Παρά την αδυναμία του μικρού αυτού και ελλαδικού πια κράτους (σ.σ. του βυζαντινού κράτους), η οικονομία και η κοινωνία του διαθέτουν σημαντικά στοιχεία ζωτικότητας, καθώς και στοιχεία τα οποία ευνοούν την πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στο α’ μισό του 14ου αιώνα δύο τουλάχιστον στρώματα του πληθυσμού απολαμβάνουν σχετική ευμάρεια. Η αριστοκρατία —λίγες οικογένειες με καταβολές από την εποχή των Κομνηνών— είναι, ακόμη, ισχυρή και μέλη της κατέχουν μεγάλες περιουσίες. Είναι γνωστή η περιγραφή της περιουσίας του Ιωάννη Καντακουζηνού από τον ίδιο. Είχε, λέει, μεγάλο πλούτο, σ’ όλη τη ρωμαϊκή γη: γαίες από αυτοκρατορικές δωρεές αλλά κι από δικές του επενδύσεις, βοσκήματα, γεννήματα, χρυσάφι και ασήμι. Αρχικά η περιουσία της οικογένειας βρισκόταν στη Μικρά Ασία, αλλά στο 14ο αιώνα οι Καντακουζηνοί είχαν μεγάλα κτήματα στην περιοχή των Σερρών, στη Θεσσαλία, στη Θράκη και πολλά πλούτη συγκεντρωμένα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καντακουζηνός ήταν, βέβαια, ιδιαίτερα πλούσιος και ισχυρός· όμως, ανάλογες περιουσίες είχαν κι άλλα μέλη της αριστοκρατίας: για παράδειγμα, οι Φιλανθρωπηνοί, οι Συναδηνοί και οι Παλαιολόγοι κατείχαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, στη Μικρά Ασία, στην περιοχή έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη. Η γαιοκτησία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια τέτοιων οικογενειών, καθώς, φυσικά, και στα χέρια της Εκκλησίας. Μαζί μ’ αυτές τις μεγάλες οικογένειες, για τις οποίες ο πλούτος και η ισχύς αποτελούσαν κληρονομικό, σχεδόν, δικαίωμα, βρίσκουμε και ανθρώπους που πλούτισαν εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους στον κρατικό μηχανισμό και τη σχέση τους με τον αυτοκράτορα. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν κυρίως στο α’ μισό του 14ου αιώνα, πράγμα φυσιολογικό, εφ’ όσον ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε ακόμη τότε, ενώ αργότερα αδράνησε.
Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο ιδρυτής της δυναστείας
Οι περιπτώσεις του Νικηφόρου Χούμνου, του Θεοδώρου Μετοχίτη και του Αλεξίου Αποκαύκου είναι οι πιο γνωστές. Ο Νικηφόρος Χούμνος είχε σημαντική περιουσία στην Κωνσταντινούπολη και εκτάσεις γης κοντά στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες. Όταν πάντρεψε την κόρη του με τον Ιωάννη Παλαιολόγο, της έδωσε μια προίκα εντυπωσιακή. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης ήταν επίσης πολύ πλούσιος, με γαίες, μεταξύ άλλων, κοντά στις Σέρρες, τις οποίες απέκτησε από αυτοκρατορική δωρεά. Ο Αλέξιος Απόκαυκος πλούτισε κι αυτός από δημόσιες προσόδους: αρχικά είχε τη διαχείριση και εκμετάλλευση των δημόσιων αλυκών και αργότερα έγινε ταμίας των βασιλικών χρημάτων.
