Στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 έφυγε από τη ζωή ο Αλέξης Σολομός, ένας σπουδαίος θεατράνθρωπος, ο οποίος κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας μας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο —εκ πατρός κεφαλληνιακής καταγωγής— Σολομός, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου 1918, μυήθηκε στην τέχνη του θεάτρου από τον Κάρολο Κουν, ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, στο Κολλέγιο Αθηνών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φοίτησε σε δραματικές σχολές εντός και εκτός συνόρων.
Εργάστηκε αρχικά ως ενδυματολόγος, ως ηθοποιός και ως μεταφραστής. Τα δύο πρώτα θεατρικά έργα του παρουσιάστηκαν σε αθηναϊκές σκηνές το 1944.
Το πλουσιότατο σκηνοθετικό έργο του Σολομού στην Ελλάδα και το εξωτερικό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, περισσότερες από εκατό παραγωγές στο Εθνικό Θέατρο (1950-1992), στο οποίο διετέλεσε δύο φορές διευθυντής.
Ξεχωριστής αναφοράς χρήζει η μακρόχρονη και σοβαρή ενασχόληση του Σολομού με τον κόσμο του αρχαίου δράματος (κωμωδίες του Αριστοφάνη, τραγωδίες).
Το 1964 ο Σολομός ίδρυσε το «Προσκήνιο», θίασο ρεπερτορίου που παρουσίασε δεκάδες σκηνικές παραγωγές (στις εν λόγω παραστάσεις, πέραν της σκηνοθεσίας, ο Σολομός ήταν συχνά υπεύθυνος και για τη σκηνογραφία).
Καρπός των πολυετών προσπαθειών του Σολομού, της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας, υπήρξαν τα θεατρικά έργα του, οι θεατρικές μεταφράσεις και διασκευές του, τα θεατρικά άρθρα του, οι μελέτες και τα δοκίμιά του για το θέατρο και τον κινηματογράφο, καθώς και λιγοστά πεζογραφήματα.
Στα πλέον γνωστά συγγραφικά έργα του Σολωμού συγκαταλέγεται το αυτοβιογραφικό κείμενο «Βίος και παίγνιον, Σκηνή – Προσκήνιο – Παρασκήνια» (εκδόσεις «Δωδώνη», 1980).
Μια δεύτερη έκδοση τού «Βίος και παίγνιον», με χρονικό συμπλήρωμα, είχε σχεδιαστεί για το 1997, αλλά εντέλει δεν ολοκληρώθηκε. Σε ένα τυπογραφικό δοκίμιο τής εν λόγω έκδοσης, που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ (αρχείο Αλέξη Σολομού, φάκελος 14, πηγή: theatre.uoa.gr), περιλαμβάνεται το ακόλουθο κείμενο, όπου ο Σολομός αναφέρεται στην καθοριστικής σημασίας σχέση του με τον ηθοποιό:
«Φυσικά, η ζωοδότρα πνοή του θεάτρου είναι ο ηθοποιός. Δεν έχει την ηλικία μονάχα της αναπαραστατικής τέχνης, αλλά περίπου και την ηλικία της ανθρωπότητας. Γιατί, άσχετα με το πού και πότε ανακαλύφτηκαν τα πρώτα θεατρικά χνάρια, το ένστικτο της μιμικής και της υπόκρισης φαίνεται πως δεν έλειπε κι απ’ τους πρωτόγονους πιθηκάνθρωπους — αφού βλέπουμε ακόμα και τα ζώα να παίζουνε θέατρο στην καθημερινή τους ζωή, σαν ένα μέσο αυτοπροστασίας ή εξαπάτησης άλλων ζώων ή συχνά και διασκέδασης. […] Ο ηθοποιός, ας προσθέσουμε, διαφέρει απ’ τους άλλους δημιουργούς σ’ ολάκερο το πανόραμα των Καλών Τεχνών, γιατί το υλικό που μεταχειρίζεται είναι ο ίδιος ο εαυτός του, γιατί έρχεται σ’ άμεση επαφή με το κοινό του και γιατί η δημιουργία του δεν προσφέρεται σαν τελειωμένο προϊόν, μα πάντα “εν τω γίγνεσθαι”. Άλλωστε, δε γεννάει μια φορά μονάχα το ρόλο του και να ησυχάσει. Οι πόνοι της γέννας αρχίζουν απ’ την πρώτη μέρα των δοκιμών και τελειώνουν το βράδυ της τελευταίας παράστασης. Κι αφού αναφέραμε τη λέξη ρόλος, ας παρατηρήσουμε και τούτο: πως, όσο τρανός κι αν είναι ο θεατρικός συγγραφέας, ο ρόλος δεν υπάρχει προτού προβάλει ολοζώντανος πάνω στη σκηνή. Και δεν παρουσιάζεται πάντα ο ίδιος, αλλά με τόσες μορφές, όσοι είναι κι οι ηθοποιοί που κατά καιρούς τον ενσαρκώνουν. Φυσικά, “τα κείμενα μένουν”, ενώ οι ηθοποιοί παρέρχονται. Κι όμως, οι ανθρώπινες γενιές λατρέψανε τους θεατρικούς ήρωες των δραματουργών με τη μορφή που τους έδιναν οι ηθοποιοί της κάθε εποχής. Η σκυτάλη της παράδοσης πέρναγε απ’ τον έναν ερμηνευτή στον άλλο, διατηρώντας αέναη την επικαιρότητα των παλιότερων δραματικών κειμένων κι ολοένα προκαλώντας τη δημιουργία νεώτερων. Μ’ άλλα λόγια ο “ταλαίπωρος θεατρίνος” —όπως τον ονομάζει ο Σαίξπηρ— “που θεριεύει και αγκομαχάει πάνω στο σανίδι κι ύστερα παύει να ακούγεται”, κατοχύρωσε με τη θνητή ζωή του την αθανασία της Θεατρικής Τέχνης».