Αποδέχτηκε την πρόταση που του έγινε από την κυβέρνηση και το διορισμό του από το Υπουργικό Συμβούλιο «με τη σαφή πρόθεση να υπηρετήσω την ελληνική πολιτεία και τον Έλληνα πολίτη και όχι τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Προφανώς, έχω την υποχρέωση να φέρω στην επιφάνεια τα κακώς κείμενα, αλλά δεν είναι πρόθεση ούτε δική μου ούτε των συνεργατών μου να βγαίνουμε και να καταγγέλλουμε. Η καταγγελία δεν είναι αυτόχρημα και θεραπεία. Ο θεσμός θα κριθεί από την ικανότητά του να μπορέσει να παρουσιάσει προτάσεις βελτίωσης ή θεραπείας των προβλημάτων».
Γραφειοκρατία, αδράνεια, αναποτελεσματικότητα. Μια δημόσια διοίκηση χρονίως νοσούσα. Τι φταίει; «Νομίζω ότι ως ένα μεγάλο βαθμό η παθολογία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι στήθηκε σε συνάρτηση μ’ ένα κράτος που ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια εκατό και πλέον ετών. Για να το πω διαφορετικά, η ύπαρξη ενός έντονου αλυτρωτικού κινήματος, η Μεγάλη Ιδέα, οδηγούσε στη βεβαιότητα πολιτικών και πολιτών ότι το τότε υπάρχον κράτος ήταν προσωρινό. Τραγικά λανθασμένο, όπως αποδείχθηκε, που είχε όμως ως αποτέλεσμα οι πρόχειρες, προσωρινές και μη ορθολογικές δομές να αποκτήσουν βαθιές ρίζες».
Το μείζον, όμως, κατά τον κ. Διαμαντούρο είναι ότι η ίδια η δομή του ελληνικού κράτους διαποτίστηκε από τις λεγόμενες πελατειακές σχέσεις. «Το ελληνικό κράτος λειτούργησε από την αρχή με την καταλυτική δύναμη των πολιτευτών να μπορούν να προσδιορίζουν το πολιτικό προσωπικό της διοίκησης. Αυτό καταργεί εξ ορισμού τη θεσμοποίηση μιας μόνιμης διοικητικής μηχανής, ικανής να εξωτερικεύσει μηχανισμούς αυτοπροστασίας και συμπεριφοράς, να αποκτήσει κανόνες κι ένα συναίσθημα ιδίας θεσμικής ομοιογένειας, την οποία και να μπορέσει να προστατεύσει και να χρησιμοποιήσει, ώστε να καταστεί αξιόπιστος σύμβουλος τής εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας».
Αυτή ακριβώς η αδυναμία είναι που στο πέρασμα του χρόνου οδηγεί στον κατακερματισμό της δημόσιας διοίκησης, στη χαμηλή συλλογική αυτοεκτίμηση, στη μεγάλη διείσδυση της διοίκησης από την πολιτική τάξη. «Πολλοί έχουν διοριστεί γιατί τους έχει φέρει ο τάδε υπουργός ή η τάδε παράταξη, κατόπιν τούτου δεν συνεργάζονται με τους αντιθέτους, πράγμα που δημιουργεί τρομακτικά προβλήματα λειτουργίας».
Έχει βάση το επιχείρημα ότι για την κακοδαιμονία της δημόσιας διοίκησης ευθύνεται, μεταξύ άλλων, και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων; «Εάν έχουμε ένα κράτος δικαίου, στο οποίο εφαρμόζονται οι νόμοι κατά τρόπο που να καλύπτουν όλους τους πολίτες, τότε η ύπαρξη μιας μόνιμης διοίκησης προσηλωμένης στην εφαρμογή του κράτους δικαίου είναι θετική. Αν, όμως, υπάρχει μια κατάσταση στην οποία υπάρχει η μονιμότητα χωρίς να έχει εμπεδωθεί η ηθική υποχρέωση της διοίκησης να εφαρμόζει το κράτος δικαίου, τότε βεβαίως η μονιμότητα μπορεί να οδηγήσει στην αυθαιρεσία».
Κατά τον κ. Διαμαντούρο, δεν είναι τόσο απλό να καταργηθεί η μονιμότητα γιατί «οι εύκολες λύσεις είναι και επιπόλαιες λύσεις. Η πρόταση ν’ αλλάζουν όλα παραπέμπει στην έννοια ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Σταδιακά μπορούν να επέλθουν αλλαγές, εφόσον υπάρχει η πρόθεση, η βούληση και η διάρκεια. Και τη διάρκεια τη δίνει η μονιμότητα…»
Έλειψε πολλά χρόνια από την Ελλάδα ο κ. Νικηφόρος Διαμαντούρος, και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να δει με άλλο μάτι τη χώρα του. Μέσα σε ένα συγκριτικό πλαίσιο. «Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε την παράδοση να πιστεύουμε ότι τα πάντα εκπορεύονται από εδώ, ότι η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων είναι κτήμα μας, και αφού συμβαίνει να είναι και η πηγή του δυτικού πολιτισμού, δεν είναι ανάγκη να προσφεύγουμε σε άλλους».
