Λίγο πριν τα Χριστούγεννα (σ.σ. του έτους 1976) ο Λουντέμης δέχτηκε στο σπίτι του το συντάκτη του «Ταχυδρόμου» Γιάννη Γεωργάκη. Απο τη συνομιλία τους εκείνης της μέρας ξεχωρίζουμε τα παρακάτω:
Η νοσταλγία της γενέθλιας γης είναι ένα δημιουργικό κίνητρο. Μόνο δεν πρέπει να πολυκαιρίσει. Εγώ στα ξένα έχασα τους ανθρώπους του τόπου μου, τα φερσίματά τους, τη μιλιά τους. Καλά που υπήρχαν οι κασέτες, αλλιώς θάχανα και τη μουσική του τόπου μου. Η μουσική είναι η πιο αυθεντική ταυτότητα ενός λαού.
Η μοίρα του λογοτέχνη είναι ανακατεμένη με τη μοίρα του ανθρώπου. Με τη διαφορά ότι μες στο στέρνο του πάσχουν πολλοί. Γι’ αυτό, σε μια τέτοια εποχή, γεμάτη αίματα και προδομένες προσδοκίες, ζει περισσότερο με τους εφιάλτες παρά με τους ανθρώπους.
Για τα ελληνικά γράμματα δεν χωρεί αμφιβολία ότι βλάστησε μια καινούργια γενιά. Τα επιτεύγματά της όμως μου είναι άγνωστα. Απ’ τα βιβλία που πήρα με σταμάτησαν δύο ονόματα. Του Καραχάλιου (σ.σ. Κώστας Καραχάλιος, 1914-2002) και του Γεράνη (σ.σ. Στέλιος Γεράνης, 1920-1993). Είναι μια ποίηση άμεση μ’ ολοκάθαρο στόχο και μεστή γλώσσα. Αν υπάρχουν κι άλλα ονόματα του ίδιου επιπέδου, τότε η στάθμη της ποίησης ανέβηκε. Δεν ακούγεται όμως καμιά είδηση για τον πεζό λόγο. Λείπει απ’ τους εργάτες του λόγου η υπομονή κι’ η έφεση; Πάντως είναι φαινόμενο που πρέπει να μας ανησυχήσει.
Οι καιροί είναι πολύ βλοσυροί για να μας περισσεύει καιρός και διάθεση για παιδιαρίσματα. Γράφω ξαπλωμένος. Όχι για να δείξω παραξενιά. Συνήθισα έτσι απ’ τη θητεία μου στα ευαγή ιδρύματα της Μακρονήσου και του Άη Στράτη, όπου ήταν πολυτέλεια κι’ η κουρελού, πόσο μάλλον το γραφείο. Θάπρεπε νάχω ξεσυνηθίσει, μα στο μεταξύ πλακώνουν οι αρρώστιες και τα γηρατειά.
Ο ρόλος του ποιητή μέσα στον τωρινό κόσμο είναι να μη σταματήσει ούτε στιγμή να χτυπά την καμπάνα του κινδύνου. Για να μη μας ξαναπιάσουν στον ύπνο. Να καταγγέλλει, ν’ αποκαλύπτει κι’ αν μπορεί να χαλάει τα σχέδια που ετοιμάζουν το σκοτάδι κι’ οι δυνάμεις του τρόμου. Να μη συμφιλιωθεί ποτέ με το πνεύμα του εφησυχασμού, ή να μεταφέρει τις ευθύνες του στον ώμο του άλλου. Θα ευχόμουν οι άνθρωποι του χρωστήρα, της σμίλης και του καλάμου να ήταν όλοι σαν τον παραπονεμένο ήρωα του Ουάιλντ, που μετά τη σταύρωση, καθισμένος σε μια πέτρα, έκλαιγε. Γιατί δεν πρόφτασε, λέει, να τρέξει αυτός και καρφώσανε τον Χριστό. Εννοώ, να κάνουμε κάθε τι για να σταματήσουν τα σταυρώματα ανθρώπων και λαών, να μην είμαστε μεις κείνοι που θα τραβήξουμε πρώτοι το λαιμό μας απ’ τη θηλιά.
— Έχετε τίποτα έτοιμο ή στα σκαριά;
Οι απαγορεύσεις των γιατρών μούκοψαν τα χέρια. Παρακούω όμως λίγο. Δεν ξέρω τι θα μου στοιχίσει. Ετοιμάζω το τελευταίο απ’ την τριλογία των πνευματικών μορφών, το «Εξάγγελος – Άγγελος Σικελιανός». Ένα μεγάλο μυθιστόρημα, που ψάχνω να του βρω τίτλο. Κάτι ποιητικές συλλογές και κάτι ταξιδιωτικά, που αμφιβάλλω αν θα προλάβω να τελειώσω. Και μετά, τέλος… Όπως συνηθίζουμε να λέμε, «γράφουμε ή για να λυτρωθούμε ή για να διδάξουμε». Στο πρώτο απέτυχα. Στο δεύτερο, τι να σας πω; Εγώ λέω πως καλό θάταν να εξασφαλίζαμε καμιά αποτυχία. Φοβούμαι μην κινδυνέψω ν’ αποκληθώ κάποτε «δάσκαλος».
