Νοεμή Βασιλειάδου: Οι λαϊκές αγορές μοιάζουν συχνά πιο ζωντανές από τις παραστάσεις που φτιάχνουμε
Η σκηνοθέτιδα της παράστασης «Κλημεντίνες Χωρίς Κουκούτσι» μιλάει για την απειλή που επικρέμεται πάνω από τις λαϊκές αγορές, τον δημόσιο χώρο και τις προσωπικές σχέσεις.
Εκ πρώτης όψεως, οι «Κλημεντίνες Χωρίς Κουκούτσι», η νέα παράσταση που σκηνοθέτησε η Νοεμή Βασιλειάδου και η οποία φιλοξενήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Θέατρο Τέχνης ως μέρος του Φεστιβάλ Αθηνών, αφορούν τις λαϊκές αγορές. Αυτό κάθίσταται σαφές από την πρώτη στιγμή: το κοινό εισέρχεται στον χώρο ανάμεσα από πάγκους της λαϊκής, με τους χαρακτηριστικούς μικρούς μαυροπίνακες των τιμών που όσο προχωράει η μέρα, μειώνονται ευθέως, χωρίς χρηματιστηριακές διακυμάνσεις.
Όσο όμως εξελίσσεται η παράσταση, ξεδιπλώνεται μία άλλη αλήθεια: οι «Κλημεντίνες Χωρίς Κουκούτσι» δεν θέλουν απλά να παίξουν με τους ιδιαίτερους θεατρινισμούς που χαρακτηρίζουν τους πωλητές των λαϊκών αγορών, αλλά να μιλήσουν για την επαπειλούμενη εξαφάνιση. Όχι μόνο την εξαφάνιση των λαϊκών αγορών, ούτε καν για την εξαφάνιση του εμπορίου στον δρόμο, αλλά για όλους τους τρόπους κοινωνικότητας, παραγωγής και τέχνης που εμπεριέχονται σε μία λαϊκή δημόσια σφαίρα, η οποία συρρικνώνεται, εκτοπίζεται και σιγοσβήνει.
Η Νοεμή Βασιλειάδου (Πηγή: Εθνικό Θέατρο)
Στη θέση της εμφανίζεται μία σχέση με τη γη που είναι πλήρως αλλοιωμένη από τους νέους τρόπους παραγωγής και κυκλοφορίας που έχει επιβάλλει ο σύγχρονος καπιταλισμός, μία διάβρωση και ενοχοποίηση της ίδιας της λαϊκότητας ως τρόπου ύπαρξης από κοινού, μία περιχαράκωση που εξαφανίζει τον δημόσιο χώρο και προεικονίζει ένα μέλλον υποταγμένο στη διαμεσολάβηση και τις απρόσωπες σχέσεις που συνοδεύουν τις νεές τεχνολογίες.
Μιλώντας στο in, η σκηνοθέτιδα Νοεμή Βασιλειάδου, περιγράφει τη διαδικασία γέννησης της δεύτερης παράστασής της (προηγήθηκε προ διετίας το «Προσοχή: Εκτελούνται Έργα» με βασική μαγιά την πολυτάραχη ιστορία του μετρό Θεσσαλονίκης), προτάσσει τη συμμετοχική δημιουργία ως πράξη αντίστασης καθ’ εαυτή και κυρίως, αναπτύσσει τα πολλαπλά επίπεδα σχολιασμού που κρύβονται κάτω από τις «Κλημεντίνες Χωρίς Κουκούτσι» για τον κόσμο του χθες, του σήμερα και του αύριο.
Πότε κατάλαβες ότι υπάρχουν στοιχεία θεατρικού περφόρμανς στις λαϊκές αγορές για πρώτη φορά;
Αυτή η ιδέα ξεκίνησε περίπου ενάμιση χρόνο πριν. Κάθε φορά που περνούσα από κάποιες λαϊκές αγορές σκεφτόμουν ότι αυτό μοιάζει πάρα πολύ με θέατρο και ότι έχει μία αυθεντικότητα, μια ζωντάνια, ένα πάρε-δώσε και έναν κώδικα που πολλές φορές έμοιαζε πιο θεατρικός για μένα από τις παραστάσεις που συνήθως βλέπω. Κατάλαβα επίσης ότι έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα τεχνολογικά και αισθητικά, ένα κομμάτι αυτού του λαϊκού και ζωντανού καλλιτεχνικού δράματος του δρόμου κάπως αρχίζει και χάνεται. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κάτι εκεί που είναι προς έρευνα.