Το λυπηρό γεγονός παραμένει ότι μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη και σύγχρονης εποχής μεσολάβησαν πολλές εκατονταετίες, στις οποίες άλλες χώρες πήγαν μπροστά, η Ελλάδα όμως υστέρησε και γιατί ιστορικά βρέθηκε υπό συνθήκες που δεν της το επέτρεψαν. «Γι’ αυτό πιστεύω στην ανάγκη της συγκριτικής προσέγγισης που επιτάσσει η ίδια η λογική της νεωτερικότητας. Δεν χρειάζεται κάθε φορά να εφευρίσκουμε την πυρίτιδα. Αν κάποια πράγματα έχουν γίνει από άλλους, ας τα πάρουμε και ας τα αντιγράψουμε —όχι ακρίτως— προσαρμοσμένα στις δικές μας ιδιαιτερότητες. Όσο περισσότερο λαμβάνουμε υπόψη μας τη διεθνή εμπειρία, τόσο πιο κερδισμένοι βγαίνουμε».
Κατά τον κ. Διαμαντούρο, η σύγχρονη εποχή απαιτεί αυξημένα προσόντα και επαγγελματικές δεξιότητες, κατά συνέπεια διαφορετικό τρόπο απόκτησης γνώσεων. «Δεν έχει σημασία πόσα πτυχία έχεις πάρει, αλλά ποια είναι η ποιότητα του καθενός. Συχνά λέω στους φοιτητές μου ότι πρέπει να θεωρούν βέβαιο ότι τρεις και τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους θα πρέπει να επανέλθουν στα θρανία για επανακατάρτιση».
Από την άλλη μεριά, η σύγχρονη εποχή αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος λειτουργεί με γνώμονα τη λογική του συμφέροντός του. «Δεν είναι η μόνη αρχή, γιατί ασφαλώς υπάρχει η αρχή της αλληλεγγύης. Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος για να διασφαλίσει κανείς τα συμφέροντά του είναι η επάρκεια των προσόντων, ώστε να ανταποκριθούμε στις εκάστοτε προκλήσεις, γιατί διαφορετικά θα οχυρωθούμε πίσω από την έννοια ότι τα συμφέροντα και ο ανταγωνισμός είναι κακά, με συνέπεια να μείνουμε σε μια στατική εικόνα της κοινωνίας, που θα έχει από τα πράγματα ξεπεραστεί. Η ελληνική κοινωνία έχει μπει σ’ αυτήν τη λογική, της είναι επώδυνη, μεγάλος αριθμός ανθρώπων υποφέρει από αυτήν την προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση, πιστεύω όμως ότι είναι μονόδρομος. Καμιά χώρα του κόσμου, ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ελβετία ούτε η Νέα Ζηλανδία, δεν μπορεί πλέον στη σημερινή εποχή να το παίξει μοναχικός καβαλάρης».
Πώς είναι το ελληνικό πανεπιστήμιο; «Σε σχέση με τι;» Με τα πανεπιστήμια του εξωτερικού. «Ποιας χώρας του εξωτερικού;» Και συνεχίζει: «Αν μιλάμε για τον ερευνητικό κόσμο, θα έλεγα ότι πράγματι τα ελληνικά πανεπιστήμια υστερούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις φοιτητών. Τα πανεπιστήμια όμως τα ίδια —και πάλι με εξαιρέσεις— έχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Γενικότερα, θεωρώ ότι το υπόδειγμα εκπαίδευσης που ακολουθείται στα πανεπιστήμια πρέπει να αλλάξει ριζικά, γιατί είναι παρωχημένο. Στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αποστήθιση ολίγων κειμένων, που οδηγεί σε πνευματική αυτοαπομόνωση, αφαιρώντας μας τη δυνατότητα να αποκτήσουμε γνώσεις μέσα από τη συγκριτική προσέγγιση των πραγμάτων. Η γνώση δεν είναι μια κονσέρβα που τη σερβίρουμε. Γνώση σημαίνει αναζήτηση, διερεύνηση, ταξίδι, σημαίνει να μπεις στα βαθιά νερά να κολυμπήσεις, σημαίνει εμπλοκή με την επιθυμία να αποκομίσεις οφέλη που θα μείνουν μαζί σου. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αποστηθίζοντας ένα βράδυ για να περάσεις το διαγωνισμό, ούτε αν διακατέχεσαι από την αίσθηση ότι αυτό που έχει σημασία στη ζωή είναι να πάρεις ένα πτυχίο για να βρεις μια θέση. Για όλους αυτούς τους λόγους, το υπόδειγμα εκπαίδευσης που ακολουθείται σήμερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να επιβιώσει, καθώς αλλάζουν ραγδαία οι συνθήκες γύρω μας».
*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Νικηφόρος Διαμαντούρος στη δημοσιογράφο Κάτια Πετροπούλου και στην εφημερίδα «Τα Νέα» με αφορμή το διορισμό του στη θέση του Συνηγόρου του Πολίτη, το έτος 1998. Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 11 Ιουλίου 1998.
Ο ακαδημαϊκός Νικηφόρος Διαμαντούρος, νυν ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 1942.
Υπήρξε ο πρώτος Συνήγορος του Πολίτη στην Ελλάδα, από τον Οκτώβριο του 1998 έως τον Απρίλιο του 2003, όταν ανέλαβε καθήκοντα ως Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (2003-2013).
Το εκτενές συγγραφικό έργο του Διαμαντούρου αφορά κυρίως την πολιτική και την ιστορία της Νότιας, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας (εκδημοκρατισμός, διαδικασία συγκρότησης εθνών-κρατών, σχέση πολιτισμού και πολιτικής, θεσμός του Διαμεσολαβητή και αρχές της χρηστής διοικητικής πρακτικής).
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.