Ευδοκία: Γιατί είναι η πιο σημαντική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου – Το ζεϊμπέκικο, η κραυγή, η χούντα
Με αφορμή την προβολή της ταινίας Ευδοκία σε αποκατεστημένη κόπια στον ιστορικό κινηματογράφο Ριβιέρα, μια υπενθύμιση γιατί το αριστούργημα του δωρικού Αλέξη Δαμιανού θεωρείται από πολλούς η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών
Όταν η Ευδοκία του σπουδαίου Αλέξη Δαμιανού, αυτή η τραγική ως αρχαίο δράμα ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μια νεαρή πόρνη, την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου), και έναν λοχία του στρατού (Γιώργος Κουτούζης) προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν κέρδισε κάποιο βραβείο. Τότε, το 1971, ο παράφορος έρωτας που τσακίστηκε από την πίεση μιας κοινωνίας που τιμωρεί παραβάτες των άγραφων κανόνων της, θεωρήθηκε επίθεση στους καιρούς και τους επιλεγμένους ήρωες τους.
Μέσα στα χρόνια, το έργο που ξεπερνά τα όρια της ερωτικής ιστορίας και μετατρέπεται σε ένα καυστικό, αλληγορικό σχόλιο για την ελληνική κοινωνία της εποχής της δικτατορίας, τον μιλιταρισμό και την καταπίεση κέρδισε κοινό, κριτικούς και θεωρείται μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου για μυριάδες λόγους. Κάποιοι βέβαια είχαν ήδη εκτιμήσει όσα ο Αλέξης Δαμιανός έφερε στο σκοτάδι της αίθουσας.
«Το γεγονός και μόνο πως τούτη η ταινία σε υποχρεώνει να σκεφτείς πολύ και σοβαρά, της δίνει αυτόματα μια ποιότητα εξαιρετικά δυσεύρετη στον ελληνικό κινηματογράφο» είχε γράψει ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο Σύγχρονο Κινηματογράφος (τ.16 – 1971) ενώ ο Κώστας Σταματίου, στα Νέα (14/12/1971) σημείωνε:
«Πρέπει να έχεις κουλτούρα, να έχεις ασκηθεί πολύ στον εντοπισμό της “ελληνικότητας”, και αισθητική που να πηγάζει από τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη και τον Καραγκιόζη, για να δεις το τοπίο της αθηναϊκής συνοικίας, όπως το είδε ο Δαμιανός στην Ευδοκία».
Ενα εξαιρετικό δείγμα «νεωτερικότητας και παράδοσης», δίπλα στην Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου και το Προξενιό της Άννας του Παντελή Βούλγαρη, «ο Δαμιανός αναλύει με τον καλύτερο τρόπο την πορεία μιας καταπιεστικής αστικής κοινωνίας» σημείωσε ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης. «Με τρόπο έντονα ρεαλιστικό, από τον οποίο όμως δεν λείπει η ποίηση και ο λυρισμός (φτάνει να θυμηθούμε τη σκηνή του “απελευθερωτικού” χορού του φαντάρου ή εκείνη με το φαντάρο να σπρώχνει την στην κούνια, σε μια εκδρομή τους στο βουνό), με μια εκπληκτική “γήινη” δύναμη που μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα της γης, ο Δαμιανός φτιάχνει μιαν από τις πιο όμορφες, συγκλονιστικές, μαζί και ποιητικές, ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου» ενώ ο Γιάννης Σολδάτος, στο πολύτομο έργο του Η ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, χαρακτηρίζει την Ευδοκία ως «απόλυτη» ταινία, που «δεν σηκώνει αντιρρήσεις».
Η ταινία, με τη δωρική της διαύγεια και την αφηγηματική της απλότητα, αποτέλεσε μια ριζική απομάκρυνση από την καθιερωμένη κινηματογραφική γλώσσα, εστιάζοντας στο περιθώριο και αφηγούμενη μια εναλλακτική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας από τη βάση. Είναι αυτός ο λόγος που η Ευδοκία έμεινε τόσο ανθεκτική στο χρόνο;
Ήρωες-σύμβολα
Για τους κεντρικούς ρόλους, ο Αλέξης Δαμιανός δεν επέλεξε επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά δύο νέα παιδιά που δεν είχαν καμία σχέση με την υποκριτική. Τον Γιώργο Κουτούζη, έναν νεαρό οικοδόμο από την Καβάλα, τον βρήκε τυχαία σε έναν καβγά στη Νέα Ερυθραία. Όταν τον είδε να σηκώνει ένα μηχανάκι για να αμυνθεί, είχε βρει τον λοχία του.