Μία απ’ τις πηγές πλούτου της αριστοκρατίας πρέπει να ήταν το εμπόριο ειδών διατροφής. Υπάρχουν διάσπαρτες μαρτυρίες για το φαινόμενο αυτό· οι επιστολές του πατριάρχη Αθανασίου Α’ δείχνουν ότι ο ανεφοδιασμός της Κωνσταντινούπολης με σιτηρά ελεγχόταν απ’ την αριστοκρατία, ενώ στο εμπόριο κρασιού σημαντικός ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας. Στις πόλεις, εξ άλλου, συγκεντρωνόταν δύο ειδών πλούτος. Πρώτο, η αριστοκρατία κατοικούσε κυρίως στις πόλεις, όπου και μεταφερόταν ο πλούτος τον οποίο παρήγε η ύπαιθρος. Δεύτερο, στις παράκτιες κυρίως πόλεις, αλλά και στις πόλεις της ενδοχώρας που βρίσκονταν πάνω σ’ εμπορικούς δρόμους, συγκεντρωνόταν ένα στοιχείο αστικό αποτελούμενο από εμπόρους, ναυτικούς και τραπεζίτες. Αναφορές στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αδριανούπολη, στις Σέρρες στο α’ μισό του 14ου αιώνα δείχνουν ότι οι πόλεις αυτές ήταν πλούσιες και ανθηρές, πράγμα που οφειλόταν εν μέρει στο εμπόριο. Χαρακτηριστική είναι η κατηγορία του Καντακουζηνού εναντίον του Αλεξίου Αποκαύκου, δηλαδή ότι ο τελευταίος είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει όλο το στρατό και το ναυτικό στις παράκτιες περιοχές, και, εγκαταλείποντας την ενδοχώρα, να εστιάσει το κράτος στην Κωνσταντινούπολη, τις ακτές και τα νησιά, και την οικονομία στη ναυτιλία και το εμπόριο. Τίποτα δε δίνει πιο γλαφυρά την εικόνα της φθίνουσας αγροτικής ενδοχώρας και μιας σχετικά ακμάζουσας εμπορικής ζώνης, με κύρια σημεία της τις πόλεις.
Ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος
Συνοπτικά, λοιπόν, στο α’ μισό του 14ου αιώνα έχουμε μιαν αριστοκρατία εδραιωμένη, με έντονη ταξική συνείδηση, και πλούσια, που εδρεύει οικονομικά στην ύπαιθρο και πολιτικά στις πόλεις. Στις πόλεις, πάλι, ένα μέρος του πληθυσμού ζει και πλουτίζει απ’ το εμπόριο και τις οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται μ’ αυτό. Οι σύγχρονοι είχαν αρκετά ξεκάθαρη αντίληψη του φαινομένου, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε απ’ το «Διάλογο πλουσίων και πενήτων», του Αλεξίου Μακρεμβολίτη, κείμενο γραμμένο στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1343.
Ο Μακρεμβολίτης απαριθμεί τις πηγές πλούτου της αριστοκρατίας:
1. Πολλοί πλουτίζουν εξ αρπαγμάτων και εκ δυναστείας. Πρόκειται, υποθέτω, για τους αξιωματούχους και τα μέλη της υψηλής αριστοκρατίας, που θα είχαν ιδιαίτερη δυνατότητα να πλουτίσουν μ’ αυτό τον τρόπο. Ως παράδειγμα μπορεί κανείς ν’ αναφέρει το δεσπότη Ιωάννη, ο οποίος, κατά τον Γρηγόριο Κύπριο, ανάγκασε ένα χασάπη να του παραδώσει 350 ζώα. 2. Άλλοι πλουτίζουν εξ επιστήμης ή εξ εμπορίας. Πρόκειται κυρίως για το εμπορικό στοιχείο. 3. Η κατηγορία αυτών που πλουτίζουν εξ εγκρατείας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως, άλλωστε, σε κάθε εποχή. 4. Η κατηγορία αυτών που είναι πλούσιοι εκ πατρώου κλήρου αναμφισβήτητα περιλαμβάνει την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων.
