Η Μαρία Πρωτόπαππα θα πάρει το σκηνοθετικό της βάπτισμα στις 8 και 9 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου με την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, μία τραγωδία-ανεξερεύνητος θησαυρός, επίκαιρη, που παρουσιάζεται σπάνια και διερευνά τις εμπειρίες του τρόμου και της καταστροφής, τις ατομικές επιλογές και τη βαθιά επιρροή τους στην κοινωνία.
Στηριζόμενη στη μετάφραση του Γ. Β. Τσοκόπουλου, η σπουδαία σκηνοθέτιδα και ηθοποιός, επεξεργάζεται δραματουργικά και σκηνοθετικά ένα έργο που εγείρει νευραλγικά ερωτήματα και με τον δυναμισμό που τη χαρακτηρίζει, αναλαμβάνει τον ρόλο της Γυναίκας.
Ένα μοναδικό υποκριτικό ανσάμπλ αποδίδει τους ρόλους των υπόλοιπων τραγικών προσώπων: Ο Αργύρης Ξάφης υποδύεται την Ανδρομάχη, ο Τάσος Λέκκας την Ερμιόνη, ο Γιάννης Νταλιάνης τον Μενέλαο και ο Δημήτρης Πιατάς τον Πηλέα. Στον ρόλο της Θέτιδας θα δούμε τη Στέλλα Γκίκα, και στο χορό τους Δημήτρη Γεωργιάδη, Δημήτρη Μαμιό, Κωνσταντίνο Πασσά, Γιώργο Φασουλά, Γιάννη Μάνθο και τον Νώντα Δαμόπουλο.
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 19 Ιουλίου στους Δελφούς και θα παρουσιαστεί σε επιλεγμένα θέατρα ανά την Ελλάδα, με επίκεντρο τις παραστάσεις στην Επίδαυρο, προτού συνεχίσει την πορεία της και τον Αύγουστο.
Τα μέλη του χορού της Ανδρομάχης απαντούν στην ερώτηση του in για την παράσταση!
Η «Ανδρομάχη» συνομιλεί με το σήμερα, φέρνοντας στο προσκήνιο ζητήματα εξουσίας, φύλου, βίας και επιβίωσης. Πώς επηρέασαν αυτά τα ζητήματα την προσωπική σας ανάγνωση του ρόλου σας;
Δημήτρης Γεωργιάδης
Η Ανδρομάχη μας φιλοδοξεί να συνομιλήσει με το σήμερα με τρόπο καίριο και αναπόφευκτο. Τα ζητήματα εξουσίας, φύλου, βίας και επιβίωσης δεν είναι απλώς θεματικοί άξονες της παράστασης — είναι υπαρξιακά ερωτήματα που διατρέχουν κάθε μας κύτταρο επί σκηνής. Στην προσωπική μου προσέγγιση του ρόλου της Θεράπαινας, αλλά και στη συμμετοχή μου στον Χορό, αυτά τα ζητήματα λειτούργησαν ως πυξίδα. Η Θεράπαινα είναι μάρτυρας της βίας, σύντροφος της απόγνωσης της Ανδρομάχης, και ίσως μια σιωπηλή καταγραφή όσων επιβάλλονται και όσων αντέχονται. Μέσα από αυτή τη θέση, προσπάθησα να αφουγκραστώ τη φωνή της — μια φωνή γυναικεία, ταπεινή και βαθιά ανθρώπινη. Η απόφαση της Μαρίας Πρωτόπαπα να αναθέσει τους γυναικείους ρόλους σε έναν ανδρικό θίασο, είναι για μένα όχι μόνο θεατρικά ευρηματική αλλά και βαθιά πολιτική. Μας ανάγκασε να σταθούμε απέναντι από τις αναπαραστάσεις του φύλου, να διασχίσουμε τα όρια της ταυτότητάς μας και να ενσαρκώσουμε τη γυναικεία εμπειρία χωρίς μίμηση ή ειρωνεία, αλλά με απόλυτη σοβαρότητα και ευθύνη. Αυτή η διαδικασία άνοιξε μέσα μου νέα πεδία κατανόησης και ενσυναίσθησης. Ειδικά μέσα από τον Χορό, όπου η συλλογική φωνή αποκτά σχεδόν τελετουργική δύναμη, προσπαθούμε ως Χορός να συνομιλήσουμε με όλες τις γυναίκες που ακόμα αγωνίζονται να επιβιώσουν, να ακουστούν, να υπάρξουν.