Ο Κουτούζης, που είχε απολυθεί πρόσφατα από φαντάρος, πείστηκε από το όραμα του σκηνοθέτη και δέχτηκε τον ρόλο. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του, έχει δηλώσει ότι η φτώχεια δεν του άφησε πολλά περιθώρια για σπουδές και για θέατρο. Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία του ήταν μοναδική, κερδίζοντας την αναγνώριση κοινού και κριτικών, παρόλο που δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την υποκριτική.
Η Μαρία Βασιλείου, η πρωταγωνίστρια της ταινίας, ήταν μια Κύπρια που ζούσε στο Λονδίνο. Η γυναίκα του Δαμιανού, Άρτεμις, την ανακάλυψε τυχαία και της πρότεινε τον ρόλο. Η Βασιλείου, με τη δυναμική της ερμηνείας της, απέδωσε τέλεια την αντισυμβατική ηρωίδα, που ακόμα και σήμερα αποτελεί πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης. Ωστόσο, λόγω της κυπριακής της προφοράς, ο Δαμιανός αποφάσισε να τη ντουμπλάρει με τη βραχνή φωνή της Ελένης Ροδά συμβάλλοντας καθοριστικά στην ερμηνεία της Βασιλείου.
Παρά τη μεγάλη επιτυχία της, η Μαρία Βασιλείου εξαφανίστηκε από τον κινηματογραφικό χώρο. Επέστρεψε στο Λονδίνο, παντρεύτηκε και πέθανε το 1989.
Ζεϊμπέκικο ψυχής
Η ταινία έγινε διάσημη για το ζεϊμπέκικο που χορεύει ο λοχίας, μια σκηνή που θεωρείται μια από τις εμβληματικότερες σκηνές του ελληνικού σινεμά με το χορό να είναι σχεδόν υπαρξιακή κραυγή. Η ιστορία πίσω από τη δημιουργία της μουσικής επένδυσης είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, σχεδόν τόσο όσο και το συνολικό κινηματογραφικό επίτευγμα του Δαμιανού που με τρεις μόλις ταινίες έγραψε το δικό του κεφάλαιο στην πολιτιστική παραγωγή του νέου ελληνικού κινηματογράφου πέρα από γκλίτερ και ευπώλητες φλυαρίες.
Ο σκηνοθέτης αρχικά είχε γυρίσει τη σκηνή με τον Γιώργο Κουτούζη να χορεύει την Άτακτη του Μάρκου Βαμβακάρη, καθώς δεν είχε βρει ακόμα συνθέτη.
Ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που υποδυόταν τον νταβατζή της Ευδοκίας, πρότεινε στον Δαμιανό έναν νέο, ταλαντούχο συνθέτη – τον Μάνο Λοΐζο – ο οποίος θα έγραφε το τραγούδι με μικρή αμοιβή. Ο Λοΐζος, αφού είδε τη σκηνή, έγραψε τη μελωδία του ζεϊμπέκικου εμπνευσμένος από βυζαντινά μοτίβα που έψαλε ο ίδιος ο Δαμιανός για να τον καθοδηγήσει, «καθαγιάζοντας» την εμβληματική δημιουργία. Ένα ζεϊμπέκικο ως ελεγεία για τον πόνο και το θέλω της ελευθερίας και της ανάτασης -εις μάτην.
Στην ηχογράφηση, έπεισε τον Θανάση Πολυκανδριώτη να παίξει με έναν παλιό τζουρά αντί για μπουζούκι, για πιο αυθεντικό ήχο. Ο άγνωστος τότε Λοΐζος ζήτησε από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να γράψει στίχους για το κομμάτι, αλλά εκείνος, μαγεμένος από τη μελωδία, αρνήθηκε.
«Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια» είπε αφήνοντας το εμβληματικό ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας να αποπλανήσει το κοινό με τη δύναμη στις νότες του. Μια επιλογή που έκανε τη σκηνή αλλά και το κομμάτι άθραυστο στο χρόνο. Διαχρονικό, ισχυρό, κατάθεση ουσίας και ψυχής.
«Με ευλάβεια, για τη Μαρία»
«Έχω πει πολλές φορές ότι ήταν η Άτακτη του Βαμβακάρη» είχε γράψει στο Facebook του ο Κουτούζης που δεν θέλησε ποτέ να είναι ηθοποιός μετά από την Ευδοκία. Στην ανάρτηση του λέει την αληθινή ιστορία για το χορό-κραυγή.
«Η ταινία ήταν γυμνή ακόμα από μουσική. Ο μέγιστος Μάνος Λοΐζος είδε πράγματι πολλές φορές το πλάνο. Ξέρω μόνο ότι όταν είδα την ταινία κι άκουσα την μουσική, τινάχτηκα από το κάθισμα μου… σαν να με κτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Σκέφτηκα ότι σ’ εκείνο το ταβερνάκι της Κάτω Κηφισιάς αδίκησα το ζεϊμπέκικο, ένιωσα ότι έδωσα λίγα, παρόλο που δεν είχα ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο. Ξέρω μόνο πότε για πρώτη φορά το χόρεψα εγώ.
