Το εμβληματικό έργο του Άρνολντ Γουέσκερ «Η κουζίνα», ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου, κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Κιβωτός την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου. Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθετεί ένα ensemble 14 ηθοποιών και μουσικών, με τον Μιχάλη Σαράντη στον κεντρικό ρόλο.
Γραμμένο το 1956, το έργο έχει παρουσιαστεί σε περισσότερες από 30 χώρες σε όλο τον κόσμο – από τη Βραζιλία μέχρι την Ιαπωνία – και έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο και δύο στην τηλεόραση. Σήμερα, παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, φωτίζοντας με κυνισμό και ευαισθησία το υπαρξιακό αδιέξοδο των ανθρώπων, στην παγκόσμια εργασιακή ζούγκλα.
Ο Μιχάλης Σαράντης και το υπόλοιπο καστ της παράστασης μιλούν στο in και μας ξεναγούν στην Κουζίνα τους
Αν το θέατρο είναι μια «κουζίνα» ιδεών και συναισθημάτων, ποιο “πιάτο” θα λέγατε ότι φτιάχνετε με αυτήν την παράσταση;
Μιχάλης Σαράντης: Έχω μια αδυναμία στις σούπες. Μου προσφέρουν πάντα μια αίσθηση ζεστασιάς και ασφάλειας, ένα καταπραϋντικό συναίσθημα. Έχω την εντύπωση ότι η παράσταση «σερβίρει» μια σούπα με μια μαγική ιδιαιτερότητα. Βάζοντας το πρόσωπό σου πάνω από το πιάτο για να την μυρίσεις ή για να της βάλεις πιπέρι, ξέρω, λίγο πριν ξεκινήσεις να την τρως, συνειδητοποιείς ότι λειτουργεί ως καθρέφτης και ότι βλέπεις στην επιφάνεια της το είδωλό σου. Είτε καθαρά, είτε λίγο παραμορφωμένα. Αλλά το βλέπεις. Από εκεί και πέρα είναι στο χέρι σου πώς θα αισθανθείς με αυτό το γεγονός.
Ιλιάνα Καραπασιά: Η παράστασή μας έχει ως Σπεσιαλιτέ το πιάτο του Καπιταλισμού. Αποτελείται από εκφυλισμένα ιδανικά, μαγειρεμένα σε δυνατή φωτιά. Συνοδεύονται με μια ελαφριά μους, φτιαγμένη από ατελείωτες ώρες δουλειάς και άγχους, σπόρους ανισότητας και εκμετάλλευσης και τέλος μερικά φύλλα απανθρωπισμού, που χαρίζουν μια γλυκόπικρη επίγευση στον θεατή-καταναλωτή.
Γιώργος Κατσής: Μπορεί να ήταν ένα γρήγορο, όχι πολύ νόστιμο πιάτο, ένα πιάτο που έχει φτιαχτεί με πίεση, σε λιγότερο χρόνο από αυτόν που χρειάζεται, με φτηνές πρώτες ύλες σε δεκαπλάσια κοστολόγηση της αντικειμενικής του αξίας στο τέλος, στημένο πιο όμορφο από τη γεύση του, από ένα εργατικό δυναμικό που σηκώνει όλο το βάρος της παραγωγής και παραχωρεί – χωρίς καμία άλλη επιλογή – το ολοκληρωτικό κέρδος στον εργοδότη εκμεταλλευτή τους και στο «μεγάλο όνομα» της κουζίνας. Εκ των πραγμάτων όλα προς τα εκεί οδεύουν ούτως ή άλλως. Και στις κουζίνες και στα θέατρα.
Δανάη Καλούτσα: Αν το θέατρο είναι κουζίνα τότε φτιάχνουμε ψωμί. Φτιάχνουμε κάτι βιωμένο από όλους, κάτι πυρηνικό. Το πρώτο στερεό πράγμα που τρώει κανείς. Κάτι τόσο καθημερινό αλλά βαθιά ανθρώπινο.
