιστα σήµερα που, κατά κοινή οµολογία, ζούµε µια φάση σχεδόν πανηγυρικής αναβίωσης του γαµήλιου θεσµού. Ίσως επειδή επιστρέφουµε σε ένα νεοσυντηρητισµό, κατά µία άποψη. Ή επειδή το µέλλον φαντάζει πιο αβέβαιο από ποτέ και θέλουµε κάποιον και επισήµως στο πλάι µας για έξτρα δύναµη, κατά µία άλλη. Ή ακόµα και για οικονοµικούς λόγους. Ή, απλά, γιατί έτσι µας αρέσει καλύτερα. Σηµασία έχει ότι το να ανέβεις τα σκαλιά της εκκλησίας ή του δηµαρχείου, ανάλογα, αυτή η τόσο φορτισµένη συµβολικά πράξη αποκτάει µια νέα δυναµική ύστερα από δεκαετίες αµφισβήτησης. Ειδικά στα ’70s, όπου το να είσαι παντρεµένη ισοδυναµούσε µε µια αληθινά desperate housewife, αφού έµοιαζε να καταρρέει το ίδιο το νόηµα της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας. Ίσως επειδή οι γυναίκες είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν τους δρόµους, συνειδητοποιώντας ότι µπορούν τελικά να καταφέρουν αρκετά πράγµατα και µόνες τους. Από εκεί ξεκίνησε όλη η ιστορία. Μπορώ να καταφέρω τα πάντα µόνη µου. Σαν αµοιβάδα. Ο ιππότης µε την πανοπλία, αυτός που ονειρευόµουν µικρή, έχει εξαφανιστεί ως διά µαγείας από το νοητικό µου χάρτη. Όχι επειδή πραγµατικά τον θέλω στη γωνία. Αλλά επειδή έτσι επιτάσσει η κοινωνική συνθήκη. Οι άνδρες σε µια σειρά, οι γυναίκες σε µια άλλη. Τα παράλληλα σπανίως διασταυρώνονται. Αυτός ο κακώς εννοούµενος φεµινισµός υποτίθεται ότι σήµερα έχει αµβλυνθεί. Αρκετά. Μπορεί επιτέλους ο ιππότης να βγει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας και να γονατίσει µπροστά σου είτε για να σου φιλήσει είτε για να σου ζητήσει το χέρι. «Αµερικανιά» αλλά µε διεθνές αντίκρισµα. Σήµερα δεν διστάζεις να δείξεις στον άλλο ότι, ναι, µπορεί και να τον έχεις ανάγκη. Ή µήπως όχι; Μια φίλη µου προτιµάει να της κοπεί σύρριζα το µεσαίο δάχτυλο παρά να παραδεχτεί στο φίλο της, τον οποίο υπεραγαπάει, ότι τον βλέπει και για παραπέρα. Ότι αυτός είναι που ήθελε µια ζωή, µε ακριβώς αυτά τα ελαττώµατα τα οποία εκείνη θα µπορούσε άνετα να ανεχτεί και µε τα προτερήµατα που επιτέλους βρήκε ύστερα από χρόνια ξεσκαρταρίσµατος. Είναι µαζί τρία χρόνια. Εκείνος, ίσως επειδή µπροστά στην πεισµατική αυτοσυγκράτηση της φίλης µου έχει γίνει πιο επιφυλακτικός στην εξωτερίκευση των συναισθηµάτων του, δεν έχει φέρει ποτέ την κουβέντα σε κοινό µέλλον. Ούτε εκείνη, βέβαια. Μου είχε πει αρκετές φορές ότι δεν την ενδιαφέρει και ιδιαίτερα το όλο θέµα. «Όπου πάει». Εγώ ήξερα όµως ότι η όχι – και – τόσο – εµµονική σουφραζέτα που καθόταν απέναντί µου απλά φοβόταν. Την απόρριψη. Ή ότι µπορεί να γινόταν «ρεζίλι» αν ανέφερε πρώτη εκείνη το θέµα µιας πιθανής συµβίωσης, ενός γάµου, ενός παιδιού ή όλα αυτά µαζί. Ή, ακόµα χειρότερα, µήπως φαινόταν «Κατίνα». Η λέξη «Κατίνα» τελικά έχει γίνει κάτι σαν την καραµέλα.
