Ο πλανήτης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα παράδοξο ενεργειακό φαινόμενο. Ενώ δεκάδες χώρες στρέφονται ξανά στην πυρηνική ενέργεια για να απαντήσουν στη ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρισμού –που ενισχύεται από τα κέντρα δεδομένων και την ψηφιακή οικονομία– η βιομηχανία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: το ουράνιο δεν επαρκεί.
Σύμφωνα με την World Nuclear Association, η παγκόσμια ζήτηση για ουράνιο θα αυξηθεί κατά 28% ως το 2030 και θα διπλασιαστεί έως το 2040, φτάνοντας τους 150.000 τόνους. Την ίδια στιγμή, η παραγωγή από τα σημερινά ορυχεία αναμένεται να μειωθεί στο μισό μέσα στις επόμενες δεκαετίες, δημιουργώντας ένα έλλειμμα που ήδη προεξοφλούν οι αγορές. Η Goldman Sachs προβλέπει «τρύπα» 17.500 τόνων ως το 2030 και περίπου 100.000 τόνων το 2045.
Η γεωγραφία του ουρανίου
Η εξάρτηση από λίγους προμηθευτές κάνει την κατάσταση ακόμη πιο περίπλοκη. Το 80% του ουρανίου προέρχεται σήμερα από το Καζακστάν, με την κρατική Kazatomprom να ανακοινώνει περικοπές λόγω εξάντλησης αποθεμάτων. Παράλληλα, η καναδική Cameco και άλλοι μεγάλοι παραγωγοί προειδοποιούν ότι οι γηρασμένες εγκαταστάσεις δεν αποδίδουν πλέον τα ίδια. Ο διευθύνων σύμβουλος της Energy Fuels, Μαρκ Τσάλμερς, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Όλο το οικοσύστημα χρειάζεται ισορροπία – και δεν την έχει».
Η αβεβαιότητα αυτή αντικατοπτρίζεται στις τιμές: από τα 20-30 δολάρια η λίβρα πριν από μια δεκαετία, το ουράνιο έφτασε να ξεπερνά τα 100 δολάρια το 2024, πριν υποχωρήσει στα περίπου 76 δολάρια σήμερα.
Η «χαμένη δεκαετία» και οι καθυστερήσεις
Η ειρωνεία είναι πως ουράνιο υπάρχει. Το «κόκκινο βιβλίο» της ΟΟΣΑ/NEA υπολογίζει τα παγκόσμια ανακτήσιμα αποθέματα σε 7,9 εκατομμύρια τόνους, αρκετά για να στηρίξουν την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας μέχρι και μετά το 2050. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: η υποεπένδυση. Μετά το σοκ της Φουκουσίμα το 2011, οι επενδύσεις σε εξόρυξη και επεξεργασία κατέρρευσαν. Σήμερα, η δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων ανέρχεται μόλις στα 850 εκατ. δολάρια ετησίως – ποσό ανεπαρκές μπροστά στις ανάγκες.
Η ανάπτυξη μιας νέας μεταλλευτικής εγκατάστασης μπορεί να διαρκέσει 15 χρόνια, χρόνος που καθιστά τον προγραμματισμό δύσκολο και αποθαρρύνει επενδυτές που αναζητούν άμεση απόδοση. Έτσι, ενώ ήδη κατασκευάζονται 60 νέοι αντιδραστήρες παγκοσμίως, το «καύσιμο» που θα τους κινήσει δεν είναι εξασφαλισμένο.
Μια νέα ενεργειακή σκακιέρα
Η «επιστροφή» της πυρηνικής ενέργειας έχει έντονη γεωπολιτική διάσταση. ΗΠΑ, Κίνα, Ευρώπη και Ιαπωνία βλέπουν την πυρηνική ενέργεια όχι μόνο ως απάντηση στην κλιματική κρίση, αλλά και ως στρατηγικό όπλο ενεργειακής ανεξαρτησίας. Η Ιαπωνία, μάλιστα, επαναφέρει στο δίκτυο αντιδραστήρες που είχαν κλείσει μετά το 2011, θέτοντας ως στόχο το 20% του ενεργειακού μείγματος.
Ενδεικτικό της νέας εποχής είναι η συμφωνία της Microsoft για την αναβίωση της μονάδας Three Mile Island, που είχε συνδεθεί με το μεγαλύτερο πυρηνικό ατύχημα πριν από το Τσερνόμπιλ. Οι κολοσσοί της τεχνολογίας, πιεσμένοι από τις τεράστιες ανάγκες ηλεκτρισμού που απαιτούν τα data centers και η τεχνητή νοημοσύνη, στρέφονται πλέον στην πυρηνική ενέργεια ως «πράσινη» λύση.
Το μέλλον: ευκαιρία ή αδιέξοδο;
Η πρόκληση είναι σαφής: είτε θα υπάρξει ένα νέο κύμα επενδύσεων σε έρευνα, εξόρυξη και τεχνολογίες επεξεργασίας, είτε η αναγέννηση της πυρηνικής ενέργειας θα σκοντάψει σε έλλειψη καυσίμου. Αν η βιομηχανία δεν κινηθεί άμεσα, η δεκαετία που έρχεται μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική.
Σε έναν κόσμο που επιδιώκει ενεργειακή ασφάλεια και μείωση εκπομπών, το ουράνιο κινδυνεύει να γίνει το νέο «στρατηγικό ορυκτό», αντίστοιχο με το λίθιο ή το κοβάλτιο. Η πυρηνική φλόγα ίσως να ανάψει ξανά, αλλά μένει να φανεί αν θα βρεθεί αρκετό καύσιμο για να τη διατηρήσει ζωντανή. Ουράνιο (δεν) υπάρχει…