Gary Salomon: Δεδομένου ότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα ειδικά επιμελημένο γαστρονομικό ταξίδι, και καθώς είναι γεμάτο με διαφορετικές γεύσεις, χρώματα και υφές, ίσως αυτή η παράσταση να μοιάζει λίγο με ένα μενού degustación (μενού γευσιγνωσίας). Και ίσως να απολαμβάνεται καλύτερα με το σωστό κρασί για συνοδεία. Όμως, εγώ προσωπικά δεν ξέρω ποιο κρασί είναι αυτό — θα πρέπει να ρωτήσετε τον σεφ.
Αναστασία Στυλιανίδη: “Ραγού Αστακού». Μια πολυπολιτισμική φορεμένη πολυτέλεια που βράζει μέσα στον ημερήσιο ιδρώτα της εξάντλησης των δυνάμεων και των ονείρων μας. Από εμάς για εσάς. Ή και το αντίθετο.
Πολύδωρος Βογιατζής: Ο Μαράνγκο, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Είναι εξουσιαστικός, χειριστικός, εξωστρεφής και κάπως γλοιώδης. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η γεύση, όσο η πειθαρχία. Θέλει το φαγητό να «τρέχει», όπως και οι άνθρωποι. Είναι η προσωποποίηση της πίεσης και της ανάγκης για έλεγχο. Η κουζίνα του είναι ένα καζάνι που βράζει – όχι μόνο από σάλτσες, αλλά από εντάσεις, κουρασμένα σώματα και σπασμένα νεύρα. Έτσι πιστεύω ότι θα έφτιαχνε ένα κοκκινιστό μοσχάρι με καυτερή πάπρικα και μαύρο πιπέρι, πνιγμένο σε βαριά σάλτσα κρασιού, σερβιρισμένο με πατάτες τηγανητές που στάζουν λάδι. Ένα πιάτο δυνατό, σχεδόν «επιθετικό», που επιβάλλεται στο τραπέζι όπως κι εκείνος στους ανθρώπους του. Πλούσιο, βαρύ, και κάπως βρόμικο — όχι απαραίτητα για να το απολαύσεις. Γενικότερα, η παράστασή μας είναι ένα πιάτο με έντονες αντιθέσεις — μια δημιουργική «σούπα» που συνδυάζει γλυκές και πικρές γεύσεις. Έχει νοσταλγία σαν ένα αχνιστό φαγητό που θυμίζει σπίτι, έχει ένταση σαν καυτερό μπαχαρικό που σου καίει τον ουρανίσκο, έχει χιούμορ σαν μια αναπάντεχη γεύση που σε ξαφνιάζει ευχάριστα, και βεβαίως σκέψη, όπως ένα πιάτο που σε βάζει να αναρωτηθείς «τι τρώω ακριβώς; » ή και «τι σημαίνει αυτό για μένα;».
Ειρήνη Μακρή: Το θεατρικό σκηνικό της σύγχρονης Ελλάδας και δη της Αθήνας, είναι πολυποίκιλο και στα όρια του κορεσμού, ωστόσο γεμάτο από ιδέες. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η δική μας παράσταση είναι ένα «βρώμικο» σάντουιτς από καντίνα στεγασμένη. Ένα καλό κομμάτι ψωμί, στουμπωμένο με διαφορετικά πολιτισμικά υλικά, μπαχάρια, τεχνοτροπίες, ιδρώτα, μόχθο, αλλά γόνιμη σκέψη και πολλή δουλειά από πίσω. Ένα προσεγμένο φαγητό, που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει και να χορτάσει όλος ο κόσμος, μια και τα βασικά συστατικά είναι πρωτόλεια, αναγνωρίσιμα και μας αφορούν βαθιά όλους.
Γιώργος Μπουκαούρης: Το πιάτο που ταιριάζει σε αυτή την παράσταση είναι κάτι με ωμά και πολυπολιτισμικα στοιχεία που σίγουρα έχει έντονο καυτερό χαρακτήρα. Ίσως κάτι σαν ταρτάρ βοδινού με μπαχαρικά, τσίλι και μια πολύ μικρή δόση δροσερής ρόκας στην άκρη, που όμως δεν είναι ικανή να σβήσει το κάψιμο ούτε στο ελάχιστο. Βρίσκεται εκεί σαν ελπίδα για να συνεχίζεις να τρως μέχρι να ολοκληρώσεις όλο το πιάτο.
