Η Μελόνι γλείφει τα δάχτυλα της: Η ιταλική κουζίνα στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομικάς της UNESCO
Η Ιταλία είναι η πρώτη χώρα που αναγνωρίζεται για την κουζίνα της στο σύνολό της και όχι για μια μεμονωμένη παράδοση ή συνταγή και τον θρίαμβτο τον χρεώνεται απόλυτα η Τζόρτζια Μελόνι
Από τη Ναπολιτάνικη πίτσα μέχρι το αρωματικό τιραμισού και το ποιοτικό κρασί, η ιταλική κουζίνα μόλις απέκτησε τη μεγαλύτερη δυνατή «σφραγίδα» παγκόσμιας αναγνώρισης, καθώς έγινε η πρώτη εθνική κουζίνα που εντάσσεται εξολοκλήρου στον περίφημο κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco, ένας θρίαμβος που χαιρέτισε με περηφάνια η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι.
Πλέον, η ιταλική κουζίνα είναι επίσημα «φάρος πολιτισμού», με την UNESCO να αναγνωρίζει τον οικουμενικό της χαρακτήρα και τη σημασία της ως «κοινωνικό τελετουργικό» που ενώνει τις κοινότητες.
Η ιστορική αυτή επιτυχία για την Ιταλία ρχεται ως επιστέγασμα μιας εντατικής εκστρατείας προώθησης της εθνικής ταυτότητας από την ακροδεξιά κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι που έθεσε την γαστρονομία της χώρας στον πυρήνα της ατζέντας της ως αναγνωρίσμο σήμα-κατατεθέν της Ιταλίας.
Η ανακοίνωση έγινε την Τετάρτη κατά τη διάρκεια της συνέλευσης του πολιτιστικού οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στο Δελχί, με την ιταλική κουζίνα –από τα ζυμαρικά και τη μοτσαρέλα, μέχρι το κρασί και το τιραμισού– να εγγράφεται στον περιζήτητο κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η Ιταλία, η οποία διαθέτει ήδη είκοσι μία άλλες καταχωρήσεις στη λίστα, γίνεται η πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνωρίζεται για την κουζίνα της στο σύνολό της και όχι για μια μεμονωμένη παράδοση ή συνταγή.
Μέσα σε λίγα λεπτά από την ανακοίνωση, η Τζόρτζια Μελόνι ανάρτησε ένα βίντεο στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram, δηλώνοντας πως η είδηση την γεμίζει περηφάνια.
«Είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο που λαμβάνουμε αυτήν την αναγνώριση, η οποία τιμά αυτό που είμαστε και την ταυτότητά μας», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός τόνισε με έμφαση τον βαθύτερο συμβολισμό της αναγνώρισης, ξεφεύγοντας από την απλή έννοια της τροφής: «Για εμάς τους Ιταλούς, η κουζίνα είναι κάτι περισσότερο από φαγητό ή συλλογή συνταγών. Είναι πολύ περισσότερο από αυτό: είναι πολιτισμός, παράδοση, δουλειά και πλούτος».
Η κυβέρνηση της Μελόνι έθεσε σε κίνηση τις διαδικασίες για την επίτευξη της αναγνώρισης από την UNESCO αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της τον Οκτώβριο του 2022, υποβάλλοντας επίσημα την υποψηφιότητά της πέντε μήνες αργότερα.
Η υποψηφιότητα αυτή έδωσε έμφαση στους άρρηκτους δεσμούς μεταξύ του παραδοσιακού ιταλικού φαγητού, του πολιτισμού και του τρόπου ζωής, περιγράφοντάς το ως ένα ευχάριστο κοινωνικό τελετουργικό που φέρνει κοντά οικογένειες και κοινότητες.
Η εκστρατεία προώθησης περιελάμβανε και ένα συμβολικό υπαίθριο μεσημεριανό γεύμα την Κυριακή, στο οποίο παρευρέθηκαν η Μελόνι, άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι οικογένειές τους στο Ρωμαϊκό Φόρουμ, τον Σεπτέμβριο.
Στην ανακοίνωσή της, η Unesco χαρακτήρισε την ιταλική κουζίνα ως ένα «πολιτιστικό και κοινωνικό μείγμα γαστρονομικών παραδόσεων» και έναν τρόπο «φροντίδας για τον εαυτό μας και τους άλλους, έκφρασης αγάπης και επανανακάλυψης των πολιτιστικών ριζών», προσφέροντας παράλληλα στις κοινότητες έναν δίαυλο «για να μοιραστούν την ιστορία τους και να περιγράψουν τον κόσμο γύρω τους».
Πρόσθεσε, επίσης, πως πρόκειται για μια «κοινοτική δραστηριότητα που ενδυναμώνει την οικειότητα με το φαγητό, τον σεβασμό στα συστατικά και τις κοινές στιγμές γύρω από το τραπέζι», όπου «άτομα όλων των ηλικιών και φύλων συμμετέχουν, ανταλλάσσοντας συνταγές, προτάσεις και ιστορίες, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες να μεταδίδουν συχνά τα παραδοσιακά πιάτα στα εγγόνια τους».
