Μουσική δωματίου με τον Λεωνίδα Καβάκο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Συνδεδεμένος με το Μέγαρο Μουσικής από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του, ο Λεωνίδας Καβάκος συμμετέχει στα 20ά του γενέθλια με μουσική δωματίου Ρώσων συνθετών, παρέα με δυο ξεχωριστούς και ομόγλωσσους μουσικούς της γενιάς του, τον τσελίστα Γκοτιέ Καπυσόν και τον πιανίστα Νικολά Ανγκελίς. Για τη γιορτή του Μεγάρου, απόψε στις 8:30 το βράδυ (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), επέλεξαν έργα Σοστακόβιτς, Προκόφιεφ και Τσαϊκόφσκι.
Συνδεδεμένος με το Μέγαρο Μουσικής από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του, ο Λεωνίδας Καβάκος συμμετέχει στα 20ά του γενέθλια, με μουσική δωματίου Ρώσων συνθετών, παρέα με δυο ξεχωριστούς και ομόγλωσσους μουσικούς της γενιάς του, τον τσελίστα Γκοτιέ Καπυσόν και τον πιανίστα Νικολά Ανγκελίς.
Για τη γιορτή του Μεγάρου, απόψε στις 8:30 το βράδυ (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), επέλεξαν: το Πιάνο Τρίο Νο1, έργο 8, του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, τη Σονάτα για βιολί και πιάνο, Νο1, έργο 80, του Σεργκέι Προκόφιεφ και το Πιάνο Τρίο, έργο 50, του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.
Οι τρεις τους έχουν κοινές διαδρομές, έχουν πολλές φορές μοιραστεί την ίδια σκηνή, έχουν ηχογραφήσει δίσκους και έχουν κατακτήσει ένα κοινό μουσικό ιδίωμα, που μετατρέπει τις εμφανίσεις τους σε έναν απολαυστικό διάλογο οργάνων και ταμπεραμέντων.
«Οι εμφανίσεις μου στο Μέγαρο Μουσικής μου χαρίζουν μοναδικά αισθήματα» λέει ο Λεωνίδας Καβάκος, που ήταν πολύ νέος, αλλά ήδη πολυβραβευμένος, όταν το 1991 το Μέγαρο «άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο της κλασσικής μουσικής» και έγινε για τον ίδιο ένα δικό του σπίτι, όπου επιστρέφει συχνά και διαρκώς, ενώ στο παρελθόν υπήρξε υπεύθυνος και για κύκλους του προγράμματός του.
«Δύσκολα θα συναντήσουμε σήμερα βιολιστή που οι έξοχες και εύπλαστες μελωδίες του βιολιού του μπορούν να ακουστούν ξεκάθαρα μέσα από τον ήχο μιας μεγάλης ορχήστρας» έγραψε πριν από λίγο καιρό η βρετανική εφημερίδα «The Telegraph».
Επίσης, οι «New York Times», μετά την πρόσφατη εμφάνισή του στο Κοντσέρτο για βιολί του Τσαϊκόφσκι με την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και τον Ραφαέλ Φρύμπεκ ντε Μπούργος στο πόντιουμ, θαύμασαν «την εσωτερικότητα, τη διαύγεια, την κομψότητα και τη δραματική ένταση του ήχου του».