Σαμουήλ Ακίνολα: Το πιάτο που θα έφτιαχνα θα το ονόμαζα Το Ηφαίστειο της Διαφορετικότητας. Ένα πιάτο που ενώνει τα πιο ξεχωριστά “υλικά” του κόσμου – ιδέες, συναισθήματα, εμπειρίες. Για να φτάσει όμως στη γεύση του, χρειάζεται προσπάθεια, δοκιμές και αναμείξεις. Όπως και το θέατρο, έτσι κι αυτό γεννιέται μέσα από τη συνεργασία και τη ζύμωση πολλών διαφορετικών στοιχείων. Το αποτέλεσμα είναι κάτι ζωντανό, δυνατό και αληθινό.
Χρήστος Σαπουντζής: Θα ήταν ενα πιάτο πολυπολιτισμικό, με υλικά απ’ όλες τις ηπείρους. Πολύχρωμο με έντονη μυρωδιά αίματος και ιδρώτα και ελπίζω στην επίγευση οχι ακριβώς ευχάριστο, αλλά να ανοίγει πληγές για συζήτηση στα κλουβιά των μυαλών. Ιωάννα Δερμετζίδου: Μου έρχεται στο μυαλό κάτι σαν παστίτσιο. Πολλά στρώματα, άλλα πιο πάνω, άλλα πιο κάτω, που το καθένα απαιτεί την δική του ξεχωριστή επεξεργασία, πρέπει όμως να «δέσουν» αρμονικά και όλα είναι απαραίτητα για το τελικό πιάτο!
Γιλμάζ Χουσμέν: Τουρλού. Καρότα, αγγούρια, μελιτζάνες και λοιπά μακρόστενα λαχανικά που τα τρώνε εργαζόμενοι σήμερα στους περισσότερους τομείς εργασίας χωρίς φυσικά να το απολαμβάνουν.
Πήτερ Τζέικς: Σούπες και σαλάτες κυριολεκτικά φτιάχνω και θα έλεγα ότι εν μέρει ο ρόλος μου είναι αυτό. Να φτιάξω απλές συνοδευτικές, συμπληρωματικές, θρεπτικές γεύσεις. Πέρα από αυτό, ίσως ο χαρακτήρας μου προσπαθεί να φτιάξει μία αλοιφή που να συνδυάσει, να δέσει την ανθρώπινη θέληση με την υπερβατική ανάγκη, όπως μία κατάλληλη σως μπορεί να ενώσει το κρέας με το ψωμί.
Ποιο είναι για εσάς το “σημείο βρασμού” του ανθρώπου σήμερα;
Μιχάλης Σαράντης: Το σημείο βρασμού είναι παρόν. Είναι η κάθε μέρα μας εκεί έξω. Η κατσαρόλα κοχλάζει εδώ και πολύ καιρό σε όλα τα μέτωπα,σε όλο τον κόσμο. Απλά έχουμε αυτούς που έχουν περάσει στο στάδιο της ματαιότητας και του κυνισμού και δεν τους απασχολεί καθόλου και κάποιους-λιγότερους- που φωνάζουν με όποιον τρόπο μπορούν ότι πρέπει να κλείσει το μάτι γιατί σε λίγο θα φύγει και η κατσαρόλα και θα ανατιναχτεί και η κουζίνα. Δεν έχω αυταπάτες, πάντα λίγο πολύ έτσι ήταν τα πράγματα, απλώς τώρα υπάρχει ένα περίσσιο θράσος και παράλληλα μια μεγαλύτερη απάθεια. Προσωπικά αυτό με απασχολεί περισσότερο από όλα.
