Δεν θα μιλήσω άλλο για τα βιβλία του Ταχτσή, παρ’ όλο που ξέρω ότι παραλείπω πολύ σημαντικές πλευρές του έργου του: τον τρόπο που προσέγγισε την πρόσφατη ιστορία και την κοινωνική πραγματικότητα του τόπου, διαθλώντας τις μέσα από την καθημερινή ζωή των προσώπων του, κάνοντας μιαν εκπληκτική ανατομία της ελληνικής οικογένειας — αυτού του ιδιωτικού «εμφυλίου πολέμου», όπως την ονόμασε ο ίδιος. Άλλοι έχουν ασχοληθεί πολύ πιο έμπειρα από μένα μ’ αυτά τα θέματα. Ο σκοπός μου άλλωστε δεν ήταν καθόλου να κάνω μια αξιολόγηση του έργου του Ταχτσή, αλλά —όπως είπα στην αρχή— να βρω κάποιο νήμα που να φωτίσει την περίεργη αντίθεση ανάμεσα στο έργο και τον άνθρωπο. Είναι μια αντίθεση που την υπαινίσσεται ο ίδιος στη συνέντευξη που περιλαμβάνεται στη Γιαγιά μου η Αθήνα. Η σχέση του με τη λογοτεχνία ήταν κάθε άλλο παρά απλή. Λέει σ’ αυτή τη συνέντευξη: «Δεν μ’ άρεσε να ’μαι μόνο ένα πράμα και τίποτ’ άλλο. Μ’ ενοχλεί ακόμα και τώρα όταν μου κολλάνε τον τίτλο του συγγραφέα […], το αισθάνομαι σαν περιορισμό». Και αλλού λέει: «Το τρίτο στεφάνι και Τα ρέστα δεν είναι όλη μου η αλήθεια». Η «άλλη» αλήθεια του ίσως να συνοψίζεται (αν γίνεται να συνοψισθεί) σε μια φράση πιο κάτω: «…θα ’θελα, αν ήταν δυνατό, μ’ ένα σώμα, να ζήσω εκατομμύρια ζωές — όσο ακόμα το έχω αυτό το σώμα. Είναι μια συνεχής και πολύ εξαντλητική αναζήτηση του απόλυτου μέσ’ απ’ την ταύτιση με μια τεράστια και συνεχώς ανανεούμενη μάζα […]». Και καταλήγει: «Το γράψιμο, τα βιβλία, η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη, είναι ένα μελαγχολικό υποκατάστατο».
Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να δηλώσει στην επόμενη κιόλας σελίδα: «Μόνο όταν γράφω είμαι αληθινά ευτυχισμένος, μόνο τότε γίνεται μέσα μου, σα σε χωνευτήρι, η σύνθεση, η ανασυγκόλληση του κατατεμαχισμένου εαυτού μου». Βλέπουμε δηλαδή ιδιαίτερα καθαρά εδώ τη σύγκρουση ανάμεσα στον άνθρωπο που θέλει να γνωρίσει, ν’ απορροφήσει όλη την ποικίλη, ανεξάντλητη μάζα της ζωής, και το λογοτέχνη που γυρεύει να δαμάσει, να ελέγξει, να δώσει μορφή σ’ αυτή τη μάζα. Κι αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί από τη μια μεριά έχουμε μια γραφή που ρέει με θαυμαστή άνεση, με σιγουριά και πειθαρχία, με οξυδέρκεια και νηφαλιότητα, ακόμα και μέσα στο πάθος —μια γραφή χυμώδης, αλλά φιλτραρισμένη, χωρίς κανένα κατακάθι—, ενώ από την άλλη μεριά έχουμε έναν άνθρωπο που δεν τον χαρακτήριζε καμιά απ’ αυτές τις ιδιότητες. Άνετος μέσα στο πετσί του δεν ήταν, ούτε σίγουρος, ούτε πειθαρχημένος. Έδινε την εντύπωση ενός παρορμητικού ανθρώπου, με έντονες επιθετικές αντιδράσεις. Είχε την έμμονη ιδέα ότι τον καταδιώκουν, τον μισούν.
Σ’ ένα άλλο γράμμα του, το 1962, μου έγραφε: «Είμαι ένα απροστάτευτο ζώο που το κυνήγι του επιτρέπεται όλο το χρόνο». Και πιο κάτω: «Έτσι, μ’ αυταπάτες, ψευδαισθήσεις, με καλές ελπίδες, απογοητεύσεις και φανταστικές δονκιχωτικές εκδικήσεις ατρώτων εχθρών, που είναι στην πραγματικότητα φίλοι, περνάει σιγά-σιγά η ζωή μου». Έτσι, τις κοινωνικές συναλλαγές του τις σημάδευαν συχνές, και οξείες, προστριβές. Δεν πιστεύω πως αυτό οφειλόταν μόνο στην ομοφυλοφιλία του. Από νωρίς τον κατέτρυχε μια κοινωνική ανασφάλεια — και το ερώτημα αν η κοινωνική ανασφάλεια προερχόταν από την ομοφυλοφιλία ή αν προϋπήρχε, είναι δύσκολο να βρει απάντηση. Ο ίδιος, πάντως, λέει στη συνέντευξή του: «…αυτή η υπερευαισθησία [μου] χρωμάτισε από την αρχή τις κοινωνικές μου σχέσεις, τις μπέρδεψε αφάνταστα, τις μπερδεύει ακόμα». Αναζητούσε την κοινωνική καταξίωση, και συγχρόνως έκανε ό,τι μπορούσε για να την υπονομεύσει. Ταπεινόφρων και υπερφίαλος, τρυφερός και βίαιος, ενθουσιώδης και κυνικός — ξανά και ξανά φανερωνόταν αυτή η αντιφατικότητα.
