Μάης 1987. Στην έρημο της Νιτρίας (σ.σ. περιοχή της Αιγύπτου, τόπος γέννησης και εδραίωσης του μοναχισμού) σταματάει η πομπή των αυτοκινήτων με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο, που άρχισε από την Αλεξάνδρεια την «Ιερά Πορεία Αγάπης, Ειρήνης και Ενότητας» στις Ορθόδοξες και Χριστιανικές Εκκλησίες, ανταποδίδοντας τις επισκέψεις τους στο Ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας, το Φανάρι. Ο Πατριάρχης βγαίνει για λίγο από το αυτοκίνητο, για να «ξεμουδιάσει». Γύρω και πέρα έρημος. Βρίσκομαι κάπου εκεί κοντά. Δεν φοράει ούτε καλυμμαύχι ούτε εξώρασο. Με φωνάζει και μου λέει δείχνοντάς μου ένα ψόφιο σπουργιτάκι πάνω στην άμμο:
— Το καημένο το πετεινό του Ουρανού, πού να βρει λίγο νερό να ξεδιψάσει;
Βλέπει τον φωτογράφο που τον συνοδεύει, και ζητάει να μας φωτογραφίσει. Χωρίς να αλλάξει εμφάνιση ή ύφος. Έτσι οικείος, απλός, γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, όπως ήταν ο Πατριάρχης Δημήτριος.
Χαράζω τούτες τις γραμμές με ξεχωριστή συγκίνηση. Όχι μόνο γιατί είχα την ευκαιρία να τον ζήσω από κοντά σε καθημερινές στιγμές σαν την παραπάνω, μα και γιατί το πρώτο άρθρο με το οποίο είχα εγκαινιάσει τη συνεργασία μου με την «Ιστορία Εικονογραφημένη» ήταν το 1972, όταν έφυγε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και μου ζητήθηκε από την τότε διεύθυνση του περιοδικού, τον αείμνηστο Δ. Αστερινό, να δώσω το πορτραίτο του και να σκιαγραφήσω τη ζωή και το έργο του. Τόσα χρόνια, στ’ αλήθεια. Όσα κι η πατριαρχία του Δημητρίου…
[…]
Στις 15 Φεβρουαρίου 1972 η Αγία και Ιερά Σύνοδος τον ανέδειξε Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου, θέση στην οποία όμως παρέμεινε μόνο πέντε μήνες, γιατί στις 7 Ιουλίου 1972 έφευγε από τη ζωή αυτή ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και εξ αιτίας της στάσεως που τήρησαν τότε οι Τούρκοι διαγράφοντας από τον κατάλογο των εκλογίμων τους επικρατέστερους (Χαλκηδόνος Μελίτωνα, Χαλδαίας Κύριλλο και Σταυρουπόλεως Μάξιμο), με υπόδειξη του Προέδρου της Ενδημούσης [Συνόδου], που ήταν ο πρώτος από τους τρεις, ο σεμνός και απέριττος Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριος, χωρίς καν να το διανοηθεί, ανερχόταν στο ύπατο αξίωμα της Ορθοδοξίας αναδεικνυόμενος στις 16 Ιουλίου 1972 Οικουμενικός Πατριάρχης. Ενθρονίστηκε με κάθε επισημότητα την Τρίτη 18 Ιουλίου 1972 στον Π. Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. […]
Ο ίδιος αναλάμβανε τα ηνία της Μεγάλης Εκκλησίας με πολλούς ενδοιασμούς, τονίζοντας στον ενθρονιστήριό του:
«Ο Κύριος εζήτει Κυρηναίον. Η Εκκλησία εζήτει Κυρηναίον. Ημείς προσωπικώς ούτε το σθένος ούτε το ανάστημα είχομεν του Κυρηναίου της Σταυρώσεως. Ούτε εκείνου το πνεύμα της αυτοθυσίας. Δεν προσεφέρθημεν αυτοβούλως ίνα γίνωμεν Κυρηναίος. Φωνή εκ των ένδον της Ιστορίας, φωνή εκ των ένδον του θυσιαστηρίου, φωνή τραγική εκ των περί ημάς, φωνή Κυρίου εγένετο προς ημάς. Ημείς εφεύγομεν. Παρεκαλέσαμεν. Ικετεύσαμεν, συναίσθησιν πλήρη έχοντες αφ’ ενός μεν του πελωρίου του Σταυρού, αφ’ ετέρου δε της ημών αναξιότητος και ασθενείας».