Ιλιάνα Καραπασιά: Σήμερα ο άνθρωπος, αποπροσανατολισμένος από τον βαθύτερο στόχο του, θεωρεί πως η εργασία έχει μεγαλύτερη αξία από τη Ζωή καθ’ αυτήν. Εργάζεται σκληρά για να κερδίσει ολοένα και περισσότερα, ώστε να εκπληρώσει πλασματικές ανάγκες που διαρκώς πληθαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, τροφοδοτεί ένα σύστημα κατασκευασμένο έτσι ώστε ποτέ να μην τον ικανοποιεί. Δίνοντάς του μικρές ψευδαισθήσεις ευτυχίας, τις οποίες από τη μια στιγμή στην άλλη του τις αρπάζει πίσω, τον εγκλωβίζει. Του δημιουργεί συναισθήματα άγχους, υποτέλειας και ταυτόχρονα την αίσθηση του ανευ νοήματος, του κενού. Η στιγμή της συνειδητοποίησης της αδικίας, της ματαιότητας, αλλά και της σωματικής και ψυχικής ανημπόριας μέσα σε ένα σύστημα από το οποίο δεν μπορείς να αποδράσεις, σε φτάνει στο σημείο βρασμού. Στη θερμοκρασία εκείνη όπου πλέον είσαι εξαντλημένος, νιώθεις ότι ο χρόνος τρέχει και εσύ δεν φτάνεις, οι σχέσεις με τους αγαπημένους σου πλήττονται, ενώ με τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι ανταγωνιστικές ή στην καλύτερη περίπτωση ανούσιες. Είναι η στιγμή που έχεις ξεχάσει ποια είσαι, που δεν αναγνωρίζεις τι πήγε τόσο λάθος, που δεν μπορείς να σκεφτείς έναν λόγο για τον οποίο βρίσκεσαι σε αυτόν τον κόσμο και κυρίως δεν μπορείς να ονειρευτείς. Εκείνη η στιγμή είναι το σημείο βρασμού του ανθρώπου σήμερα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά γίνεσαι θηρίο.
Γιώργος Κατσής: Στο Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο, λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το’χαν διαλύσει. Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στη φρικαλέα ατραξιόν του». Κανείς δεν το έχει αποτυπώσει καλύτερα, ποτέ. Ακούστε το τραγούδι και θα καταλάβετε.
Δανάη Καλούτσα: Το σημείο βρασμού επηρεάζεται από την ατμοσφαιρική πίεση. Ζούμε σε μια κοινωνία με διακυμάνσεις πιέσεων. Αυτό κάνει το σημείο βρασμού του καθένα απρόβλεπτο και διαφορετικό. Άλλο σήμερα, άλλο αύριο. Άλλο για εσένα και άλλο για εμένα. Ζούμε όλοι σε ένα μόνιμο καθεστώς υψηλής θερμοκρασίας και ανάλογα την πίεση «βράζουμε».
Gary Salomon: Ας εξετάσουμε την αλληγορία του βάτραχου που βράζει, η οποία περιγράφει ότι ένας βάτραχος που ρίχνεται σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό θα προσπαθήσει απεγνωσμένα να σκαρφαλώσει έξω, ενώ αν τον ρίξουν σε μια κατσαρόλα με χλιαρό νερό σε χαμηλή φωτιά, θα επιπλέει εκεί ήρεμα· καθώς όμως το νερό ζεσταίνεται σταδιακά, θα βυθιστεί σε μια γαλήνια νάρκη — όπως εμείς οι άνθρωποι σε ένα ευχάριστα ζεστό μπάνιο — και πριν περάσει πολλή ώρα, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, θα επιτρέψει αδιαμαρτύρητα να βράσει μέχρι θανάτου. Πέρα από την αμφίβολη επιστημονική ακρίβεια αυτής της μεταφοράς, αποτελεί μια ισχυρή απεικόνιση της σημασίας του να κάνουμε ένα βήμα πίσω, ως προειδοποίηση ενάντια στη σταδιακή κανονικοποίηση του κακού, όπου οι συνθήκες χειροτερεύουν σιγά-σιγά και σχεδόν ανεπαίσθητα, ώσπου πριν το καταλάβουμε βρισκόμαστε να «βράζουμε στο ίδιο μας το ζωμό». Μερικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου είναι η κλιματική κρίση, η αύξηση του κόστους ζωής, και οι κακοποιητικές σχέσεις που εισχωρούν στη ζωή μας όπως η υγρασία — ο πιο ύπουλος εχθρός. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αισθάνεται υπερβολικά κουρασμένη και κακοπληρωμένη μέσα σε ένα σύστημα που τους καταπιέζει, αυτές οι άλλες μορφές «υγρασίας» που μας περιβάλλουν σταδιακά, σαν μούχλα στους τοίχους και τα ταβάνια, — αν δεν προσέξουμε — μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή.
