Μισθοί δύο «ταχυτήτων» στην Ελλάδα – Το βαθύ χάσμα των μισθολογικών αποκλίσεων
Οι μισθοί στην Ελλάδα έχουν ανοδική πορεία όμως η συνεχιζόμενη ακρίβεια ροκανίζει τις αυξήσεις. Στο μεταξύ, το χάσμα μεταξύ μισθωτών σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε μικρομεσαίες, παραμένει μεγάλο.
Οι μισθοί στην Ελλάδα βρίσκονται σε μια φάση σταδιακής ανόδου. Όμως, παρά τις αυξήσεις, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων βρίσκεται υπό πίεση και η χώρα μας παραμένει στις χαμηλές θέσεις της ΕΕ όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, αν και η απόσταση από τον μέσο όρο μειώνεται σταδιακά.
Στα 1.500 ευρώ θα κινηθεί ο μέσος ονομαστικός μισθός το 2027, ενώ ο κατώτατος μισθός θα ανέλθει το ίδιο έτος στα 950 ευρώ (από 880 ευρώ που είναι σήμερα).
Πολύ συχνά στην κυβέρνηση κάνουν λόγο για τον στόχο της επίτευξης μέσου μισθού 1.500 ευρώ έως την άνοιξη του 2027. Ωστόσο, ο ρυθμός με τον οποίο βελτιώνονται οι μισθολογικές αποδοχές των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα της χώρας είναι απελπιστικά αργός.
Η πιθανότητα να συμβεί αυτό είναι υπαρκτή αλλά όχι για τους πολλούς αλλά για τους λίγους και αυτό προφανώς έχει να κάνει με το βαθύ χάσμα των μισθολογικών αποκλίσεων.
Μεγάλες vs μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Από την ανάλυση των στοιχείων είναι εμφανές πως οι εργαζόμενοι σε μεγάλες εταιρείες απολαμβάνουν αισθητά υψηλότερες αμοιβές σε σχέση με εκείνους που απασχολούνται σε μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Κάπου εδώ θα πρέπει να επισημανθεί πως το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελούν περίπου το 95% φανερώνοντας τη βασική αιτία για το συνολικά χαμηλό επίπεδο μισθών στη χώρα.
Το μισθολογικό χάσμα που χωρίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τις μεγαλύτερες αγγίζει τα 500 ευρώ για τους άντρες και τα 350 ευρώ για τις γυναίκες.
Συγκεκριμένα ο μέσος μισθός για τους άνδρες τον Μάιο στην πρώτη κατηγορία έφτασε τα 1.550,23 ευρώ και για τις γυναίκες 1.346,40 ευρώ (μεικτά). Στον αντίποδα, οι μηνιαίες αποδοχές διαμορφώνονται στα 1.065,90 ευρώ για τους άντρες και στα 993,76 ευρώ για τις γυναίκες.
Σε προφανή δυσμενέστερη θέση ως προς το βιοτικό επίπεδο βρίσκονται οι 681.747 μισθωτοί που εργάζονται με μερική απασχόληση, καθώς ο μισθός τους ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 579 ευρώ.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το διαθέσιμο εισόδημα
Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για το 2024, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται στα 1.342 ευρώ μεικτά (1.049 ευρώ καθαρά). Προκύπτει, δε, ότι περίπου δύο στους τρεις εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα έχουν καθαρό μηνιαίο μισθό κάτω από 1.200 ευρώ μεικτά (956 ευρώ καθαρά). Για το 2025, ο μέσος μισθός εκτιμάται γύρω στα 1.400 ευρώ μεικτά.
Τα ποσά αυτά, αν και βελτιωμένα, δεν επαρκούν. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σταθμισμένο ως προς την αγοραστική δύναμη ανέρχεται στην Ελλάδα στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ενωσης, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία. Μεταξύ των 20 χωρών της ευρωζώνης (η Βουλγαρία μπαίνει στη νομισματική ένωση από το 2026), η Ελλάδα είναι τελευταία.
Σε ό,τι αφορά το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα (ο «μέσος» πολίτης, που έχει περισσότερα χρήματα από το 50% του πληθυσμού και λιγότερα από το άλλο 50%), τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, πάνω μόνο από την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Στην Ελλάδα υπολογίζεται στις 12.436 μονάδες αγοραστικής δύναμης, έναντι ευρωπαϊκού μ.ό. 21.245 μονάδων. Βουλγαρία και Ρουμανία τοποθετούνται ψηλότερα από τη χώρα μας, με περίπου 13.000 μονάδες έκαστη.
Οι βασικές-πάγιες δαπάνες, όπως είναι τα κόστη στέγασης (ενοίκιο, κοινόχρηστα, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, Ιnternet), το σουπερμάρκετ, το κινητό τηλέφωνο και η φορολογία αντιστοιχούν περίπου στα δύο τρίτα του μισθού: 59% για τα ζευγάρια και 66% για τους άγαμους. Αν σε αυτά προστεθούν και τα κόστη συντήρησης και χρήσης αυτοκινήτου, το ποσοστό φτάνει το 72% για τα ζευγάρια και το 78% για τους άγαμους.