Δεν φοβάμαι να μιλήσω για τις αρνητικές πλευρές του Κώστα. Αν μπορούν να θεωρηθούν ελαττώματα, είναι τα ελαττώματα των αρετών του — το τίμημα των αρετών του. Κι έπειτα ξέρω πολύ καλά ότι είναι ανίσχυρα να παραμορφώσουν την τελική εικόνα του, να επέμβουν έστω και ελάχιστα στην αγάπη που του είχα — που του έχω. Θέλω απλώς να μετρήσω το εύρος του μυστηριώδους χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στο συγγραφέα και το έργο του —που υπάρχει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάμεσα σε κάθε συγγραφέα και το έργο του—, γιατί εκεί μέσα συντελείται η μεταμόρφωση, η θαυματουργή διαδικασία της τέχνης. Διερωτώμαι μήπως τα κείμενα του Ταχτσή, το σπάνιο αυτό εκχύλισμα, δεν μπορούσαν παρά να εξαχθούν από το ετερόκλητο, συγκρουόμενο, αφάνταστα πολύπλοκο ανθρώπινο υλικό που ήταν ο Κώστας, και μήπως η διαφορά ανάμεσά τους είναι και το μέτρο της τέχνης του. Μια φράση πάλι από ένα γράμμα του 1962 είναι ίσως ενδεικτική: «Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, είμαι αδύνατος. Χρειάζομαι κάποια εξωτερική τάξη. Εγώ μάλιστα περισσότερο από πολλούς. Αρκετό χάος έχω μέσα μου».
[…]
Παρατηρώ εκ των υστέρων πως και ανάμεσα στους δυο μας υπήρχε η ίδια αντίφαση: η αντίφαση δηλαδή που χώριζε την καθαρά ανθρώπινη σχέση μας, με τους συχνούς καβγάδες και τις παρεξηγήσεις, και τη «συναδελφική», ας πούμε, σχέση μας: λες και η λογοτεχνία ήταν μια ουδέτερη, αλλά όχι ανενεργή, ζώνη, όπου ο Κώστας ξεπερνούσε τον ταραχώδη εαυτό του και όπου καταλάγιαζαν τα πάθη του.
Ένα από τα τελευταία τηλεφωνήματα που μου έκανε ανήκε σ’ αυτό το δεύτερο είδος σχέσης. Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα αργά τη νύχτα — ήθελε, λέει, να μου διαβάσει ένα ποίημα που μόλις είχε ανακαλύψει και τον είχε συγκλονίσει. Τώρα που το σκέφτομαι, όμως, το τηλεφώνημα κατά κάποιο τρόπο συμφιλίωνε και τις δύο όψεις του Κώστα: η ευδαιμονία εκείνης της στιγμής δεν ήταν μονάχα του συγγραφέα που απολαμβάνει ένα κείμενο, αλλά και του φίλου που μοιράζεται αυτή την απόλαυση.
[…]
Για τους μεταγενέστερους θα συντελεστεί κάποτε η ταύτιση των δύο όψεων: ο Κώστας Ταχτσής, απαλλαγμένος από την επικαιρότητα, θα είναι τα βιβλία του. Όφελος ή απώλεια; Αδικία ή δικαίωση; Εγώ πάντως παραχωρώ χωρίς δυσκολία την καθαρότερη προοπτική των μεταγενέστερων, κρατώντας σαν ακριβό προνόμιο το ότι υπήρξα σύγχρονή του.
*Αποσπάσματα από ομιλία («Μνημόσυνο», ο τίτλος της) που είχε εκφωνήσει η διακεκριμένη συγγραφέας και μεταφράστρια Καίη Τσιτσέλη (1926-2001) σε εκδήλωση που είχε οργανώσει τον Απρίλιο του 1989 η Εταιρεία Συγγραφέων εις μνήμην του μέλους της Κώστα Ταχτσή. Στην ίδια εκδήλωση είχε μιλήσει για τον Κώστα Ταχτσή (και τα ποιήματά του) και ο Ανδρέας Αγγελάκης.
Η Καίη Τσιτσέλη
Ο Κώστας Ταχτσής, πεζογράφος, ποιητής και μεταφραστής, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 1988.
Το ποιητικό έργο του κινείται στο πλαίσιο της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του.
Ο Κώστας Ταχτσής μαζί με την Καίη Τσιτσέλη
Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι», μια ευφυής, ρεαλιστική και συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών.
Μαζί με τη μητέρα του και τη γιαγιά του, τη μόνη γυναίκα που αγάπησε («ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 8.9.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του, καθώς και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.
Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου (του Δ. Μελίτα) είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 8ης Σεπτεμβρίου 1988.
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.