Αναστασία Στυλιανίδη: Το σημείο που η πίστη στη ζωή αρχίζει να εξατμίζεται. Και μαζί με αυτήν και η ψυχραιμία μας. Αυτό νομίζω ήταν και θα είναι πάντα το «σημείο βρασμού» ενός ανθρώπου. Παρ’ όλες τις διαφορές (από προσωπικότητα σε προσωπικότητα και από εποχή σε εποχή), έχω την εντύπωση ότι η ουσία του είναι διαχρονικά κοινή: είναι εκείνη η στιγμή που αρχίζει να μιλά ο πιο βαθιά απελπισμένος πυρηνικός εαυτός μας. Χωρίς φίλτρα, χωρίς μοντάζ. Ωμά, άβολα και επικίνδυνα. Δεν μετριέται σε βαθμούς κελσίου αλλά σε βαθμούς αντοχής. Αντοχής στην πίεση, στην εξάντληση, στην αδικία, στη σύνθλιψη της ανθρώπινης – με τη θετική έννοια του όρου – υπόστασής μας. Ίσως, η διαφορά της εποχής μας είναι ότι κανονικοποιεί πιο ύπουλα τον απανθρωπισμό μας. Κι αυτό γιατί το κάνει με ένα καταιγιστικό μάρκετινγκ ναρκισσιστικής πλεονεξίας που δεν αφήνει χρόνο για ανάσες.
Πολύδωρος Βογιατζής: Πιστεύω πως το “σημείο βρασμού” του ανθρώπου σήμερα είναι η στιγμή που νιώθει αόρατος, η στιγμή που, ενώ τα δίνει όλα, νιώθει ότι δεν τον βλέπει κανείς. Που πιέζεται να αποδίδει, να φαίνεται “καλά”, να τρέχει χωρίς σταματημό. Ζούμε σε έναν κόσμο που λειτουργεί με όρους ταχύτητας, απόδοσης και συνεχούς πίεσης — σχεδόν όπως μια κουζίνα σε ώρα αιχμής. Όλοι πρέπει να δουλεύουν γρήγορα, σωστά, αθόρυβα. Κι όμως, πίσω από αυτή την «οργάνωση», υπάρχει εξάντληση, απομόνωση, ψυχολογική φθορά. Ο άνθρωπος “βράζει” όταν δεν έχει χώρο να εκφραστεί, όταν πρέπει να επιβιώνει σε μια καθημερινότητα που του ζητά πολλά και του δίνει ελάχιστα. Και αν δεν υπάρξει διέξοδος, το βράσιμο γίνεται έκρηξη: συναισθηματική, κοινωνική ή και υπαρξιακή. Το έργο του Βέσκερ, δεν έρχεται να δώσει απαντήσεις. Έρχεται να αναδείξει το “καζάνι” και να μας θυμίσει ότι μέσα του υπάρχουν άνθρωποι. Που νιώθουν, κουράζονται, θυμώνουν, ελπίζουν. Και κάπου εκεί, ίσως, ξεκινά η ουσιαστική συζήτηση.
Ειρήνη Μακρή: Το «σημείο βρασμού» του ανθρώπου σήμερα είναι η σύγχρονη σκλαβιά υπό το πρόσχημα της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και των άπειρων επιλογών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων σήμερα βλέπει τις ώρες εργασίας να αυξάνονται συνεχώς- νόμιμα δε- τον πληθωρισμό να ανεβαίνει και τις απολαβές να παραμένουν στάσιμες. Οπότε οι φαινομενικά ατελείωτες επιλογές δεν αφορούν τον μεσο άνθρωπο, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια δουλειάς, σπουδών και εξειδίκευσης παλεύει τελικά να επιβιώσει και να βρει λίγο χρόνο να ζήσει. Τελικά, υπηρετούμε ένα αεικίνητο σύστημα το οποίο έχει την καταπληκτική ικανότητα να εγκολπώνει κάθε προσπάθεια διαφυγής ή ανατροπής. Αυτή η έλλειψη χρόνου και αξιοπρέπειας νομίζω ότι οδηγεί στο κρίσιμο σημείο «βρασμού».
