Η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια πικρή αλήθεια που πλέον κανένα πολιτικό αφήγημα δεν μπορεί να συγκαλύψει: Η ακρίβεια συνεχίζει το καταστροφικό της έργο. Η μάχη αυτή, όχι μόνο δεν κερδήθηκε, αλλά εγκαταλείφθηκε αμαχητί.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες του περί «αυτορρύθμισης της αγοράς» και στην απροθυμία της να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα, επέτρεψε τη μετατροπή της πληθωριστικής κρίσης σε μια μόνιμη κατάσταση λεηλασίας του εισοδήματος των πολιτών.
Το «από το χωράφι, στο ράφι» πλέον δεν περιγράφει μια εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά την «διαδρομή του χρήματος» σε ένα σύστημα που επιτρέπει στα καρτέλ να θησαυρίζουν εις βάρος παραγωγών και καταναλωτών, υπό το διακριτικό βλέμμα του Μαξίμου.
Η κατάρρευση του αφηγήματος περί «εισαγόμενης ακρίβειας»
Επί μία τριετία, το βασικό επιχείρημα του οικονομικού επιτελείου ήταν πως η ακρίβεια είναι ένα «παγκόσμιο φαινόμενο». Ωστόσο, τα δεδομένα του 2025 από τη Eurostat διαλύουν αυτό το άλλοθι.
Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη οι τιμές στα τρόφιμα άρχισαν να αποκλιμακώνονται ουσιαστικά, ακολουθώντας την πτώση του ενεργειακού κόστους, στην Ελλάδα οι τιμές τράβηξαν την ανηφόρα ή παγιώθηκαν στα ιστορικά υψηλά τους.
Η κυβέρνηση αρνείται να συγκρουστεί με τα ολιγοπώλια και αρκείται σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα
Το 2025 αποδείχθηκε το έτος που η ακρίβεια έγινε «ελληνική ιδιαιτερότητα». Η κυβέρνηση απέτυχε να εξηγήσει πώς γίνεται η Ελλάδα, μια χώρα με πρωτογενή παραγωγή, να έχει ακριβότερο γάλα και φέτα στο ράφι από χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που εισάγουν τα προϊόντα μας.
Η απάντηση είναι απλή, αλλά πολιτικά επώδυνη: Απουσία ελέγχου και πολιτική βούληση προστασίας της κερδοφορίας των λίγων.
Η κοροϊδία των «Pass» και των «Καλαθιών»
Αντί για δομικές παρεμβάσεις στην αγορά, η κυβέρνηση επέλεξε εξαρχής την πολιτική των επιδομάτων και των επικοινωνιακών τρικ. Το «Καλάθι του Νοικοκυριού», το οποίο τελικά καταργήθηκε σιωπηρά στα τέλη του φθινοπώρου του 2025, αφού είχε ήδη απαξιωθεί από τους καταναλωτές, λειτούργησε ως προπέτασμα καπνού.
Στην πραγματικότητα, τα μέτρα αυτά δεν χτύπησαν την ακρίβεια στη ρίζα της. Αντιθέτως:
Νομιμοποίησαν τις αυξήσεις: Έδωσαν το «πράσινο φως» στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να διατηρούν ψηλά τις τιμές, αρκεί να παρουσιάζουν εικονικές εκπτώσεις σε ελάχιστα προϊόντα χαμηλής ποιότητας.
Επιδότησαν την κερδοσκοπία: Τα διάφορα «Pass» (Market Pass κ.λπ.) δεν ήταν τίποτε άλλο από κρατικό χρήμα που κατέληξε απευθείας στα ταμεία των σούπερ μάρκετ και των βιομηχανιών τροφίμων, χωρίς να πιέζονται να ρίξουν τις τιμές τους.
Ο αγρότης φτωχαίνει, ο μεταπράτης πλουτίζει
Το μεγαλύτερο έγκλημα της οικονομικής πολιτικής του 2025 συντελείται στην ύπαιθρο. Η κυβέρνηση παρακολουθεί αμέτοχη την απόλυτη στρέβλωση της αγοράς: Οι τιμές παραγωγού κατακρημνίζονται, αλλά οι τιμές στο ράφι καλπάζουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των αγροτικών συνεταιρισμών:
Τα εσπεριδοειδή και τα πυρηνόκαρπα πωλήθηκαν από το χωράφι σε εξευτελιστικές τιμές, συχνά κάτω του κόστους καλλιέργειας, λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών και του κόστους ενέργειας.
Το ελαιόλαδο, αν και είδε διόρθωση στην τιμή παραγωγού προς τα κάτω στα τέλη του 2025, παρέμεινε «χρυσάφι» για τον καταναλωτή.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι η κυβέρνηση αρνήθηκε πεισματικά να παρέμβει στη μεσαία βαθμίδα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Οι χονδρέμποροι και οι μεσάζοντες λειτουργούν σε καθεστώς πλήρους ασυδοσίας.
Το περίφημο νομοσχέδιο για τον έλεγχο των περιθωρίων κέρδους αποδείχθηκε κενό γράμμα, καθώς οι ελεγκτικοί μηχανισμοί (ΔΙΜΕΑ) είναι υποστελεχωμένοι, ενώ τα πρόστιμα που επιβάλλονται είναι «χάδια» μπροστά στα υπερκέρδη εκατομμυρίων που αποκομίζουν οι εταιρείες.
Η αδράνεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Η κριτική βαραίνει και τους θεσμούς που θα έπρεπε να προστατεύουν τον πολίτη. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025, κινήθηκε με ρυθμούς χελώνας.