Πρόκειται για μιαν ενδιαφέρουσα μαρτυρία της εποχής σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους πλουτισμού, δηλαδή από την εκμετάλλευση της γης, απ’ το εμπόριο και από τις δυνατότητες που ακόμη παρείχε η συμμετοχή στον κρατικό μηχανισμό. Όσο για τα εξωτερικά γνωρίσματα και τη νοοτροπία των πλουσίων, κι εδώ ο Μακρεμβολίτης είναι χρήσιμος οδηγός. Η γενική διαπίστωσή του, ότι οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται τους φτωχούς, δεν ενδιαφέρει εδώ. Ένα πρώτο γενικό γνώρισμα και τρόπος συμπεριφοράς είναι ότι οι πλούσιοι δε συγχρωτίζονται με τους φτωχούς και παντρεύονται μεταξύ τους.
Ο Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος
Η λύση που προτείνει ο Μακρεμβολίτης είναι επιγαμίες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Ποια ήταν η πραγματικότητα; Η αριστοκρατία, οι 15-20 οικογένειες που απάρτιζαν τα πιο ψηλά της στρώματα, πράγματι απέδιδαν πολύ μεγάλη σημασία στο γενεαλογικό τους δένδρο. […] Εκείνοι που ανήκαν σε χαμηλότερα αριστοκρατικά στρώματα, καθώς κι εκείνοι που χρωστούσαν την κοινωνική τους θέση στο ότι κατείχαν αξιώματα, απέδιδαν επίσης μεγάλη σημασία στη σύναψη γάμων μ’ αυτή την αριστοκρατία. […]
Δεύτερο γνώρισμα της αριστοκρατίας, πάντα κατά τον Μακρεμβολίτη, ήταν η επίδειξη πλούτου, που κατ’ αυτόν συνίσταται στη μεγαλόπρεπη ζωή. Οι πλούσιοι έχουν χρυσά σκεύη, πλουσιοπάροχα φαγητά και, κυρίως σ’ αυτό θέλω να επιμείνω, πολυτελή οικήματα. Η των οίκων τερπνότης και η εκ των τριστέγων κατά καιρόν των φιλτάτων αέρων αναπνοή, καθώς και η των κτημάτων περιουσία και η τούτων απόλαυσις, είναι πράγματα ιδιαίτερα αγαπητά στους πλουσίους. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς δίνει κι άλλο ένα χαρακτηριστικό των πλουσίων, τα εξεζητημένα και ξενικά ενδύματα. Πρόκειται για μια αριστοκρατία που βρίσκει την εξωτερική της δικαίωση στην κατανάλωση και στην επένδυση χρημάτων σ’ εντυπωσιακά κτίρια. […]
Επομένως, στο α’ μισό του 14ου αιώνα υπάρχει στην Πρωτεύουσα μια αριστοκρατία η οποία διατηρεί τις παραδοσιακές πλουτοπαραγωγικές πηγές: γη και τη δυνατότητα πλουτισμού μέσα απ’ τον κρατικό μηχανισμό. Η ιδεολογία αυτής της αριστοκρατίας την οδηγεί να κτίζει παλάτια, ναούς και μοναστήρια. […] Παρατηρούμε ότι τα μέλη της αυτοκρατορικής αριστοκρατίας, και όσοι προσπαθούν να προσεγγίσουν την τάξη αυτή, επενδύουν χρήματα σε δύο ειδών οικοδομικές δραστηριότητες: κτίζουν παλάτια, υποδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι ανήκουν στη σωστή τάξη, και κάνουν έργα τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωφελή, δηλαδή ιδρύουν μοναστήρια, τα οποία μπορούν ακόμη να προικίζουν με σημαντικές εκτάσεις γης, ή κτίζουν εκκλησίες. Τα κοινωφελή έργα ως έκφραση φιλανθρωπίας θεωρούνται, νομίζω, καθήκον της αριστοκρατίας και είναι ενσωματωμένα στην ιδεολογία της. Η αρετή είναι, βέβαια, κατά πρώτο λόγο αυτοκρατορική και, κατ’ επέκταση, γίνεται ίδιον της αριστοκρατίας. […]
Ο Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος
Αξίζει, ακόμη, ν’ αναφερθεί ότι οι σύγχρονες πηγές αναφέρουν με κάποια συχνότητα την οικοδόμηση σπιτιών και άλλων κτισμάτων. […]