Ποντικοπαγίδα
Με έχουν προσβάλει µε το χειρότερο τρόπο γύρω από αυτό ακριβώς το θέµα. Ήµουν σε µια σχέση για αρκετά χρόνια. Λίγο πριν αποφασίσω να φύγω στο εξωτερικό για το µεταπτυχιακό µου εκείνος µου ζήτησε να µείνω, να µη φύγω. Για να παντρευτούµε. τον αγαπούσα πολύ. Αλλά του είπα ότι αποκλείεται, αν ήθελε µετά, πολύ ευχαρίστως. Όταν γύρισα ένα χρόνο αργότερα εκείνος δεν ήρθε να µε πάρει από το αεροδρόµιο. Και όταν τελικά τον συνάντησα ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Απόµακρος. Ειρωνικός. Σχεδόν εχθρικός. Δεν είχα αναφέρει τίποτα για τον υποτιθέµενο επικείµενο γάµο µας. Δεν πρόλαβα. Μια µέρα που έβρεχε µε ρώτησε κοιτάζοντας αλλού, «τώρα εσύ δηλαδή γύρισες για να µε «τυλίξεις»;» Κανονικά θα έπρεπε να του κοπανήσω µε δύναµη στο κεφάλι την οµπρέλα που κρατούσα. Και µετά να τον ρωτήσω ποιος νόµιζε ότι ήταν. Με ποιο δικαίωµα µε πρόσβαλε έτσι. Και ότι αν ήθελα να τον παντρευτώ σώνει και καλά, απλούστατα, δεν θα είχα φύγει. Την πρόταση την είχα ήδη. Αλλά δεν είπα τίποτα. Ήµουν φοβερά σοκαρισµένη και συνέχισα να είµαι για τα επόµενα δύο χρόνια. Ήταν το πιο σουρεαλιστικό και συγχρόνως κωµικοτραγικό πράγµα που µου συνέβη ποτέ σε ερωτική σχέση. Φαίνεται ότι πολλοί άνδρες µε το που περνούν τα 30 αρχίζουν να υποψιάζονται πως όλες οι γυναίκες, ακόµα κι εκείνες που δεν ήταν ποτέ κολληµένες πάνω τους, πάνε να τους κουκουλώσουν. Εκτός ίσως από αυτές που είναι ακόµα 22 (γι’ αυτό και καταλήγουν συνήθως σε αυτές για κάποιο διάστηµα). Εποµένως αυτό το απόλυτα φυσιολογικό συναίσθηµα που µπορεί να νιώσει µια γυναίκα, η επιθυµία για τη δηµιουργία της «φωλιάς», υποβιβάζεται αρκετά συχνά σε κάτι άλλο. Άσχηµο. Με πολλές και υποχθόνιες ρίζες. Θέλει κατά βάθος οπωσδήποτε να παγιδεύσει τον άλλο. Να τον χωρίσει µετά, αφού του φάει τα λεφτά. Να της κάνει παιδί (και µετά πάλι να τον χωρίσει). Ή έχει βαρεθεί να δουλεύει. Ας τη ζει πια κάποιος άλλος µετά τους γονείς της. Αλλά εκείνος δεν είναι διατεθειµένος να της κάνει έτσι απλά το χατίρι. Όχι, δεν είναι.
Για αρκετό καιρό µετά απωθούσα όποιον άνδρα µε πλησίαζε. Αν άρχιζα µια νέα σχέση µήπως κατέληγε άραγε και πάλι εκεί; Στα ίδια λόγια; Μέχρι τη στιγµή που γνώρισα κάποιον ο οποίος στους δύο πρώτους µήνες που ήµαστε µαζί µου είπε µε το πιο φυσικό ύφος του κόσµου κάτι αυτονόητο: «Ταιριάζουµε πολύ, θα έπρεπε να παντρευτούµε εµείς οι δύο». Τότε µόνο ξεµπλόκαρα εντελώς και έγινα πάλι µια γυναίκα που δεν φοβάται να αναµετρηθεί µε την εξίσωση «κορίτσι συναντάει αγόρι και ζουν παντρεµένοι καλά και για πάντα». Τόσο απλά.
