Τη νύχτα του Σαββάτου 30 Δεκεμβρίου 1944 απεβίωσε στην οικία του, στο χωριό Vézelay της κεντρικής Γαλλίας, ο φημισμένος γάλλος συγγραφέας Ρομαίν Ρολάν (Romain Rolland), σε ηλικία 78 ετών.
Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Ρολάν είχε επισκεφθεί τον εκδότη του στο Παρίσι, προκειμένου να κάνει τις τελικές διορθώσεις στο τελευταίο του βιβλίο, μια ενδελεχή μελέτη για τον Σαρλ Πεγκί (Charles Péguy), το σημαντικό λογοτέχνη και μυστικιστή φιλόσοφο, που είχε πέσει στο πεδίο της μάχης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Διάσημος ιδεαλιστής, ειρηνιστής και άνθρωπος των γραμμάτων, ο γεννημένος στις 29 Ιανουαρίου 1866 Ρολάν υπήρξε ο ατρόμητος υπερασπιστής των κατατρεγμένων κάθε χώρας, εκφράζοντας δημόσια τις πεποιθήσεις του με συγγραφικό οίστρο και απόλυτη ειλικρίνεια.
Έγινε περισσότερο γνωστός με το πολύτομο μυθιστόρημά του «Ζαν-Κριστόφ» (Jean-Christophe), που εκδόθηκε μεταξύ των ετών 1904 και 1912 και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα ευγενέστερα έργα μυθοπλασίας του περασμένου αιώνα. Το έργο αυτό συνδυάζει τη βαθύτερη ψυχολογική ερμηνεία και τα πιο δραματικά επεισόδια με τις ολοζώντανες περιγραφές, τη μοναδική λυρική έξαρση και το αριστοτεχνικό ύφος.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ρολάν προσπάθησε να επιτύχει την ένωση των διανοουμένων της Ευρώπης προωθώντας το ιδεώδες της αδέσμευτης συνείδησης, που βρίσκεται υπεράνω των όποιων στρατιωτικών αντιπαραθέσεων και ένοπλων συγκρούσεων.
Η αντίληψη αυτή τον κατέστησε ιδιαίτερα αντιδημοφιλή στην πατρίδα του και σε άλλες Συμμαχικές χώρες, γεγονός που τον υποχρέωσε να εγκατασταθεί επί ένα σχεδόν τέταρτο του αιώνα στην Ελβετία. Επέστρεψε τελικά στη Γαλλία το 1938· το 1939, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου —τον οποίον είχε προβλέψει και για τον οποίον είχε απευθύνει προειδοποιήσεις—, εγκατέλειψε την ειρηνιστική ιδεολογία του και τάχθηκε στο πλευρό της Γαλλικής Δημοκρατίας στον αγώνα της υπέρ της ελευθερίας και κατά της εξάπλωσης της ναζιστικής τυραννίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Πολύ νωρίτερα, στην πρώιμη νεότητά του, ο Ρολάν είχε τη φιλοδοξία να ακολουθήσει μουσική καριέρα. Όμως, το 1886 έγινε δεκτός στην École Normale Supérieure των Παρισίων, όπου ήλθε σε επαφή με τα έργα των Βάγκνερ και Τολστόι — σύμφωνα με δική του δήλωση, οι δύο αυτοί μεγάλοι άνδρες μαζί με τον Σαίξπηρ συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Ύστερα από μια επιτυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας δίδαξε ιστορία της τέχνης και ιστορία της μουσικής, ο Ρολάν στράφηκε στη δραματουργία. Συνέγραψε μάλιστα έναν κύκλο θεατρικών έργων με θέμα τη Γαλλική Επανάσταση, που είχαν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση του δραματουργικού ταλέντου του από τον κόσμο.
Ο Ρολάν τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1915 χάρη προπάντων «στα ευγενή ιδανικά της λογοτεχνικής παραγωγής του». Είναι ασφαλώς αξιοσημείωτο ότι ο νομπελίστας λογοτέχνης διέθεσε το χρηματικό ποσό που συνόδευε το βραβείο του για την ανακούφιση των θυμάτων του τρομακτικού πολέμου εκείνης της περιόδου.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Ρολάν συμμερίστηκε πολλές από τις διακηρυγμένες θέσεις του νέου σοβιετικού καθεστώτος και κατέστη επίτιμο μέλος της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών, χωρίς πάντως να παύσει ποτέ να απευθύνει αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τους σοβιετικούς ηγέτες για ανοχή της διαφορετικότητας και αποφυγή αιματοχυσιών.
Εξάλλου, ο Ρολάν υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του Μαχάτμα Γκάντι —έγραψε και τη βιογραφία του— και σφοδρός επικριτής του Χίτλερ και του ναζισμού.
Ο Ρομαίν Ρολάν έγραψε πολυάριθμα μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ιστορικά και κριτικά δοκίμια, καθώς και βιογραφίες, παραμένοντας αταλάντευτος στις αρχές της ελευθερίας και του σεβασμού του ανθρώπινου πνεύματος.
Αφετηρία της παράστασης «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν» είναι η προσέγγιση του ρόλου του πατέρα και του αποτυπώματος που αφήνει στις επόμενες γενιές.