Πρόσφατα έγινε «viral» βίντεο με Τούρκο ανταποκριτή που η κάμερα τον συνέλλαβε να λέει ότι «η Τουρκία δεν κέρδισε τίποτα» από τη συνάντηση του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Πράγματι, ίσως είναι έτσι. Ε και;
«Μια καλή φωτογράφιση και απλά να τσεπώσουν όποια μικρά κέρδη μπορεί να αφήνει ευχαριστημένες τις δυο πλευρές», σύμφωνα με τον Ντιμίταρ Μπετσέφ διευθυντή στο Πρόγραμμα Dahrendorf στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Τούρκος ηγέτης επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, έτοιμος να κάνει κι άλλο γεωπολιτικό «ντιλ» με τον «πολύτιμο φίλο» του, τον Τραμπ.
Αλλά το γεγονός ότι οι συνομιλίες απέδωσαν τόσο λίγα υπογραμμίζει πόσο αποκλίνουν οι ΗΠΑ και η Τουρκία, λέει ο Μπετσέφ σε ανάλυσή του στο Foreign Policy.
«Η πραγματικότητα είναι ότι τα προβλήματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι ‘ενσωματωμένα’ και οι δυνατότητες για ρήξεις είναι μικρές» λέει ο Μετσέφ . Για τον ίδιο, τα διακυβεύματα δεν είναι πια τόσο μεγάλα και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι πολύ πιο «άνευρες» συγκριτικά με την πρώτη θητεία.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση στην ανάλυση του ειδικού είναι ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία δεν χρειάζονται πια η μία την άλλη όσο στο παρελθόν.
«Η Άγκυρα δεν χρειάζεται τη στήριξη των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία όπως στον Ψυχρό Πόλεμο. Ούτε η Ουάσιγκτον υπολογίζει στην Τουρκία για τον περιορισμό της Ρωσίας ή ως εταίρο στη Μέση Ανατολή» λέει και προσθέτει ότι ο «Τραμπ μπορεί να θέλει τη στήριξη της Τουρκίας για να υλοποιήσει ορισμένους από τους (διαρκώς μεταβαλλόμενους) στόχους του στην περιοχή, αλλά έχει πολλούς άλλους εταίρους στη γειτονιά».
Αυτή την τουρκική «άνεση» ο Μπετσέφ την αποδίδει στο γεγονός ότι η Τουρκία, πλέον έχει προσαρμοστεί καλά σε έναν πολυπολικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από μειωμένη αμερικανική επιρροή. Για τον Ερντογάν, το μεγαλύτερο όφελος της επίσκεψης ήταν να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Τραμπ στήριζε την καταστολή του κατά του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Ωστόσο, η αυταρχική πορεία του Ερντογάν θα συνέβαινε ούτως ή άλλως.
Δύσκολο να τα βρούν στη Γάζα
Γιατί όμως οδηγήθηκαν οι αμερικανοτουρκικές σε σημείο που ούτε το «ειδύλλιο» του Ερντογάν με τον Τραμπ ούτε τα ανοίγματά του προς τη Δύση δεν αρκούν για να παραγάγουν μια πραγματική προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ.
Πρώτον, για τον Μπετσέφ υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι Τουρκία και ΗΠΑ μπορούν να συνεργαστούν στο ζήτημα της Γάζας. Ο Ερντογάν επέμεινε μετά τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο ότι Τούρκοι αξιωματούχοι κατέληξαν σε κοινή κατανόηση με τον Τραμπ, αλλά ο Τραμπ δεν το επιβεβαίωσε. Παραμένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
Τέλος, ο ακριβής ρόλος που θα διαδραμάτιζε η Τουρκία μετά από μια ενδεχόμενη κατάπαυση του πυρός παραμένει ασαφής: το Ισραήλ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την τουρκική εμπλοκή και η Άγκυρα μπορεί να δυσαρεστηθεί αν βρεθεί σε υποδεέστερη θέση από αυτή των χωρών του Κόλπου.