Ο υπουργός Γεωργίας της Ιταλίας, Φραντσέσκο Λολλομπριτζίντα, ο οποίος συχνά καταδικάζει οποιαδήποτε αλλοίωση των κλασικών ιταλικών φαγητών, δήλωσε πως η νίκη αυτή αποτελεί «μία γιορτή που ανήκει σε όλους, διότι μιλά για τις ρίζες μας, τη δημιουργικότητά μας και την ικανότητά μας να μετατρέπουμε την παράδοση σε πραγματικότητα».
Η ιταλική κουζίνα, που ήδη αποθεώνεται σε όλο τον κόσμο, είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος πολιτιστικός θησαυρός από την υπηρεσία του ΟΗΕ για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό, την UNESCO.
«Δεν υπάρχει ενιαία ιταλική κουζίνα, αλλά ένα μωσαϊκό τοπικών εκφραστικών ποικιλομορφιών», δήλωσε η κυβέρνηση για την υποψηφιότητα που τέθηκε τον Μάρτιο του 2023 από τα υπουργεία Γεωργίας και Πολιτισμού της Ιταλίας.
Από το οσομπούκο της Λομβαρδίας, το κοκκινιστό μοσχαρίσιο μπούτι γαρνιρισμένο με γκρεμολάτα, δηλαδή πράσινη σάλτσα από μυρωδικά, μέχρι το ορεκιέτε με φύλλα γογγυλιού της Απουλίας, τα ζυμαρικά σε σχήμα αυτιού με χόρτα γογγυλιού, κάθε περιοχή παρουσιάζει την ιταλική βιοποικιλότητα και δημιουργικότητα, ανέφερε η ίδια πηγή.
Ομάδες του κλάδου εκτιμούν ότι η αναγνώριση από την UNESCO θα μπορούσε να ενισχύσει τον τουρισμό έως και κατά 8% σε δύο χρόνια, προσθέτοντας 18 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις. Η ιταλική κουζίνα συνδέει επίσης 59 εκατομμύρια κατοίκους με έως και 85 εκατομμύρια άτομα ιταλικής καταγωγής παγκοσμίως.
Παράλληλα, έκθεση του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης, που δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα, ανέφερε πως η αναγνώριση διαφόρων ιταλικών τοποθεσιών και παραδόσεων από την Unesco, όπως οι λόφοι του Prosecco στο Βένετο και το νησί Παντελλερία της Σικελίας, γνωστό για την καλλιέργεια αμπελιών χαμηλής φύτευσης, είχε επιφέρει θαύματα στον τουρισμό. Τώρα, με την ιταλική κουζίνα στον κατάλογο, αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των επισκεπτών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ιταλική αγορά υπηρεσιών εστίασης έφτασε τα 251 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, ή το 19% της παγκόσμιας αγοράς εστιατορίων, ανέφερε η Deloitte. Ωστόσο, τα προϊόντα απομίμησης στο εξωτερικό κοστίζουν στην Ιταλία περίπου 120 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, η υποψηφιότητα για ένταξη στους καταλόγους της UNESCO, οι οποίοι ήδη περιλαμβάνουν σχεδόν 800 στοιχεία που θεωρούνται ότι έχουν εξαιρετική παγκόσμια αξία και χρειάζονται προστασία για τις μελλοντικές γενιές, όπως το ιταλικό τραγούδι όπερας, η τέχνη της ναπολιτάνικης πίτσας και το κυνήγι τρούφας.
Ο Αλμπέρτο Γκράντι, ιστορικός τροφίμων, χαρακτήρισε την υποψηφιότητα της UNESCO «απλώς μια επιχείρηση μάρκετινγκ» σε συνέντευξή του στον ιστότοπο Mantovauno τον περασμένο μήνα.
Στο βιβλίο του του 2024 La cucina italiana non esiste («Δεν υπάρχει ιταλική κουζίναι»), ο Γκράντι υποστηρίζει ότι πολλά πιάτα που θεωρούνται παραδοσιακά, συμπεριλαμβανομένων των ζυμαρικών alla καρμπονάρα, είναι σχετικά σύγχρονες εφευρέσεις επηρεασμένες από ξένους πολιτισμούς.
Τα σχόλια του Γκράντι προκάλεσαν αντιδράσεις από την ένωση αγροτών Coldiretti, η οποία χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του «σουρεαλιστικές επιθέσεις στην εθνική γαστρονομική παράδοση».
Για εστιάτορες όπως η Λουιτίνα Πανταλόνε, ιδιοκτήτρια του ιστορικού Da Sabatino της Ρώμης, η αναγνώριση της κουζίνας από την UNESCO είναι πηγή υπερηφάνειας.
«Η αυθεντική ιταλική κουζίνα πρέπει να προστατεύεται», είπε, ενθυμούμενη τα παιδικά της χρόνια όταν έπλενε πιάτα μαζί με τα αδέρφια της και σημειώνοντας με υπερηφάνεια ότι είναι η τέταρτη γενιά της οικογένειάς της που διευθύνει το εστιατόριο.
«Η ιταλική κουζίνα είναι ένα αρχαίο, καθημερινό, ιερό τελετουργικό — η τέχνη της φροντίδας και της αγάπης χωρίς να λες λέξη» σχολίασε ο βραβευμένος με τρία αστέρια Michelin σεφ Μάσιμο Μποτούρα το συνόψισε.