Ήταν όταν μετά την προβολή της ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1972 (το 1971 δεν ήμουν-ταξίδευα), μετά το βραδινό φαγητό με τον Αλέξη και την Μαρία ήμασταν καλεσμένοι σε δεξίωση στο Μακεδονία Παλλάς. Η Μαρία (η Ευδοκία της ταινίας) κι εγώ μακριά από αυτά, δεν πήγαμε. Προτιμήσαμε μια παμπ για ποτό και να τα πούμε σ’ ένα τραπεζάκι σε κάποια γωνία… Αργά, τις προχωρημένες ώρες, όταν άρχισε η ελληνική μουσική, έβαλαν και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.
Τότε η Μαρία μου είπε ‘Αυτό για μένα, Γιώργο…Για μένα την Μαρία’. Μπροστά της, με ευλάβεια θα ‘λεγα, ζεϊμπέκικο μόνο για κείνη. Κτυπούσε τα χέρια της και με τη δική της φωνή και το γέλιο της φώναζε ΄Παναγία μου’. Τότε το χόρεψα πρώτη φορά μπροστά στη Μαρία. Χωρίς κινηματογραφικές λήψεις, κάτι που ξεπέρασε κι έφυγε από τα όρια της ταινίας και που δεν είδε και δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο Αλέξης Δαμιανός… Έτσι, αυτό το ζεϊμπέκικο κανείς δεν ξέρει ποιος το χόρεψε πρώτη φορά, κανείς δεν έχει την πρωτιά. Όπως κάθε μύθος που έχει μαγεία, αυτή η μουσική του Μάνου Λοΐζου».
Στη λογοκρισία, επανάσταση
Η Ευδοκία αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με τη λογοκρισία της Χούντας. Σύμφωνα με την Άρτεμη Δαμιανού, τη σύζυγο του σκηνοθέτη, η ταινία είχε καταγγελθεί στο Επιτελείο ως «επαναστατικό» έργο που «διασύρει τον στρατό».
Οι ταγματάρχες και οι συνταγματάρχες έβλεπαν την ταινία, αλλά τελικά ενθουσιαζόντουσαν με τον «ακμαίο στρατό» που έβλεπαν. Τελικά, η Ευδοκία πίρε άδεια προβολής αλλά η ταινία προβλήθηκε πετσοκομένη και πέρασε απαρατήρητη.
Ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης σημειώνει ότι η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971 της αρνήθηκε το πρώτο βραβείο, παρόλο που θεωρούνταν φαβορί, λόγω του επαναστατικού της μηνύματος και της άρνησης συμβιβασμού του σκηνοθέτη. Μόνο μετά τη Μεταπολίτευση, το κοινό μπόρεσε να δει και να απολαύσει την ταινία στην ολοκληρωμένη της μορφή διεκδικώντας μια διαχρονική κληρονομιά.
Κάποια πλάνα από την ταινία είναι για πάντα ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των σινεφίλ. Η εξαιρετική φωτογραφία του Χρήστου Μάγκου ανέδειξαν τα πλάνα σε αποσπάσματα ιεροτελεστίας σε μια Ελλάδα άγονη που παλεύει να ανθίσει κάτω από το σκληρό λιοπύρι των συνταγματαρχών.
Ο έρωτας των νέων είναι ύβρις, το τέλος τραγικό. Λιτή, κουβαλώντας στο DNA της την αρχιτεκτονική δομή μιας σύγχρονης τραγωδίας, η ταινία προβλήθηκε στο 12o Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του αλλά με εξαίρεση το Βραβείο Ά Γυναικείου Ρόλου (Μάρω Βασιλείου), δεν δέχτηκε καλές κριτικές.
Το 1985 η ταινία του Αλέξη Δαμιανού δικαιώθηκε και θεσμικά με την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) να την ανακηρύσσει ως την σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Kραυγή Ελλάδας
Η Ευδοκία έγινε δικαίως ένα πολιτισμικό σύμβολο ως μια αλληγορία επανάστασης απέναντι στο κατεστημένο. Με συγκινητική αυθεντικότητα στους χαρακτήρες της και ωμό αλλά γεμάτο λυρικότητα ρεαλισμό, η Ευδοκία κατέκτησε τη θέση που της αξίζει. Οι απόκληροι του Δαμιανού είναι ήρωες σε ένα μοντάζ που εναλάσσεται με σκηνές σκληρότητας και τρυφερότητας σε ένα επίμονο μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στην ποίηση και τη βία με τα κορμιά τους ένα πεδίο μάζης.