Έτσι ταπεινός παρέμεινε ο Πατριάρχης Δημήτριος σε όλη την πατριαρχία του. Κι αυτό υπήρξε το μεγαλείο και η ύψιστη αρετή του. Έχω γράψει κάπου παλαιότερα, όταν τον πρωταντίκρυσα από κοντά, ότι η μορφή του αποτελούσε την έκφραση της χαρμολύπης της Ορθοδοξίας και της Πονεμένης Ρωμιοσύνης. Το χαμόγελό του ήταν πάντοτε γλυκόπικρο. Θαρρείς και δεν προλάβαινε να χαρεί για κάτι, αφού οι έννοιες, οι αγωνίες, ο πόνος της χειμαζομένης ομογένειας, του εγγύς μικρού του ποιμνίου, δεν το άφηναν ν’ ανθίσει. […]
Ενθυμούμαι, όταν το 1987 ο Πατριάρχης επισκέφθηκε τον Ναόν του Αγίου Σάββα στην Αλεξάνδρεια, βλέποντας τα μανουάλια στολισμένα με ελληνικές σημαίες και λάβαρα, γύρισε στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, που τον συνόδευε, και του είπε:
«Πού να τα χαρούμε εμείς αυτά;»
[…]
Ο Πατριάρχης Δημήτριος υπήρξε και Οικουμενικός και Πνευματικός ηγέτης του Γένους, αντάξιος των καιρών και της μακραίωνης παράδοσης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
*Αποσπάσματα από κείμενο του διακεκριμένου συγγραφέα, κριτικού και δημοσιογράφου Ιωάννη Χατζηφώτη (1944-2006), που είχε δημοσιευτεί στην «Εκκλησία» (επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος) την 1η Νοεμβρίου 1991, έναν περίπου μήνα μετά την εκδημία του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου Α’.
Ο Χατζηφώτης ήταν τότε διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (κατά κόσμον Δημήτριος Παπαδόπουλος του Παναγιώτη), εκκλησιαστική προσωπικότητα με διεθνές κύρος και ακτινοβολία, πνευματικός ηγέτης των απανταχού Ορθοδόξων επί μία περίπου εικοσαετία, γεννήθηκε στα Θεραπειά της Κωνσταντινούπολης στις 8 Σεπτεμβρίου 1914.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από το 1931 έως το 1937. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Ναζιανζού Φιλόθεο, το δε 1942 πρεσβύτερος από τον ίδιον αρχιερέα.
Από το 1945 έως το 1950 διετέλεσε προϊστάμενος της Ορθόδοξης κοινότητας της Τεχεράνης, στο πανεπιστήμιο της οποίας δίδαξε μάλιστα την ελληνική γλώσσα.
Το 1964 εξελέγη επίσκοπος Ελαίας και διορίστηκε αρχιερατικός προϊστάμενος της επισκοπικής περιφέρειας Ταταούλων (Ταταύλων/Κουρτουλούς).
Το Φεβρουάριο του 1972 εξελέγη μητροπολίτης της επαρχίας Ίμβρου και Τενέδου.
Στις 16 Ιουλίου 1972 εξελέγη από την Αγία και Ιερά Ενδημούσα Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης υπό το όνομα Δημήτριος Α’.
Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του εργάστηκε με σύνεση και ταπεινότητα για τη συνέχιση της μακραίωνης ιστορίας και παράδοσης της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, κατέβαλε δε άοκνες προσπάθειες για τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την προώθηση της χριστιανικής ενότητας και καταλλαγής.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Α’ εκοιμήθη στις 2 Οκτωβρίου 1991.
Διάδοχος του Δημητρίου Α’ στον πατριαρχικό θρόνο υπήρξε ο από Χαλκηδόνος Βαρθολομαίος, ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης.
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.