Μιλώντας μάλιστα με ανθρώπους από τις λαϊκές αγορές, από πολύ νωρίς μας δήλωσαν ότι οι λαϊκές αγορές είναι προς εξαφάνιση, ότι για λίγα χρόνια θα συνεχίσει ο θεσμός. Οπότε κατάλαβα ότι υπάρχει και μια επιτακτικότητα σε σχέση με το θέμα, ότι είναι ένας κόσμος που κινδυνεύει να χαθεί με την έλευση των σούπερ μάρκετ.
Κι αυτό που αντιπροσωπεύουν οι λαϊκές αγορές και κινδυνεύει να χαθεί δεν είναι απλά μια μορφή εμπορίου.
Νομίζω είναι ο ανθρώπινος παράγοντας στις συναλλαγές, δηλαδή η ικανότητα να ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο όταν αγοράζουμε ή πουλάμε κάτι, να πιάνουμε με το χέρι μας το προϊόν και να το δοκιμάζουμε. Οι συναλλαγές σήμερα στο σούπερ μάρκετ και αλλού είναι γενικώς αποπροσωποποιημένες. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, οι πωλητές αντικαθίστανται από αυτόματους πωλητές. Το δε προϊόν φτάνει στα χέρια μας διαμεσολαβημένο από πάρα πολλές διαδικασίες, ενώ στη λαϊκή πας κάπου που ξέρεις ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν την προηγούμενη μέρα στο χωράφι, ώστε την επόμενη μέρα να τρως εσύ την ντομάτα.
Νομίζω ότι έχει μια σημασία η ικανότητα να διαπραγματευτείς, η ικανότητα να πείσεις τον άλλον και να μην έχεις να κάνεις απλώς με μηχανήματα τα οποία λειτουργούν εκ των προτέρων με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Κι αυτού του είδους το εμπόριο θεωρείς ότι επιτελεί περισσότερο μια κοινωνική, παρά μια πρακτική λειτουργία. Εν τέλει, οι κοινωνίες μας δεν βασίζονται απλά στο να μπορέσω να πάρω αυτά που χρειάζομαι να φάω.
Σίγουρα υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα αγοράς που λειτουργεί προωθώντας συγκεκριμένα προϊόντα, σχεδιάζοντας τις προτιμήσεις και τις ανάγκες μας και δημιουργώντας και ψευδείς ανάγκες ενίοτε. Επίσης, αυτό το μοντέλο του απρόσωπου και του αυτοματοποιημένου μπορεί να ξεκινάει από το εμπόριο, αλλά στην πραγματικότητα καλύπτει κάθε πτυχή της ζωής. Ακόμα κι ο τρόπος που φτιάχνουμε σχέσεις πλέον είναι μέσω του ίντερνετ. Η ανθρώπινη επαφή χάνεται στη λαϊκή αγορά και στο εμπόριο, αλλά βλέπω σ’ αυτό μια τάση που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς – και στην τέχνη εξίσου.
Οπότε με έναν τρόπο αυτές οι μορφές κοινωνικοποίησης ουσιαστικά μας διασώζουν από την τεχνολογία;
Δεν θα έλεγα ότι μας διασώζουν, ούτε ότι η τεχνολογία είναι απαραίτητα κάτι κακό. Το ένα κομμάτι του ζητήματος αφορά την ανθρώπινη επαφή, το άλλο κομμάτι όμως αφορά το πώς η λαϊκή αγορά είναι κάτι το οποίο υπάρχει στον δημόσιο χώρο και οι άνθρωποι κατακτούν έναν δρόμο προκειμένου να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, το οποίο το θεωρώ εξίσου σημαντικό. Είναι επίσης η τεχνολογία, είναι ότι όλα πλέον είναι στεγασμένα και σε κλειστούς χώρους, ότι οδηγούν στην απομόνωση των ανθρώπων. Είναι πολύπλοκο το ζήτημα.