— Είναι κακό αυτό; Σεις δεν λέγατε τον Βάρναλη «δάσκαλο»;
Ναι. Και τον Μαλακάση, μαιτρ. Μα κείνοι ήταν. Έχω παρατηρήσει ότι κείνο που μαστίζει την τάξη μας είναι η μεγαλομανία — γράψε ματαιοδοξία. Όλοι θέλουν να γίνουν αγάλματα. Μερικοί μάλιστα εθεάθησαν φωτογραφιζόμενοι στην προτομή τους. Βρέθηκαν και εφημερίδες με ολοσχερή έλλειψη του αισθήματος του γελοίου και τις δημοσίεψαν. Θαρρώ πως το να γινόμαστε αγάλματα είναι όχι μονάχα αποκρουστικό, αλλά καταγέλαστο. Πιστεύω πως καλύτερο είναι να πεθάνει κανείς και να ξεχαστεί, παρά να γίνει άγαλμα και να θυμίζει κάθε στιγμή ότι πέθανε. Τι ωφελούν όλ’ αυτά; Θλίψη. Μπορεί ν’ αφήσει κανείς πίσω του λίγη αγαθή, ανθρώπινη μνήμη; Αυτή είναι το μεγαλύτερο άγαλμα. Είδαμε τι πάθανε οι πεθαμένοι κολοσσοί που, αντί να φυτέψουν στον τόπο τους ένα δέντρο, φύτευαν τ’ αγάλματά τους. Τι έμεινε απ’ όλη αυτή τη σπατάλη του ατσαλιού; Μια αποτρόπαια μνήμη.
*Κείμενο του «Ταχυδρόμου» αφιερωμένο στον Μενέλαο Λουντέμη. Είχε δημοσιευτεί λίγες ημέρες μετά το θάνατο του σημαντικού λογοτέχνη, στο τεύχος της 27ης Ιανουαρίου 1977.
Ο Μενέλαος Λουντέμης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδη) γεννήθηκε στην Αγία Κυριακή, χωριό της μικρασιατικής Γιάλοβας (Αιγιαλού), το 1912 (κατ’ άλλη εκδοχή, το 1906).
Γόνος εύπορης οικογένειας της Πόλης, ο Λουντέμης ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (μετονομάστηκε σε Βαλασιάδη μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα) και της Δόμνας Τσουφλίδη.
Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οικογένειά του εγκατέλειψε την Πόλη και εγκαταστάθηκε στον Εξαπλάτανο, χωριό κοντά στην Έδεσσα.
Λόγω της χρεοκοπίας της οικογένειάς του ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί από τα μικράτα του, ενώ αποβλήθηκε για πολιτικούς λόγους από όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Αφού προηγήθηκαν συνεχείς μετακινήσεις της οικογένειάς του, ο Λουντέμης εγκαταστάθηκε τελικά στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε στενά με τον Κώστα Βάρναλη, τον Άγγελο Σικελιανό και τον Μιλτιάδη Μαλακάση, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή ως ακροατής.
Επί Κατοχής ο Λουντέμης έλαβε μέρος στον αντιστασιακό αγώνα ως μέλος του ΕΑΜ, ενώ διετέλεσε και γραμματέας της Οργάνωσης Διανοουμένων του ΕΑΜ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου συνελήφθη, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε.
Ακολούθως εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, ενώ από το 1958 έως το 1976 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, πραγματοποιώντας εκ παραλλήλου αρκετά ταξίδια.
Το 1976 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια που είχε απολέσει επί δικτατορίας και επέστρεψε στην πατρίδα.
Ο Λουντέμης πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, αρχικά στην εφημερίδα «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας (υπογράφοντας ως Τάκης Βαλασιάδης) και ακολούθως στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Πρώτη φορά χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του το 1934, όταν δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Το 1938 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν».
Ο Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες του Μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό.
Στο έργο του (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο κ.ά.) προτεραιότητα έχει η καταγραφή της ωμής πραγματικότητας και των κοινωνικών ανισοτήτων, και όχι ο τρόπος γραφής αυτός καθαυτόν.
Εκκινώντας κατά κανόνα από τα προσωπικά του βιώματα, ο Λουντέμης αναδεικνύει τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των πλέον ασθενών κοινωνικών ομάδων, τη δυστυχία του κόσμου, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τη μοναξιά.
Βιβλία του Λουντέμη μεταφράστηκαν σε πολλές χώρες, προπάντων της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ορισμένα ποιήματά του μελοποιήθηκαν.
Ο Μενέλαος Λουντέμης απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 1977.