Το ρωσικό αέριο είναι πιο ισχυρό
Δεύτερον, η Τουρκία δεν θα διακόψει τους ενεργειακούς δεσμούς με τη Ρωσία για να αναπροσανατολιστεί προς τις ΗΠΑ — ένα από τα βασικά αιτήματα του Τραμπ. Βεβαίως, η BOTAS, η τουρκική κρατικά ελεγχόμενη επιχείρηση φυσικού αερίου, υπέγραψε 20ετές συμβόλαιο για αμερικανικό LNG λίγο πριν από την επίσκεψη του Ερντογάν.
Όμως τα 4 δισ. κυβικά μέτρα αερίου ετησίως που καλύπτει η συμφωνία είναι περίπου το ένα πέμπτο όσων εισάγει ετησίως η Τουρκία από τη Ρωσία μέσω των αγωγών TurkStream και Blue Stream. Όπως και σε άλλα συμβόλαια της BOTAS, η συμφωνία LNG με τις ΗΠΑ λειτουργεί ως ασπίδα έναντι μελλοντικών διαταραχών και διακυμάνσεων τιμών παρά ως αντικατάσταση των ρωσικών ποσοτήτων.
Επιπλέον, η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει τις μακρόχρονες φιλοδοξίες της να μεταπωλεί ρωσικό αέριο σε άλλους πελάτες στην Ευρώπη. Οι εταιρείες της έχουν ήδη αποκομίσει αρκετά κέρδη αγοράζοντας αργό από τη Ρωσία και διοχετεύοντας διυλισμένα προϊόντα σε χώρες της ΕΕ.
Όλα αυτά, λέει ο ειδικός, καθιστούν δύσκολο να αναπροσανατολιστεί ο Ερντογάν ενεργειακά προς τις ΗΠΑ, αφήνοντας τη Ρωσία.
Το ίδιο ισχύει και για το μνημόνιο κατανόησης για την πολιτική πυρηνική ενέργεια που υπογράφηκε στη διάρκεια της επίσκεψης του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, συνεχίζει ο Μπετσέφ. «Όσο κι αν οι ΗΠΑ θέλουν μερίδιο στην τουρκική αγορά, το γεγονός παραμένει ότι το μοναδικό υφιστάμενο πυρηνικό εργοστάσιο της Τουρκίας, το Ακούγιου, κατασκευάζεται και θα λειτουργεί από θυγατρική της ρωσικής Rosatom και αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία έως το 2028. Η πρόοδος σε οποιοδήποτε νέο, αμερικανικής κατασκευής εργοστάσιο θα ήταν αργή. Η αβεβαιότητα για τη χρηματοδότηση και τις τιμές ενέργειας θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιάσει το έργο πριν καταστεί οικονομικά βιώσιμο».
Θολό το τοπίο για F-35
Τρίτον, ο ερευνητής στην Οξφόρδη σημειώνει ότι παρά τον αισιόδοξο τόνο και τις νύξεις του Τραμπ ότι η Τουρκία μπορεί να αγοράσει F-35, οι συνομιλίες του με τον Ερντογάν πέτυχαν ελάχιστα στο ζήτημα αυτό.
«Δομικά εμπόδια, όπως οι αμερικανικές κυρώσεις στην Τουρκία για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, παραμένουν σε ισχύ. Δεν υπάρχει κρίσιμη μάζα υποστήριξης στο Κογκρέσο των ΗΠΑ για να ανάψει πράσινο φως στην επανεκκίνηση της συνεργασίας με την τουρκική υπηρεσία αμυντικών προμηθειών».
Μπορεί η μείωση ορισμένων δασμών στις αμερικανικές εισαγωγές και η φερόμενη προσφορά για αγορά εκατοντάδων αεροσκαφών Boeing από την Τουρκία να δελεάζουν τον Ερντογάν, αλλά όχι και το Καπιτώλιο.