Γιώργος Μπουκαούρης: Ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικα ερεθίσματα-εμπειρίες που τον φτάνουν στο σημείο βρασμού του. Το σίγουρο είναι ότι όλοι θα βράσουμε ή έχουμε βράσει κάποια στιγμή και σε πολλούς διαφορετικούς τομείς στη ζωή μας. Όπως και στο ρητό με την πατάτα και το αυγό – «Όταν βράζεις μια πατάτα και ένα αυγό στο ίδιο νερό, το νερό είναι το ίδιο αλλά η πατάτα μαλακώνει, ενώ το αυγό σκληραίνει». Έτσι μετά από κάθε βρασμό υπάρχει πάντα μια αλλαγή όπου αλλες φορές μας βάζει σε έναν δρόμο συνειδητοποίησης του εαυτού μας και των θέλω μας και άλλες μας μπερδεύει και μας κάνει να κλεινόμαστε στον εαυτό μας μπερδεμένοι.
Σαμουήλ Ακίνολα: Το σημείο βρασμού δεν είναι ίδιο για όλους· είναι μια προσωπική στιγμή εσωτερικής υπέρβασης, εκεί όπου το “αντέχω” συναντά το “ως εδώ”. Ο καθένας το φτάνει μέσα από τις εμπειρίες του, τον τρόπο που έχει μάθει να διαχειρίζεται τον πόνο, την αδικία ή την απώλεια. Για μένα, σημείο βρασμού είναι η αδικία — ιδιαίτερα όταν στρέφεται απέναντι στους πιο ανυπεράσπιστους. Το να βλέπεις παιδιά να υποφέρουν ή να χάνονται άδικα είναι κάτι που ξεπερνά κάθε όριο αντοχής. Εκεί, δεν μπορείς πια να μείνεις αμέτοχος· κάτι μέσα σου ζητά να αντιδράσει, να πάρει θέση.
Χρήστος Σαπουντζής: Ο άνθρωπος είναι 70, 75% νερό. Το σημείο βρασμού του νερού είναι στους 90°c. Πιστεύω οτι γεννιόμαστε με φυσιολογική θερμοκρασια στους 36,6°c, και σήμερα οι άνθρωποι από την εφηβεία και μέχρι να πεθάνουν, ζουν στους 85°c έτοιμοι να βράσουν ανα πάσα στιγμή και να φτάσουν μέχρι τους 200 + °! Ετοιμοι να απασφαλίσουν και να διαπραξουν την μεγαλύτερη αγριότητα ανα πάσα στιγμή.
Ιωάννα Δερμετζίδου: Μιας και η σύσταση των «υλικών» μας διαφέρει, σημασία δεν έχει να ορίσουμε ένα «κοινό» σημείου βρασμού, αλλά να γνωρίζει ο καθένας τα προσωπικά του όρια και να αντιλαμβάνεται σε ποιες καταστάσεις ή ερεθίσματα αντιδρούν τα «υλικά» του. Έτσι, όταν αυτά τα όρια καταπατώνται, να έχουμε συνείδηση της έκρηξης και να γνωρίζουμε σε τι και γιατι αντιστεκόμαστε ή επαναστατούμε.
Γιλμάζ Χουσμέν: Το σημείο βρασμού είναι απολύτως σχετικό για τον καθένα. Το ζήτημα είναι πως το υπερβαίνουμε καθημερινά χωρίς να το καταλαβαίνουμε και το χειρότερο είναι ότι το έχουμε συνηθίσει ή -μάλλον-, το χειρότερο είναι πως ένα ολόκληρο σύστημα σε κάνει να αισθάνεσαι χαρούμενος που το υπερβαίνεις. «Βράζεις στο ίδιο σου το ζουμί», που λέμε και μέσα στο έργο, και είσαι και χαρούμενος γι αυτό. Νιώθεις παραγωγικός. Λες και το να είσαι παραγωγικός είναι το απόλυτο ζητούμενο της ζωής.