Νώντας Δαμόπουλος
Η Ανδρομάχη διεκδικεί τη ζωή τη δική της και του παιδιού της, όπου και οι δύο είναι έρμαια ανώτερων συμφερόντων πέραν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη θαυμάζω! Στέκομαι «γυναίκα» επί σκηνής μπροστά στη γενναιότητα και την αντίστασή της. Φόβος, αγωνία, απορία — και ξανά απορία: γιατί να γίνεται πόλεμος; Και εντάξει, γίνεται πόλεμος, αλλά γιατί να σκοτώνονται παιδιά, αθώοι πολίτες; Ποια νόσος, ποιο οργισμένο πάθος μας ωθεί;
Δημήτρης Μαμιός
Ο ρόλος του Ορέστη, ενός νέου ανθρώπου που έχει καταστραφεί από το κράτος, τους θεούς και την οικογένειά του, ψάχνει να βρει τον εαυτό του και ένα μέρος να ζήσει. Όπως κάθε νέος που βγαίνει σε αυτή την κοινωνία και ψάχνει να βρει κάπως να υπάρχει. Έτσι ξεκινήσαμε όλοι, φεύγοντας από τους γονείς μας και ήρθαμε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας και τα καλά και τα κακά που μας έχουν δώσει οι γονείς μας. Εξόριστοι πια, ψάχνουμε να βρούμε τον δικό μας τόπο, αναζητώντας έναν συγγενή, κάποιον που να νιώθουμε οικεία. Επίσης, παιδιά που ζουν και ακούνε για τον πόλεμο, τη δυσνομία — τι κάνουν για αυτό; Ποια είναι η θέση τους, η άποψή τους;
Γιάννης Μάνθος
Έχω τον ρόλο του αγγελιοφόρου που μεταφέρει ένα βίαιο γεγονός, όπως τα πολλά βίαια γεγονότα που ζούμε. Έχω την ευκαιρία να μεταφέρω έναν βίαιο κόσμο και πώς ο θεατής έρχεται σε επαφή με τις συνέπειες των πράξεών του — ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο.
Κωνσταντίνος Πασσάς
Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό και σπαρακτικά ανθρώπινο. Καθώς μελετούσα τον ρόλο της Τροφού, βρέθηκα αντιμέτωπος με τις σκληρές πραγματικότητες της εξουσίας και της βίας που διαπερνούν το έργο. Η Τροφός, αν και φαινομενικά μια δευτερεύουσα φιγούρα, είναι μάρτυρας και φορέας της φροντίδας μέσα σε έναν κόσμο που καταρρέει. Το να παίζω έναν γυναικείο ρόλο ως άντρας με έκανε να αναλογιστώ πώς το φύλο γίνεται εργαλείο επιβολής αλλά και αντίστασης — πώς οι γυναίκες του έργου, αν και εγκλωβισμένες, συνεχίζουν να μιλούν, να μάχονται, να επιβιώνουν. Η παράσταση συνομιλεί άμεσα με το σήμερα: με τους έμφυλους ρόλους που μας επιβάλλονται, με τη βία που νομιμοποιείται μέσα από την εξουσία, αλλά και με την ανάγκη για φροντίδα, ενσυναίσθηση και ανθρώπινη αντοχή. Όλα αυτά επηρέασαν όχι μόνο την ερμηνεία μου, αλλά και τον τρόπο που κοιτάζω τον κόσμο γύρω μου.
Γιώργος Φασουλάς
Σε μια εποχή που διαπράττονται εγκλήματα πολέμου, που παρατηρούμε τη δίωξη και την απομόνωση ανθρώπων με τις χειρότερες μορφές βίας, την καταπίεση ανθρώπων λόγω του φύλου τους, είναι απαραίτητο τα σημεία του έργου να ενωθούν στην ανάγνωσή μου και να ταυτιστούν με σημεία του σήμερα. Αυτό θεωρώ ότι μας επηρεάζει άμεσα και μας βοηθάει να συνδεθούμε με το περιεχόμενο του έργου. Μας κάνει να καταλάβουμε με δικές μας αναγωγές τι θέματα προσπαθεί να θίξει και για ποιους λόγους προσπαθεί να μιλήσει. Η σύνδεση με το σήμερα θεωρώ ότι μας κάνει να νιώθουμε την ανάγκη να μιλήσουμε για αυτή την ιστορία και να την επικοινωνήσουμε με άλλους ανθρώπους.