Τα φαινόμενα αυτά ανήκουν στο α’ μισό του 14ου αιώνα και πάντως στην εποχή πριν το μεγάλο εμφύλιο πόλεμο (σ.σ. ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, των ετών 1341-1347/54), ο οποίος αποτελεί τομή και στο σημείο αυτό. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μακρεμβολίτης στα 1343, παλιότερα οι πλούσιοι ίδρυαν γηροκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, έκαναν δηλαδή χρήση του πλούτου τους προς γενικότερο όφελος. Τότε, όμως, συνεχίζει ο Μακρεμβολίτης, η αυτοκρατορία ήταν πλούσια, ενώ στην εποχή του ήταν κυριαρχούμενη: νυν δ’ είλωτες σχεδόν πάντες και τρισαιχμάλωτοι οι κάτοικοί της δεν μπορούσαν πια να κάνουν μεγάλα πράγματα, ευάριθμοι όντες ημείς προς πλήθος άπειρον. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι αναφορές στα μεγάλα κτίσματα και την ανάλωση πολλών χρημάτων για την οικοδόμηση πλούσιων σπιτιών, παλατιών, μοναστηριών σταματούν. Αντίθετα, οι πηγές μαρτυρούν την ερείπωση των πλούσιων σπιτιών. Στο τέλος του πρώτου εμφυλίου πολέμου (σ.σ. διήρκεσε από το 1321 έως το 1328), το 1328, ο «δήμος» κατέστρεψε το παλάτι του Μετοχίτη· στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, τα σπίτια των «δυνατών» στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αδριανούπολη λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Τα μεγαλοπρεπή σπίτια ήταν σύμβολο της δύναμης της αριστοκρατίας και πρέπει να δούμε την καταστροφή τους ως συμβολική πράξη, καθώς, φυσικά, και ως πράξη με οικονομικό περιεχόμενο.
*Αποσπάσματα από ευσύνοπτη μελέτη της Αγγελικής Λαΐου, που έφερε τον τίτλο «Στο Βυζάντιο των Παλαιολόγων: Οικονομικά και Πολιτιστικά Φαινόμενα» και είχε συμπεριληφθεί στο «Ευφρόσυνον», τιμητικό τόμο για τον Μανόλη Χατζηδάκη (έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων/ΤΑΠ, τόμος 1, Αθήνα, 1991).
Το εν λόγω κείμενο της Λαΐου ήταν βασισμένο στην εισήγηση που η ίδια είχε κάνει στο Ένατο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, που είχε οργανώσει η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ) το Μάιο του 1989 στην Αθήνα. Αντικείμενο της εισήγησης αυτής ήταν οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τα έτη 1261-1400.
Η διαπρεπής βυζαντινολόγος Αγγελική Λαΐου, που είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1941, έφυγε από τη ζωή στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
Η Λαΐου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές της στις ΗΠΑ.
Δίδαξε Ιστορία σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και σε ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ευρώπης.
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η θητεία της στο φημισμένο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ, όπου έκανε το διδακτορικό της και διετέλεσε τακτική καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας, πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και διευθύντρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Dumbarton Oaks.
Η Λαΐου, που είχε παντρευτεί τον καθηγητή Οικονομικών Επιστημών Σταύρο Θωμαδάκη, υπήρξε από το 1998 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (η δεύτερη γυναίκα μετά τη Γαλάτεια Σαράντη), ενώ κατέλιπε αξιόλογο συγγραφικό έργο.
Την περίοδο 2000-2002 η Λαΐου διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, ενώ από το Μάιο έως το Νοέμβριο του 2000 χρημάτισε υφυπουργός Εξωτερικών (αρμόδια για τον Απόδημο Ελληνισμό).