Σε κάθε περίπτωση, τελετουργίες όπως η λαϊκή, στις οποίες οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και συναντιούνται σε έναν πραγματικό τόπο και όχι σε έναν μη-τόπο όπως είναι η παγκόσμια αγορά, νομίζω ότι κάτι διασώζουν.
Στο έξω επίσης μπορώ να φωνάξω ή το σώμα μου μπορεί να είναι όπως θέλει. Δεν χρειάζεται να ακολουθώ συγκεκριμένους κανόνες. Ενώ το έσω ας πούμε, φέρνει μαζί του και μια τυποποίηση και του σώματος, του πώς μιλάω, του αν πρέπει να φωνάζω… Πιστεύω ότι ο δημόσιος χώρος έχει να κάνει και με το ελεύθερο σώμα.
Όσον αφορά το θέατρο, φαίνεται να λες μέσα από τις «Κλημεντίνες» ότι αυτό δεν καταπιάνεται με το πώς αλλάζει ο κόσμος μας σήμερα.
Πιστεύω ότι είναι πολύ συχνό να ενδιαφέρει περισσότερο η αισθητική των πραγμάτων, η φόρμα των πραγμάτων, το περιτύλιγμα, το πώς μοιάζει κάτι, το πόσο όμορφο είναι κάτι ή πόσο αισθητικά άψογο είναι. Όσο εξελίσσεται, δε, η τέχνη και τα τεχνολογικά εργαλεία, βλέπουμε πλέον υπέροχες παραστάσεις, καλοκουρδισμένες, με ακραία τεχνολογικά μέσα. Νομίζω ότι αυτή η πορεία δημιουργεί ένα τρομερό κίνδυνο να χαθεί η ουσία και το περιεχόμενο που φέρει μια παράσταση. Αυτό θα έλεγα.
Οπότε είναι και ένα δριμύ «κατηγορώ» απέναντι στο θέατρο η παράσταση.
Περισσότερο θα έλεγα ότι θέλω να θέσω ένα ερώτημα σε σχέση με το τι έργα φτιάχνουμε. Κι αν αυτά τα έργα εκκινούν από μια πρόθεση να διαπραγματευτούμε κάτι σε σχέση με τον κόσμο που αλλάζει ή αν αυτά τα έργα είναι μια απόπειρα να φτιάξουμε αισθητικά άψογα προϊόντα που καθόλου δεν πιστεύω ότι έχουν λιγότερη δουλειά ή κακή πρόθεση, αλλά είναι κομμάτι μιας οικονομίας που το αισθητικό και το περιτύλιγμα είναι πιο δυνατό από το μέσα.
Τόσο αυτή, όσο και η προηγούμενη παράσταση, «Προσοχή: Εκτελούνται Έργα», εκκινούν από την καθημερινή εμπειρία. Θεωρείς ότι γενικά οι τέχνες έχουν παραγκωνίσει αυτή την καθημερινή εμπειρία;
Ένα πράγμα που με ενδιαφέρει πολύ είναι πώς τα πολύ απλά θέματα που μας είναι οικεία, όπως το μετρό της Θεσσαλονίκης ή τώρα η λαϊκή αγορά, μπορούν να ανοίξουν πολιτικά και κοινωνικά ερωτήματα πιο μεγάλα από τα ίδια. Πιστεύω ότι αυτές οι καθημερινές εμπειρίες επηρεάζουν τον τρόπο που ζει μια κοινωνία. Αν έχω μάθει να κάνω τα ψώνια από το σπίτι μου ή αν κάθε μέρα βγαίνω και συναντώ δέκα ανθρώπους, θεωρώ ότι είναι πολιτικό γεγονός και επηρεάζει τον τρόπο που ζούμε.
Ως προς το θέατρο, πιστεύω ότι έχει μια σημασία να αφορά και τους απλούς ανθρώπους και τον κόσμο που συνήθως δεν βλέπει θέατρο. Για μένα είναι και ένας στόχος να ενώσω φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα με κάτι που μπορεί να το καταλάβει και η γιαγιά μου και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου. Δεν υπάρχει κάποιος που δεν καταλαβαίνει τη λαϊκή αγορά. Με ενδιαφέρει το θέατρο που να μην αποκλείει κόσμο ή να μην θεωρείται για λίγους.