Το σκανδιναβικό µοντέλο
Τώρα βέβαια, ύστερα από τόσα χρόνια, έχω καταλήξει πως εκείνος που διατάραξε για λίγο την προσωπική µου κατάσταση πραγµάτων δεν εννοούσε πραγµατικά τα όσα είπε. Και κυρίως δεν το έκανε επίτηδες. Απλά, όπως και η φίλη µου, φοβόταν. Το µεγάλο βήµα. Τις ευθύνες. Την πιθανότητα µιας αποτυχίας. Το πού θα τον πήγαινε αυτό στη ζωή του και γιατί. Και όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, µε µαθηµατική ακρίβεια, τόσο χειρότερα θα αντιδρούσε στο τέλος. Ένας γάµος προφανώς και δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ειδικά αν κάποιος έχει βιώσει από πρώτο χέρι τις άσχηµες πλευρές του. Μέσα από τη δική του οικογένεια. Μια άλλη φίλη, οι γονείς της οποίας χώρισαν όταν εκείνη ήταν 12 ετών, δεν είναι µεν εναντίον του γάµου αλλά, από την άλλη, θεωρεί το όλο θέµα σαν κάτι το οποίο δεν πρέπει να συζητάµε και πολύ. Δεν την έχω ακούσει ποτέ να προφέρει τη λέξη γάµος ή τα παράγωγά της. Τα αναφέρει πάντα µε κωδικούς. «Δεν είναι πολύ ωραία αυτή η φωτογραφία της µητέρας µου µε το άσπρο της φόρεµα έξω από την εκκλησία;» Ή «ο πατέρας µου, όταν πήγε µε τη µητέρα µου να κάνουν αυτό το πράγµα…» Ο γάµος ήταν γι’ αυτήν ένα πράγµα. Αν µετατρέπεις κάτι στο ουδέτερο γένος δεν µπορεί και να σε βλάψει το ίδιο συναισθηµατικά όσο αν παρέµενε αρσενικό ή θηλυκό, έτσι δεν είναι; Και υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι, αν και το θέλουν, αυτό το πράγµα µπορεί να τους βλάψει. Έστω µακροπρόθεσµα. Είτε επειδή οι γονείς τους δεν ήταν καλά µεταξύ τους είτε επειδή ο κολλητός τους χώρισε και είναι χάλια είτε επειδή βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση ηλικίας είτε επειδή είναι φύσει ανασφαλείς. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που πραγµατικά δεν ενδιαφέρονται να παντρευτούν. Για τους συγκεκριµένους ο γαµήλιος θεσµός είναι ταµπού από την ανάποδη. Μιλούν συνέχεια γι’ αυτόν, συνήθως απαξιώνοντάς τον. Έχω γνωρίσει αρκετές γυναίκες που ενσυνείδητα δεν θέλουν να κάνουν αυτό το βήµα. Ή θέλουν να κάνουν ένα παιδί χωρίς όµως να παντρευτούν. Αλλά όταν αναφέρονται σχετικά έχω παρατηρήσει πως εξακολουθούν να αντιµετωπίζουν το όλο πλαίσιο σαν κάτι που τις εµποδίζει να χαρούν αυτή την απόφασή τους. Σπάνια έχω βρει κάποια που να είναι πραγµατικά οκ µε αυτό. Να είναι χαλαρή. Να µην έχει πρόβληµα µε το γάµο, απλά να µην αφορά το θέµα την ίδια. Συνήθως πρέπει να αποδοµήσει πρώτα όλο το συγκεκριµένο θεσµικό οικοδόµηµα και πάνω στα ερείπια πια να στοιχειοθετήσει τη δική της, πιο φιλελεύθερη άποψη.
Ίσως επειδή εδώ, παρά τις προόδους που έχουν γίνει (πλέον αν έχεις περάσει τα 37 και δεν είσαι παντρεµένη δεν κρεµιέσαι απαραίτητα στο ράφι), δεν είµαστε ακόµα Σουηδία ή κάποια άλλη παρόµοια χώρα όπου δεν «χρειάζεται» να παντρευτείς. Ο γάµος εκεί δεν είναι ένα ακόµα ταµπού που πρέπει να καταρριφθεί. Δεν συνυπάρχει µε την έννοια του κοινωνικού καταναγκασµού, έστω και ενδελεχώς κρυµµένου. Οπότε η παραπάνω επίθεση είναι ουσιαστικά άµυνα απέναντι στο κατεστηµένο. Γιατί όσο κι αν εσύ έχεις αποφασίσει να µείνεις αδέσµευτο πουλί, δεν έχει αποφασίσει το ίδιο και η µαµά σου. Οι θείες σου. Οι συνάδελφοί σου στο γραφείο. Ακόµα κι αν είσαι απολύτως εντάξει µε τον εαυτό σου ως προς αυτή την απόφαση, οι υπόλοιποι δεν σε αφήνουν να τη χαρείς. Το ξανασκέφτηκες καλά; Τελικά συµπεριφέρεσαι όπως ένα παιδί που οµολογεί µια αταξία στη µητέρα του προκειµένου να φύγει το βάρος από πάνω του, να µεταφερθεί σ’ εκείνη. Κι εκείνη αναγκαστικά, κάποια στιγµή, να του δώσει σιωπηρά άφεση αµαρτιών.