Πήτερ Τζέικς: Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο, κάθε χρόνο, κάθε μέρα, ότι οι άνθρωποι που έχουν την εξουσία στον κόσμο προσπαθούν απεγνωσμένα να αρπάξουν ό,τι μπορούν πριν όλα καταρρεύσουν, παρόλο που η βιασύνη τους αυτή φέρνει την κατάρρευση ακόμη πιο νωρίς. Και αυτό δεν οφείλεται σε κάποια υλική ανάγκη που έχουν, γιατί οι ανάγκες ενός δισεκατομμυριούχου (πόσο μάλλον ενός τρισεκατομμυριούχου) δεν είναι πλέον υλικές. Κι όμως κάθε δισεκατομμυριούχος κυνηγά ακόμη περισσότερα δισεκατομμύρια. Είναι κάτι εντελώς ψυχολογικό και εντελώς παράλογο. Και όλοι μας, όλο και περισσότερο, το βλέπουμε και το αναγνωρίζουμε, ενώ ταυτόχρονα παλεύουμε να επιβιώσουμε και ίσως να βρούμε λίγη απλή ευτυχία. Συγχρόνως παρατηρούμε ότι οι δισεκατομμυριούχοι θυσιάζουν τη δική μας ευτυχία, την υγεία μας, την ασφάλειά μας, τον πλανήτη μας και τις ίδιες μας τις ζωές, για να ικανοποιήσουν τη δική τους παράνοια. Είμαστε σαν βατράχια σε νερό που αρχίζει να βράζει, αλλά αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την κατάστασή μας και ψάχνουμε απεγνωσμένα έναν τρόπο να βγούμε από την κατσαρόλα. Με λίγα λόγια, το σημείο βρασμού είναι απλώς η συνειδητοποίηση ότι ήδη βρισκόμαστε στο (κυριολεκτικό) σημείο βρασμού — και ότι αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να προσπαθήσουμε να σβήσουμε τη φωτιά.
Λίγα λόγια για την παράσταση
Η δράση εκτυλίσσεται στα σπλάχνα ενός πολυσύχναστου εστιατορίου κατά τη διάρκεια μιας ακόμα εξαντλητικής ημέρας. Μάγειρες από διαφορετικές χώρες δουλεύουν αδιάκοπα σ’ αυτό το καζάνι που βράζει για να εξυπηρετήσουν έναν ατελείωτο όγκο παραγγελιών. Στη δίνη αυτού του αμείλικτου ρυθμού, προσπαθούν να βρουν μια ρωγμή χρόνου για να ονειρευτούν, να ερωτευτούν, να ζήσουν. Και ίσως – να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο.
Μια παράσταση-κραυγή για τον κατακερματισμένο άνθρωπο του σήμερα, “η κουζίνα”, είναι μια διασκεδαστικά τρομακτική, πολιτική αλληγορία για το πώς η πίεση για παραγωγικότητα αποκτηνώνει την ίδια τη ζωή. Ένα δυναμικό σύνολο ηθοποιών και μουσικών ζωντανεύει με ρυθμό, ένταση και σαρκασμό το ασφυκτικό σύμπαν της σύγχρονης καπιταλιστικής “κουζίνας”.
Την «Κουζίνα» σκηνοθετεί ο Γιώργος Κουτλής, ένας από τους πλέον δυναμικούς σκηνοθέτες της νέας γενιάς, με ξεχωριστή ικανότητα να ενορχηστρώνει πολυπρόσωπα σύνολα και να δημιουργεί θεατρικά σύμπαντα όπου το πολιτικό και το υπαρξιακό αναδεικνύονται με χιούμορ και μουσικότητα, ενώ τον κεντρικό ρόλο ερμηνεύει ο Μιχάλης Σαράντης, από τους πιο πολύπλευρους και επιδραστικούς ηθοποιούς της γενιάς του, με πλούσια εκφραστική δύναμη και συνεχή παρουσία σε σπουδαίες θεατρικές σκηνές.