Η τραγωδία του Ευριπίδη
Μεταφερόμαστε μακριά από τα μεγάλα κέντρα, στην ελληνική επαρχία. Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Θετίδειον. Στον οίκο του γιού του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμου. Εκεί γινόμαστε μάρτυρες της δραματικής σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο γυναίκες: την Ανδρομάχη, χήρα του Έκτορα και σκλάβα του Νεοπτόλεμου, και την Ερμιόνη, τη γυναίκα του Νεοπτόλεμου. Η Ερμιόνη, γεμάτη ζήλια και φθόνο, κατηγορεί την Ανδρομάχη ότι εξαιτίας της ο Νεοπτόλεμος δεν τη θέλει πια και δεν επιθυμεί να αποκτήσει παιδί μαζί της, ενώ έχει ήδη ένα παιδί με την Ανδρομάχη. Η σύγκρουση φτάνει στα άκρα όταν ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης και πατέρας της Ερμιόνης, αποφασίζει να θανατώσει το παιδί της Ανδρομάχης, εκτελώντας έτσι μία από τις πιο ακραίες πράξεις εκδίκησης και αλαζονείας.
Ο Νεοπτόλεμος, ο βίαιος, σκληρός, ασεβής ήρωας της Ιλιάδας που επάνω του στηρίχθηκε η νίκη των Ελλήνων στην Τροία, είναι ανίκανος να αντεπεξέλθει στις ευθύνες του ως πατέρας, σύζυγος, ηγέτης. Φεύγει για να βρει θεραπεία στο Μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο πολεμικός παροξυσμός του έχει μολύνει το κρεβάτι, το σπίτι, την πόλη του. Μπροστά στα μάτια της γυναίκας που αδίκησε ανεπανόρθωτα, θα λάβει το είδος της Τιμωρίας που ονομάστηκε Νεοπτολέμειος Τίσις.
Σε μιαν αντιστροφή της ηρωικής Ιλιάδας, ο Ευριπίδης δυναμιτίζει την αλαζονεία των Ελλήνων και την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας του πολιτισμού τους. Οι προπολεμικές υποσχέσεις για μια ενωμένη, ισχυρή χώρα διαψεύδονται σε ένα τοπίο φθοράς, γήρατος, φόβου και φθόνου.
Η ευθύνη βαρύνει όχι μόνο τους πρωτεργάτες, αλλά και όσους τους πίστεψαν και συνέβαλαν στην πτώση των αξιών με την ανοχή τους. Η νέα γενιά πληρώνει το τίμημα. Η χώρα αποδεκατισμένη, αντιπροσωπεύεται από έναν γκροτέσκο χορό γυναικών, εγκαταλειμμένων, φοβισμένων, υποταγμένων μέσα στην απορία τους.
Η παράσταση
Οι γυναίκες στις αρχαίες τέχνες, από τη γλυπτική και τη ζωγραφική μέχρι την ποίηση, απεικονίζονται συχνά ως σύμβολα για τις χώρες τους, προστατεύοντας τις πατρίδες τους όπως μια μητέρα προστατεύει τα παιδιά της. Οι δε αντρικές φιγούρες αναλαμβάνουν τη στρατηγική διαχείρισης και τις ηγετικές πολιτικές.
Στη δραματουργική και σκηνοθετική προσέγγιση της “Ανδρομάχης” από τη Μαρία Πρωτόπαππα, η Ερμιόνη και η Ανδρομάχη αντιπροσωπεύουν τα ιδεώδη των χωρών τους, ενώ ο Μενέλαος και ο Πηλέας την πολιτική και την εξουσία. Οι γυναίκες δεν είναι απλώς θηλυκότητες, έχουν κατασκευαστεί από άντρες για να αντιπροσωπεύουν τον ιδεατό ρόλο της χώρας και της κοινωνίας. Έτσι, η ευριπίδεια τραγωδία ενώ μιλά για ένα σπίτι, ασχολείται στην ουσία με το ήθος και την πολιτική διαχείριση ενός κράτους σε καιρό ειρήνης.
Η γλώσσα του Ευριπίδη σπάει τους κανόνες της εποχής και μετουσιώνεται σε ξόρκια που δονούνται από σωματικότητα, αισθητηριακή μνήμη και συλλογικά βιώματα. Αυτά τα πολύτιμα και αμετάφραστα στοιχεία επιχειρεί η σκηνοθέτιδα να φέρει στο φως και να τα μεταδώσει όχι μόνο λεκτικά, αλλά και κινησιολογικά έχοντας στο πλευρό της μία εξαιρετική ομάδα Ελλήνων ηθοποιών.