Πάντα αντιηλιακό
Υπάρχουν µάλλον αρκετοί λόγοι για να θεωρείται ο γάµος ακόµα ταµπού. Και αρκετά διαζύγια που το επικυρώνουν. Από την άλλη, για να υπάρχουν τόσο πολλά σηµαίνει ότι έχουν προϋπάρξει και οι αντίστοιχοι γαµήλιοι όρκοι. «Οι άνθρωποι συνεχίζουν και παντρεύονται, τελικά», µονολόγησε µια φίλη όταν τον περασµένο µήνα της ήρθαν τρεις προσκλήσεις µαζεµένες. Κάποιος έχει πει we are becoming so global, we are going global. Συγκριτικά, όσο πιο πολύ εκµοντερνίζεσαι τόσο πιο πολύ θέλεις και να γυρνάς σε παραδοσιακούς τρόπους ζωής. Το πρόβληµα είναι –και γι’ αυτό ίσως εξηγείται το τόσο µεγάλο ποσοστό διαζυγίων –ότι προσπαθούµε να εκσυγχρονίσουµε το αναχρονιστικό, έστω, µοντέλο του γάµου µε βάση νέους, πιο µοντέρνους όρους. Που τελικά ίσως αποδειχτούν ασύµβατοι µε το µοντέλο. Ένα είναι σίγουρο: παρ’ ότι δεν µπορούµε καν να προφέρουµε τη λέξη που αρχίζει από Γ (ή τουλάχιστον µε τον ενθουσιασµο που πραγµατικά νιώθουµε για να µη µας χαρακτηρίσουν οπισθοδροµικές, συντηρητικές κ. λπ.), εξακολουθεί να υπάρχει στο βάθος του µυαλού µας. Ίσως σαν ένας ακόµα στόχος που θέλουµε να κατακτήσουµε. Όπως τότε που θέλαµε να περάσουµε στις πανελλήνιες. Να πάρουµε τα διπλώµατα των τάδε ξένων γλωσσών. Να ταξιδέψουµε στην Αργεντινή ή σε όποιο άλλο µέρος στοίχειωνε τα όνειρά µας από παιδιά. Να κάνουµε τουλάχιστον πέντε από αυτά που βρίσκονται στη λίστα Πράγµατα Που Πρέπει Να Κάνω Πριν Φτάσω Τα Εβδοµήντα. Πάντα µε κίνδυνο αποτυχίας. Να µην καταφέρουµε κάτι από αυτά. Ή τίποτε από αυτά. Να µην περάσουµε στις εξετάσεις. Να µην πάρουµε δίπλωµα ξένων γλωσσών. Να µην ταξιδέψουµε ποτέ τόσο µακριά γιατί τελικά ανακαλύψαµε ότι τρέµουµε τα αεροπλάνα. Να µην παντρευτούµε. Ή, ακόµα κι αν το κάνουµε, στο τέλος να χωρίσουµε. Όλα τα παραπάνω µπορούν άνετα να χωρέσουν στην κατηγορία ταµπού. Γιατί αν δεν καταφέρουµε να τα υλοποιήσουµε και µάλιστα στην καλύτερη δυνατή µορφή τους νιώθουµε αποτυχηµένοι. Εποµένως από την αρχή τα θεοποιούµε. Τα βάζουµε πολύ πιο ψηλά απ’ ο, τι θα έπρεπε, ενώ κανονικά είναι πολύ πιο προσεγγίσιµα. Αρκεί να βγάλουµε το περιτύλιγµα και να τα αντιµετωπίσουµε όπως πραγµατικά είναι. Σαν την ίδια τη ζωή. Σαν µια ιστορία που επαναλαµβάνεται. Δεν είναι τυχαίο που ο γάµος είναι και πάλι της µόδας. Αν και αυτή η έκφραση του αφαιρεί ίσως το πιο ουσιαστικό του στοιχείο, εκείνο της µονιµότητας. Η επιθυµία να έχεις δικό σου τον άλλο, να δηµιουργήσεις µαζί του µια σταθερή ζωή, έστω και τυπικά, είναι τόσο παλιά. Όσο βέβαια και η επιθυµία να δηµιουργήσεις κάτι αντίστοιχο χωρίς το γαµήλιο εµβατήριο και τα συνακόλουθά του. Είσαι εντάξει, οµως, ο, τι και να επιλέξεις. Όπως φυσικά έχεις το δικαίωµα να παλέψεις γι’ αυτό. Έστω κι αν κάποιοι σε πουν «Κατίνα». Ή «µεταφεµινίστρια» (ακόµα χειρότερο ίσως). Στο πώς θα το οριοθετήσεις, παραδοσιακά ή µη, δεν έχει θέση τελικά κανένα ταµπού.
Ή, όπως λέει και ο Μπαζ Λούρµαν στο τραγούδι Always Wear Sunscreen, «µπορεί και να παντρευτείς, µπορεί και όχι. Μπορεί να κάνεις παιδιά, µπορεί και όχι. Μπορεί να χωρίσεις στα 40 σου, αλλά µπορεί και να χορεύεις µε το ταίρι σου στην 75η επέτειο του γάµου σας. ο, τι κι αν κάνεις, µη συγχαίρεις και πολύ τον εαυτό σου ούτε το αντίθετο. Οι επιλογές σου έχουν 50-50 πιθανότητες επιτυχίας. Το ίδιο και οποιουδήποτε άλλου».
gamos.gr