Σε κάποια στιγμή της παράστασης, οι χαρακτήρες αυτοσυστήνονται ο καθένας με ένα μανιφέστο γύρω από τη λαϊκότητα.
Στις πρόβες κάναμε πάρα πολύ έρευνα πάνω στην έννοια του λαϊκού και έφεραν και οι ηθοποιοί τις δικές τους απόψεις – όχι τις απόψεις κάποιων λαϊκών χαρακτήρων, αλλά το πώς αυτοί αντιλαμβάνονται το λαϊκό.
Γενικά το λαϊκό μου φαίνεται ότι είναι μια πολύ παρεξηγημένη έννοια. Είναι αρκετά ξεπερασμένη κάποιες φορές, καθώς έχει συνδεθεί με πολύ αρνητικά πράγματα: με αρκετό μισογυνισμό, με βία, με οπισθοδρομικότητα. Οπότε με προβλημάτισε πάρα πολύ το πώς θα μιλήσουμε για αυτό.
Στην παράσταση προσπαθήσαμε να επανακαθορίσουμε την έννοια, μέσα από τους συνειρμούς που έκανε ο καθένας. Γι’ αυτό και ξεκινάμε με το λαϊκό τραγούδι, με τον Στράτο Διονυσίου, αλλά νομίζω ότι στην πορεία έρχονται κάποιες πιο βαθιές σκέψεις: ότι λαϊκό είναι οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων έχει βιώσει την πτώση ή οι άνθρωποι που παλεύουν και δεν βγήκαν ποτέ πρώτοι – που για μένα ας πούμε είναι πολύ σημαντικό.
Μαζέψαμε πάρα πολύ υλικό γύρω από την έννοια του λαϊκού και στην παράσταση ακούγεται μόλις το ένα πέμπτο αυτού. Είναι μία έννοια που ορίζεται από τον καθένα τελείως διαφορετικά.
Υπάρχει αρκετή πάλη μεταξύ των ανθρώπων για το αν το λαϊκό είναι κάτι καλό ή κακό. Εμένα πιο πολύ με ενδιέφερε να δούμε τι από το λαϊκό αξίζει να σωθεί, αναγνωρίζοντας τις αρνητικές πτυχές του.
Οι λαϊκοί άνθρωποι (ή ακόμα και οι μη-λαϊκοί) αφηγούνται συχνά τους εαυτούς τους συχνά ως λαϊκούς, δίνοντας κάποια ηρωικά χαρακτηριστικά στην έννοια, πράγμα που νομίζω ότι φαινόταν σε κάποιες από τις ομιλίες. Βλέπεις και μια αυτομυθοπλασία μέσα στο λαϊκό, μια αυτο-ηρωοποίηση με ένα τρόπο;
Σίγουρα υπάρχει. Όμως νομίζω ότι η έννοια του λαϊκού στην παράσταση δεν φτιάχνεται από έναν-έναν ξεχωριστά, αλλά στην πραγματικότητα είναι όλα αυτά μαζί. Οπότε ένα πράγμα είναι πιο ειρωνικό, άλλο πραγματικό, άλλο χιουμοριστικό – αλλά κάτι αφηγείται και αυτό. Προσπαθήσαμε μέσω της σύνθεσης να βγαίνει η άποψη της παράστασης, γιατί το καθένα από τα στοιχεία μόνο του ναι, μπορεί να έχει έναν ψευδώς ηρωικό χαρακτήρα. Είναι πάντως περίπλοκο το ζήτημα του λαϊκού. Θέλω να πιστεύω ότι προσπάθησαμε να το πιάσουμε από διαφορετικές πλευρές, ακριβώς για να δείξουμε ότι δεν ορίζεται ακριβώς. Και νομίζω ότι όσο περισσότερο προσπαθείς να το ορίσεις, τόσο περισσότερα πράγματα αφήνεις απ’ έξω. Δεν ορίζεται δηλαδή ολοκληρωμένα ποτέ.
Πάντως νομίζω ότι γενικά αυτό το οποίο βγαίνει ως απαύγασμα της λαϊκότητας είναι τελικά η δυνατότητα να συγκροτείς μεγάλες κοινότητες.