Ενώ υπήρχαν καταγγελίες για εναρμονισμένες πρακτικές και καρτέλ σε βασικά είδη διατροφής (γαλακτοκομικά, βρεφικό γάλα, απορρυπαντικά), οι έρευνες καθυστερούσαν ή κατέληγαν σε πορίσματα χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο.
Η κυβέρνηση φέρει την απόλυτη ευθύνη για αυτή την κατάσταση. Αντί να ενισχύσει την ανεξάρτητη αυτή Αρχή και να απαιτήσει άμεσα αποτελέσματα, επέτρεψε να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η αγορά είναι «μπάτε σκύλοι αλέστε». Η έλλειψη πολιτικής πίεσης προς τα ολιγοπώλια ερμηνεύεται από την αγορά ως σιωπηρή αποδοχή της κερδοσκοπίας.
«Πληθωρισμός της απληστίας» με κυβερνητική υπογραφή
Το φαινόμενο που κυριάρχησε το 2025 είναι ο λεγόμενος «πληθωρισμός της απληστίας». Οι πολυεθνικές και οι μεγάλες εγχώριες βιομηχανίες τροφίμων αύξησαν τα περιθώρια κέρδους τους πολύ περισσότερο από όσο δικαιολογούσε η αύξηση του κόστους παραγωγής.
Η κυβέρνηση είχε στα χέρια της εργαλεία για να το καταπολεμήσει:
Μείωση του ΦΠΑ: Αρνήθηκε πεισματικά τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, ένα μέτρο που εφάρμοσαν με επιτυχία άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ισπανία, Πορτογαλία). Το επιχείρημα πως «η μείωση δεν θα περάσει στον καταναλωτή» αποτελεί ομολογία αποτυχίας του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού.
Πραγματικό πλαφόν: Αντί για πλαφόν στο περιθώριο κέρδους (που μαγειρεύεται λογιστικά), θα μπορούσε να επιβάλει διατίμηση σε συγκεκριμένα είδη πρώτης ανάγκης σε περιόδους κρίσης, κάτι που το Σύνταγμα επιτρέπει.
Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση επέλεξε να γεμίζει τα κρατικά ταμεία μέσω των υψηλών εσόδων από τον ΦΠΑ (αφού οι τιμές ανέβαιναν, τα έσοδα από τον ΦΠΑ αυξάνονταν), αδιαφορώντας για την αφαίμαξη των νοικοκυριών. Πρόκειται για μια κυνική πολιτική αναδιανομής πλούτου από τους πολλούς και φτωχούς προς το κράτος και τους λίγους ισχυρούς του λιανεμπορίου.
Πίνακας: Η «εικονική πραγματικότητα» της κυβέρνησης vs η «αλήθεια» του ραφιού (2024-2025)
Κυβερνητική υπόσχεση/αφήγημα – Η πραγματικότητα (Δεκέμβριος 2025)
«Η ακρίβεια είναι εισαγόμενη και παροδική» – Η Ελλάδα κατέγραψε αρνητικό πληθωρισμό στις τιμές παραγωγού (-0,1%), αλλά οι τιμές στο ράφι συνέχισαν να αυξάνονται. Η ακρίβεια έγινε εγχώρια και δομική, τροφοδοτούμενη από τα καρτέλ.
«Το “Καλάθι του Νοικοκυριού” θα προστατέψει τους ευάλωτους» – Το μέτρο καταργήθηκε σιωπηρά στα τέλη του ’25. Οδήγησε σε αύξηση τιμών στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, μειώνοντας τις ποιοτικές επιλογές των φτωχότερων στρωμάτων.
«Οι μειώσεις στο λάδι θα φανούν με τη νέα σοδειά» – Παρά την κατάρρευση της τιμής παραγωγού (από 9€ στα 5€), η τιμή στο ράφι παρέμεινε «κολλημένη» στα 9-10€, με τη δικαιολογία των «παλαιών αποθεμάτων».
«Μείωση ΦΠΑ δεν θα περάσει στον καταναλωτή» – Χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία που μείωσαν τον ΦΠΑ είδαν άμεση αποκλιμάκωση. Η άρνηση της κυβέρνησης λειτούργησε ως μηχανισμός είσπραξης υπερ-εσόδων για το κράτος εις βάρος του πολίτη.
«Θα τσακίσουμε την αισχροκέρδεια με πρόστιμα» – Τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ήταν ελάχιστα σε σχέση με τα υπερκέρδη (λιγότερο από το 0,5% του τζίρου). Οι πολυεθνικές τα ενέταξαν απλώς ως «λειτουργικό κόστος».
«Οι μισθοί θα αυξηθούν ταχύτερα από τον πληθωρισμό» – Η ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού εξανεμίστηκε από τον πληθωρισμό των τροφίμων (που τρέχει με διπλάσιο ρυθμό από τον γενικό δείκτη), μειώνοντας την πραγματική αγοραστική δύναμη.
Μια πολιτική επιλογή
Η ακρίβεια στα ράφια των σούπερ μάρκετ δεν είναι, το λοιπόν, ένα ατύχημα ή αποτέλεσμα διεθνών συγκυριών. Είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μιας επιλογής που βάζει την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων πάνω από την επιβίωση του νοικοκυριού.
Το «από το χωράφι, στο ράφι» έχει μετατραπεί σε μια διαδρομή αισχροκέρδειας, όπου ο παραγωγός εκβιάζεται και ο καταναλωτής ληστεύεται, με το Μαξίμου να παίζει τον ρόλο του τροχονόμου των συμφερόντων.
Όσο η κυβέρνηση αρνείται να συγκρουστεί με τα ολιγοπώλια και αρκείται σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, οι τιμές θα συνεχίσουν να εκτοξεύονται, και το τραπέζι του ελληνικού νοικοκυριού θα γίνεται ολοένα και και πιο φτωχό.