Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας θαυματοποιός της μουσικής και του στίχου, δημιουργικά τοπικός και ταυτόχρονα οικουμενικός. Συνόδευσε και συνοδεύτηκε από όλες τις γενιές της Μεταπολίτευσης
Ο Διονύσης Σαββόπουλος πέρασε στην Ιστορία. Από το πρώτο νήμα της νεανικής ανταρσίας του με την κάθοδό του με το περίφημο φορτηγό από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και βέβαια με τον ομώνυμο δίσκο που του έκανε ο θρυλικός Αλέκος Πατσιφάς στη Λύρα των Καρύδη- Πατσιφά όλη η ζωή του σημαντικού τραγουδοποιού που έφυγε την Τρίτη το βράδυ είχε μπόλικη δημιουργία, ένα ποιητικό έργο με εύρος και βάθη, Πολιτική, Ιδέες και στάσεις για τα κοινωνικά θέματα.
Θύμωνε πολλές φορές το δικό του ακροατήριο. Αγαπούσε και ξε-αγαπούσε το κοινό του τον ίδιο. Όπως τότε με το Κούρεμα που δεν έβρισκε δουλειά – βρήκε μέσω του Γιάννη Πάριου κάτι που πάντα το έλεγε και το χρώσταγε στον Έλληνα τραγουδιστή. Τα λεγε πάντα αυτά. Μαλάκωνε και σκλήραινε. Σαν τον ήχο του. Που αρχικά και κάπως αμήχανα η μουσική κριτική τον κατέταξε με το Φορτηγό και για μερικά χρόνια ακόμα στο περίφημο Νέο Κύμα, αλλά και που ο προσεκτικός ακροατής της εποχής διέκρινε ήδη από εκείνη την πρώτη φάση της δημιουργίας του τα σπέρματα μιας συνολικότερης νέας θέσης και αμφισβήτησης πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
Όχι μόνο της δεκαετίας του 60 αλλά και των εποχών που θα έρχονταν. Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας θαυματοποιός της μουσικής και του στίχου και με μεγάλη ευκολία και ταλέντο από τη Ρουλότα που τον πρωτογνώρισε ή τον πρωτοαγάπησε ένα δικό του κοινό μεταπήδησε στο Κύτταρο με τους περίφημους συγκερασμούς ενός ηλεκτρικού ήχου, αλλά και τοπικών δημοτικών ιδιωμάτων.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε για χρόνια πολύ δημιουργικά τοπικός και ταυτόχρονα οικουμενικός. Στο Μπάλλο θα διακρίνει κανείς τον πρωτοπόρο ήχο αν και πάλι ήδη από τότε ο Διονύσης οργάνωνε το επόμενο βήμα του. Τη μοναχική θα έλεγε κάποιος δική του τραγουδοποιία. Αυτή που γνώρισαν και αγάπησαν γενιές και γενιές με τα τραπεζάκια έξω, με τη ρεζέρβα, με τα δέκα χρόνια κομμάτια. Μέχρι και το Κούρεμα, που το προοδευτικό κοινό του γύρισε την πλάτη, ο Διονύσης τα έβαλε όχι μόνο με την Αριστερά, αλλά με το ΠΑΣΟΚ, τον Ανδρέα, το λαϊκισμό.
Για τη δική μου γενιά ήταν καθοριστική η μουσική εκπομπή του Ζήτω το ελληνικό τραγούδι που τώρα καταλαβαίνουμε όχι μόνον πόσο φρέσκια και νέα ήταν ακόμα και για την ίδια την ΕΡΤ της εποχής, όχι απλώς επειδή σύστησε νέους τραγουδοποιούς και νέους ήχους όπως για παράδειγμα τον Βασίλη Καζούλη, όχι απλώς και μόνον γιατί ήταν μια μουσική αμιγώς εκπομπή που μπορούσε να παρουσιάσει την σκηνή της Θεσσαλονίκης ή να βάλει σε μία βάρκα την Καίτη Γκρέυ, τον Μπιθικώτση και την Αρβανιτάκη να τραγουδούν.
Το Ζήτω το ελληνικό τραγούδι ήταν ο ίδιος ο Διονύσης σε κείμενα Φασουλή. Με τη βοήθεια του φίλου του Γιώργου Κοντογιάννη. Και ήταν ακριβώς η δική του οπτική πάνω στην παραδοχή πως το ελληνικό τραγούδι είναι ένα συμβάν και ένα μεγάλο γεγονός μέσα στη νεότερη ελληνική και πολιτική ιστορία που δεν παρηγορεί απλώς ή δεν ψυχαγωγεί το κοινό, αλλά αποτελεί τον καλύτερο ακόλουθο όλων των τάσεων και όλων των αντινομιών του δικού μας λαού.
Από τους Αχαρνείς με νέους τραγουδοποιούς ως το Μην Πετάξεις Τίποτα. Λάτρεψε και αγάπησε το λαϊκό τραγούδι, συνεργάστηκε και με λαϊκούς, έκανε μουσική για κινηματογράφο όπως το Χάππυ Νταίη του Παντελή Βούλγαρη όπου βάζει τον Μιχάλη Μενιδιάτη να τραγουδά.
Πάνω από όλα ο Διονύσης που πέταξε τη Τρίτη το βράδυ είναι ο Διονύσης που μπορεί να πιάνει τα νήματα όλων όσων προηγήθηκαν εκείνου, όπως τους ρεμπέτες ή την Σωτηρία Μπέλλου στο Βρώμικο ψωμί. Αλλά και όσων θα ακολουθούσαν τα τελευταία χρόνια. Τσαλαβούτησε σε ρεύματα μα με μια έγνοια για το Συλλογικό. Είχε μία πίστη και μία αγάπη για τους νέους καλλιτέχνες, τους νέους τραγουδοποιούς. Από εκείνον και τον Χατζιδάκι μάθαμε το Φοίβο Δεληβοριά, αλλά και από εκείνον μπορέσαμε να να ξαναδιαβάσουμε και να ξανακούσουμε το έργο του διαμορφωμένο και ανασκευασμένο από τους κορυφαίους μουσικούς Κιουρτσόγλου και Λάντσια στον Πυρήνα.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος συνόδευσε και συνοδεύτηκε από όλες τις γενιές της Μεταπολίτευσης. Τραγούδησε και τις σχολίασε, τις καυτηρίασε, τις ύμνησε ως μέρος εκείνων των εκδρομέων του ’60. Ένας εκδρομέας και κείνος.
Με ματαιώσεις, λάθη και αντινομίες αλλά ταυτόχρονα και τα δικά τους όνειρα. Το έργο του και ο ίδιος είναι πια ανοιχτά στον μεγάλο κινητήρα της Ιστορίας. Σε ένα νεότερο κοινό που θα τον ανακαλύψει, θα τον ξαναδιαβάσει και θα τον ξανακούσει με ακόμα πιο λίγες αγκυλώσεις.