Το στοιχείο της κοινότητας, το «πολλοί άνθρωποι μαζί, που μαζί κάνουν κάτι», θεωρώ ότι είναι πολύ βασικό.
Κι αυτό θεωρείς ότι το θέατρο το επιτελεί σήμερα;
Νομίζω ότι έχει μια σημασία να προσπαθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν ξέρω αν το κάνει και πρέπει να το κάνει νομίζω πάνω και κάτω από τη σκηνή. Και οι συντελεστές μια παράστασης να είναι μία κοινότητα -είναι πολύ σημαντικό το πώς φτιάχνεται μια παράσταση, αν υπάρχουν ιεραρχίες, αν όλοι υπακούουν σε έναν ή αν είναι συλλογική δημιουργία-, αλλά και το κοινό. Έχει διαφορά αν αν εμπεριέχει μια παράσταση το κοινό, αν του μιλάει επί ίσοις όροις, αν το υποτιμάει…
Θα ήθελα να μου αναπτύξεις λίγο τα οφέλη της μεθοδολογίας που ανέφερες, κατά την οποία το κείμενο δεν προϋπάρχει, αλλά χτίζεται όσο το δουλεύετε.
Αρχικά να πω για τη διαδικασία ότι προηγήθηκε μια έρευνα σε λαϊκές αγορές. Πήραμε συνεντεύξεις από πολλούς ανθρώπους που δουλεύουν στη λαϊκή και μετά είχα ουσιαστικά τη συνολική σκαλέτα της παράστασης σαν ιδέα, όχι σαν κείμενο, Κάναμε πάρα πολλούς αυτοσχεδιασμούς χρησιμοποιώντας αυτό το υλικό και μαζί με τους ηθοποιούς φτιάξαμε το κείμενο. Εγώ προσπάθησα να δημιουργήσω ένα πλαίσιο στο οποίο να μπορεί ο καθένας να πει την ιδέα του και πάρα πολλές από τις ιδέες της παράστασης φτιάχτηκαν συλλογικά από όλους.
Τώρα, για τη σημασία της κοινότητας, θεωρώ ότι είμαστε σε έναν κόσμο που ενθαρρύνει τον ατομικό δρόμο καθημερινά. Τα πρόσωπα που επιτυγχάνουν μυθοποιούνται. Θεωρείσαι πετυχημένος μόνο αν το ατομικό σου όνομά φιγουράρει παντού. Νομίζω ότι το να προσπαθούμε να κάνουμε συλλογικά τα πράγματα, είτε πρόκειται για θέατρο θέατρο, είτε να δουλεύουμε συλλογικά μια επιχείρηση, είτε πολιτικά για μια ομάδα ανθρώπων, αυτό είναι αντίσταση από μόνο του. Το να παλεύουμε ακόμα να κάνουμε τα πράγματα συλλογικά μου φαίνεται τρομερή αντίσταση.
Στις «Κλημεντίνες» υπάρχει ένα κομμάτι το οποίο μιλάει όσο πιο ευθέως γίνεται το τι έχει αλλάξει στην αγροτική παραγωγή, τη διανομή και την και την εμπορία. Εκείνο το σημείο είναι σαν να καθαρίζει από όλα τα δραματουργικά στοιχεία και να ακούς κάποιο ντοκιμαντέρ. Γιατί το επέλεξες αυτό;
Αυτή ήταν μια στιγμή που πράγματι είπαμε ότι καθαρίζουμε από όλη τη δραματουργία και επιλέγουμε να αφηγηθούμε, όπως κάνανε οι άνθρωποι παλιά, μία ιστορία που κρατάει αρκετή ώρα και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να τη διακόπτει. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική αυτή η αφήγηση των σταδίων της παραγωγής, δηλαδή το πώς περάσαμε από το φυτεύω ένα μαρούλι στον κήπο μου μέχρι την εντατικοποίηση, το να φυτεύω 3000 στρέμματα ξανά και ξανά, την ερημοποίηση που είναι το ξεθέωμα των χωραφιών και τη διαμεσολάβηση.