Η ταινία του Δαμιανού μιλάει για πολλά περισσότερα από το σύνολο της φιλμογραφίας άλλων Ελλήνων δημιουργών. Ο Δαμιανός και η Ευδοκία του είναι ένα πολυπρισματικό σχόλιο για τη θέση της γυναίκας, το μιλιταρισμό στην καθημερινότητα, την επιβολή των κανόνων σε δύο τραγικούς ήρωες που ο έρωτας τους είναι ύβρη. Η Ευδοκία είναι πόρνη, δεν έχει δικαίωμα στην αγάπη. Ο λοχίας είναι στην υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν έχει δικαίωμα να ορίσει τη ζωή του. Ένας καταδικασμένος έρωτας στη λαιμητόμο μιας κοινωνίας που δεν επιτρέπει σε απόκληρους να είναι κομμάτι του άσπιλου ιστού της.
Η λογοκρισία από τη Χούντα της Ευδοκίας ως «αντίθετη στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» ήταν εύλογη. Ο Δαμιανός φυλακίστηκε ως «ενοχλητικός» και στην ατόφια ψυχή της ταινίας, η πόρνη και ο λοχίας γίνονται οι μάρτυρες μιας μετεμφυλιακής Ελλάδας που αποθέωσε τα πρέπει απέναντι στα θέλω.
Η Ευδοκία έχει ένα σκληρό, δίχως ίχνος κάθαρσης, φινάλε. Μέσα στα χρόνια, μισό αιώνα μετά, η κραυγή της αναζητάει τον αντίλαλο και το ερώτημα την απάντηση του. Είναι άραγε δυνατόν ο άνθρωπος να γευτεί ποτέ την αληθινή ελευθερία;
Ο Δαμιανός, μέσα από το μικρό σε όγκο έργο του, άφησε μια παρακαταθήκη που υπερβαίνει τον κινηματογράφο, λειτουργώντας ως αλληγορία για τον αγώνα του ανθρώπου να ξεφύγει από τα δεσμά της κοινωνίας και να διεκδικήσει την αυτοδιάθεση του.
«Να φτάσουμε στην ομολογία, στην ταπείνωση»
Ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, ο Αλέξης Δαμιανός σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΛΑΣ. Υπήρξε, μαζί με την Αλέκα Παΐζη και τον συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, ιδρυτικό μέλος του Λαϊκού Θεάτρου, συμμετείχε ως ηθοποιός στους Ενωμένους Καλλιτέχνες το 1946 και την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν.
Το 1948 ιδρύει το Πειραματικό Θέατρο όπου παρουσίασε και δικά του θεατρικά έργα ο Αλέξης Δαμιανός σκηνοθέτησε τρεις ταινίες μεγάλου μήκους [Μέχρι Το Πλοίο, Ευδοκία, Ηνίοχος] και πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών [Κλέφτης του Παντελή Βούλγαρη, Σύντομο Διάλειμμα του Ντίνου Κατσουρίδη, Φόβος του Κώστα Μανουσάκη κα.]. Πέθανε στις 4 Μαΐου του 2006.
Σε συνέντευξή του στο Παρασκήνιο το 1995, ο Αλέξης Δαμιανός είπε:
«Το θέμα είναι πόσο αγαπάμε αυτό τον τόπο. Πάμε να του βρούμε την ταυτότητά του, όλοι. Ψάχνουμε μια ταυτότητα όλοι μας, άλλοι πιο πολύ άλλοι λιγότερο, άλλοι με περισσότερα ελαττώματα άλλοι με λιγότερα.
Ανθρωπάκια του Θεού είμαστε όλοι. Τα επιτεύγματά μας δεν έχουν τόση σημασία. Σημασία έχει η μάχη του καθενός μας.
Πήραμε την συνταγή την ξένη και προσπαθήσαμε να την εφαρμόσουμε εδώ. Και γίναμε γελοίοι. Και την γελοιότητα αυτή την κάναμε αποδεκτή.
Από έναν λαό που τραγουδούσε τα δημοτικά τραγούδια, ένα λαό τόσο ερωτικό που πάλλεται, που τρέχει σαν το νεράκι. Όλες αυτές τις μνήμες για την καταγωγή πρέπει να τις ξυπνήσουμε.
Η λήθη που υπάρχει δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Πρέπει να φτάσουμε στην Αλήθεια που σημαίνει μη Λήθη, το στερητικό Α και τη Λήθη. Να φτάσουμε στην ομολογία, στην ταπείνωση. Και ν’ αγαπάμε, όποιος δεν αγαπά εκείνος χάνει».
Η Ευδοκία προβάλλεται στη Ριβιέρα σε πλήρως αποκατεστημένη ψηφιακή εντυπωσιακή κόπια. Κλείστε εισιτήρια για ένα ζεϊμπέκικο-κραυγή στο inTickets.