Λούλα LeBlanc: Ένα γλυκό ταξίδι στις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων
Ο Στέργιος Πάσχος επιστρέφει με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Λούλα LeBlanc» και μας ταξιδεύει σε νεανικούς έρωτες, ανέμελες στιγμές και οικογενειακά τραπέζια.
Με μια δραματική κομεντί επιστρέφει στις σκοτεινές αίθουσες ο Στέργιος Πάσχος, Ο σκηνοθέτης των ταινιών «Άφτερλωβ» και «Ο Τελευταίος Ταξιτζής», έρχεται με την ταινία «Λούλα LeBlanc» – ένα φιλμ γεμάτο ρομαντικό, που μας θυμίζει όσα έχουμε ζήσει ως παιδιά.
Οικογενειακές μαζώξεις, έρωτες και χωρισμοί, η αγάπη για τους παππούδες, οι κόντρες με τις μαμάδες, η σχεδόν ανόητη αμηχανία των αγοριών και τις γυναίκες που ονειρευόμαστε.
Λίγα λόγια για την υπόθεση της ταινίας
26 Σεπτεμβρίου 1999 Ο Αλέκος είναι νεκρός. Η έφηβη εγγονή του, Μαργαρίτα, αρνείται πεισματικά να πάει στην κηδεία και εκμεταλλεύεται την απουσία των γονιών της για να οργανώσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι στο σπίτι.
Τρεις μέρες πριν Χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται για το τελευταίο του βράδυ, ο Αλέκος παρευρίσκεται σε μια συγκέντρωση παλιών φίλων με αφορμή τα γενέθλια της Λούλας, του πρώτου του έρωτα, η οποία τώρα πάσχει από άνοια.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Πάντα ένιωθα ότι υπάρχουν οι ταινίες που δημιουργεί κάποιος και οι ταινίες που του συμβαίνουν. Η Λούλα ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία. Από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι τα γυρίσματα, όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα, με πολλά εμπόδια και ελάχιστα χρήματα, αλλά με έναν ούριο άνεμο που μας παρέσερνε και με ένα αίσθημα μέσα μου πως, όσες αναποδιές κι αν τύχουν, στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Το έργο έμοιαζε, με έναν μαγικό τρόπο, να φτιάχνεται μόνο του. Για κάθε ακύρωση ή αναποδιά που συναντούσαμε, μας περίμενε μια λύση στη γωνία – τις περισσότερες φορές, καλύτερη από τον αρχικό σχεδιασμό.
Ήταν οι μήνες της δεύτερης καραντίνας. Φτάναμε κάθε φορά στον χώρο και ένιωθα ότι συμμετέχουμε σε μια μυσταγωγία τελείως δική μας, ενώ η πόλη κοιμόταν. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, ξύπνησα με πόνους σε όλο μου το σώμα. Πήρα τηλέφωνο τον Κουτσαλιάρη και μου είπε κι εκείνος πως αυτά τα γυρίσματα ήταν ό,τι πιο δύσκολο είχε φέρει εις πέρας μέχρι τότε. Όλο το γύρισμα κράτησε δεκατέσσερις μέρες. Έπρεπε να γίνουν πάρα πολλά, πάρα πολύ γρήγορα, και σε αυτές τις συνθήκες είτε καταρρέεις είτε αφήνεις κατά μέρους τις διανοητικές διεργασίες και εμπιστεύεσαι απόλυτα το ένστικτο της στιγμής. Ευτυχώς για εμάς, συντονιστήκαμε όλοι στο δεύτερο. Όταν ξεκίνησε το μοντάζ, ένιωθα σαν εξερευνητής ενός κρυφού, ψιθυριστού παραληρήματος. Ακόμα το νιώθω και ελπίζω πως και ο θεατής θα γίνει κοινωνός του.