Νομίζω ότι αυτή η πορεία αφορά πάρα πολύ και την τέχνη: το πόσο εντατικά παράγουμε, το πώς ξεθεωνόμαστε παράγοντας πράγματα συνεχώς και το πώς παράγουμε πράγματα που δεν περνάνε πια από το χέρι μας, αλλά διαμεσολαβούνται. Νιώθω ότι αυτό το κείμενο ήταν κομβικό για την παράσταση και κάπως ένωνε τη λαϊκή αγορά και τον πρωτογενή τομέα ας το πούμε, με κάποιες γενικότερες σκέψεις που έχω για τον κόσμο και την τέχνη.
Θέλαμε να είναι το πιο ήσυχο κομμάτι της παράστασης και το μόνο που μας ενδιαφέρει εκείνη τη στιγμή είναι να ακούσουμε το κείμενο αυτό. Επίσης, να το αφηγηθεί ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνθρωπος του θιάσου, για τον οποίον αυτή η εμπειρία δεν είναι θεωρητική, αλλά όλες τις πληροφορίες τις έφερε ο ίδιος βιωμένες, δηλαδή είναι πράγματα που τα έχει ζήσει στ’ αλήθεια.
Όταν έλεγες στους ανθρώπους της λαϊκής αγοράς με τους οποίους έκανες συνεντεύξεις, ότι είσαι μια σκηνοθέτιδα και κάνεις μια έρευνα για μια παράσταση, πώς τους ακουγόταν;
Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Υπήρχαν από τη μία αυτοί που είχαν τρομερό ενθουσιασμό και άρχισαν να μας μιλάνε. Τους φάνηκε πολύ ενδιαφέρον ότι θα κάνουμε θέατρο και μας βοήθησαν και πολύ. Και υπήρχαν και άνθρωποι που φοβόντουσαν γιατί δεν καταλάβαιναν ακριβώς· νόμιζαν ότι τους κάνουμε έλεγχο, οπότε ήτανε πιο διστακτικοί.
Παρ’ όλα αυτά το βασικότερο ήταν ότι μας μιλούσαν με ζέση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν: το πόσο δύσκολο είναι αυτό που κάνουν, πόσοι έχουν φύγει και πόσο λίγοι θα επιβιώσουν με το τωρινό νομικό καθεστώς που διέπει τις λαϊκές αγορές. Εγώ είχα φανταστεί έναν πυρήνα του θέματος, αλλά κάθε φορά που μιλούσαμε με κάποιον, καταλάβαινα ότι είναι πιο βαθύ απ’ ό,τι πίστευα. Ότι δηλαδή υπάρχει πραγματικός κίνδυνος εξαφάνισης.
Υπήρξε κανείς από τους συνεντευξιαζόμενους που να είδε την παράσταση;
Υπήρξαν κάποιοι, οι οποίοι συγκινήθηκαν που είδαν κάποια κομμάτια από τη ζωή τους. Δυστυχώς λόγω φεστιβάλ, η παράσταση παίχτηκε μόνο τέσσερις μέρες. Πρόθεσή μου είναι να προσπαθήσουμε να ξαναπαίξουμε, γιατί πραγματικά θα ήθελα να τη δει όχι μόνο ο κόσμος της λαϊκής, αλλά και ο κόσμος που συσχετίζεται με προϊόντα κάθε είδους. Εύχομαι να ξαναπαιχτεί και να μπορέσει να τη δει ένας κόσμος εκτός θεάτρου.
Μια τελευταία ερώτηση: η βεντάλια-καρπούζι αναφερόταν μόνο στο γνωστό προϊόν που βρίσκουμε στη λαϊκή, έτσι;
Η βεντάλια-καρπούζι αναφέρεται στη λαϊκή, αλλά το καρπούζι έχει συνδεθεί και με τον παλαιστινιακό αγώνα, οπότε πιστεύω ότι είχε από εμάς και μια τέτοια επίγνωση σε σχέση με την χρήση της. Ταυτόχρονα τυχαίνει να είμαστε και σε λαϊκή αγορά. Γενικώς, τα πιο σοβαρά πράγματα δεν συμβαίνουν στο θέατρο, συμβαίνουν στον κόσμο. Οπότε δεν τα ξεχνάμε.