«Άδιον ουδέν έρωτος» (σ.σ. «Τίποτα πιο γλυκό απ’ τον έρωτα», στίχος προερχόμενος από ερωτικό επίγραμμα που έγραψε η Νοσσίς από τους Επιζεφυρίους Λοκρούς τον 4ο/αρχές 3ου αιώνα π.Χ.) και «Φυλάττειν Θερμοπύλας» τιτλοφορούνται οι τελευταίες συλλογές του Γιάννη Νεγρεπόντη. Στη, δίκην συμβολικών ρητών, γνωμική διατύπωση των τίτλων έχομε τις δυο όψεις της ποιητικής του ταυτότητας. Καταρχήν όψεις των διαφορετικών περιεχομένων και μολαταύτα ενιαίων, όχι δομήσεων, αλλά μορφοποιήσεων αυτών των περιεχομένων.
Και καθώς είναι τίτλοι —διάμεσοι, ή μάλλον τίτλοι—αντιγραφές, προσφέρονται σαν διαθλαστικοί καθρέφτες των χωριστών θεμάτων που εισηγούνται. Τα χωριστά τους θέματα είναι: η ερωτική και η ιδεολογική περιπέτεια. Και τα δυο εμπειρικά, και μολαταύτα ρέποντας βιαστικά προς τις προεκτάσεις τους, δηλαδή προς τις υπερβάσεις της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.
Και πρώτα, αξίζει να υπογραμμίσει κανείς την ερωτική ελευθεριότητα που διέπει, στις νεώτερες γενιές, ακόμη και την εμπρόθετη ποίηση. Μοιάζει τελικά σαν σωματική αποδέσμευση, που έρχεται να ισοφαρίσει την ιδεολογική στράτευση.
Αντίθετα προς την μετακατοχική γενιά των στρατευμένων, που απωθούσε τον έρωτα και τις λοιπές «πολυτέλειες» στην περιοχή ενός δεύτερου πλάνου, στους επιγόνους η ερωτική διατριβή διαδηλώνεται σαν ο άλλος, εν κραιπάλη χρόνος του ιδεολόγου. Με στομφώδη ρηχότητα η ανάμνησή της ζει και στην τελευταία συλλογή του:
Εγώ ολόκληρος ένας φαλλός τον κόσμο να βατέψω στα χέρια και στα σκέλια μου να σφίξω και μέσα μου να σπείρω της ύπαρξής μου το καφτό σπέρμα ανά τους αιώνες.
Ερωτική «σαρκοβορία», μάλλον φιλολογικής υφής. Και όταν η μετεφηβική αθυροστομία της κατακάθισε, τη διαδέχτηκε ο γνώριμος εξωραϊσμός του «μεσόκοπου». Την ίδια κρίσιμη στιγμή, μετά την καμπή και τις διαψεύσεις της πρώτης νεότητας, ακολουθεί και η εξιδανίκευση της ιδεολογικής δοκιμασίας.
Είναι ακριβώς η περίπτωση του Νεγρεπόντη. Αφετηρία του οι «Καθημαγμένοι» (1960). Μπορεί να προηγήθηκε το «Πρόσωπα και χώρος» (1958), αλλά στη δεύτερη συλλογή του αρχίζει να διαμορφώνεται ευδιάκριτα ο προσωπικός του κόσμος. Είναι η στιγμή που χειραφετείται, μετά την αρχική χειραγώγηση του Ρίτσου. Με τις φόρμες ακόμη της ποιητικής πρόζας εκείνου, εκφράζει με πολλήν αμεσότητα την καταλυτική μέθη του από την εμπειρία της ηδονής ή τους βασανισμούς του κορμιού για μιαν άλλη πίστη:
Τον έγδαραν ως το κόκκαλο πιο μέσ’ απ’ το κόκκαλο ως που στον πιο άγριο πόνο το τίποτα ένοιωσε μαζί του ένα σε μια στιγμή εκκωφαντική όπου το φάσμα του εαυτού του σε φως ουδέτερο έξω απ’ αυτόν χάνονταν για πάντα.
Πηγή: Ψηφιοποιημένες συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ)
Στα «Δωρήματα» (1963) και στους «Έγκλειστους»(1965) τα δυο μοτίβα —ηδονή και ιδεολογική πίστη— συνεχίζονται να αναπτύσσονται πλεκτά ή αυτόνομα. Αλλά η παλιά, έμφυτη, μπορεί και εμπρόθετη «αλητεία» και «καλλιτεχνική ανευθυνότητά» του παραχωρεί βαθμιαία τη θέση της σε μια κατασταλαγμένη νηφαλιότητα. Εξ άλλου τα βασικά μοτίβα του πλαισιώνονται τώρα και με μνήμες επίκαιρες ή ιστορικές, σχετικές με τη μοίρα του τόπου.
Ώσπου, στις τελευταίες συλλογές του, καταλήγει να μας δώσει αντί για μαρτυρίες, ιζήματα, δηλαδή υπερβάσεις της προσωπικής του περιπέτειας. Άλλωστε μας βεβαιώνει ρητά για την παραίτηση κάθε φυγόκεντρης ορμής τού «εγώ» του. Αυτή είναι σαν θέση, παρά σαν κατάθεση, η ομολογία της συλλογής του «Φυλάττειν Θερμοπύλας».
Στο «Φυλάττειν Θερμοπύλας» καταλήγει πράγματι στην ομολογία ενός πιστού. Μια στάση που κερδίζει σαν ήθος· χάνει όμως σαν έκφραση. Προσημάναμε μάλιστα τις βασικές αδυναμίες της:
1) Παραίτηση, προς την αφαίρεση τού «εμείς».
2) «Θέση», αντί για κατάθεση της εμπειρίας.
3) Εξωραϊσμός και φιλολογική εκζήτηση.
Η συλλογή πράγματι υπηρετεί μια προχωρημένη φιλοδοξία. Και είναι σαν θέμα και σαν ύφος η ελεγεία και ο αίνος (σ.σ. ύμνος, έπαινος) ενός πιστού. Αρχίζει δηλαδή σαν θρήνος των μαρτυρίων του τόπου, όπου συνείρεται (σ.σ. συνάπτεται, συνδέεται) και η νοσταλγία μιας παραδείσιας τάχα εποχής. Και εδώ ακριβώς, με παρωχημένες επικλήσεις του τύπου:
«Ανταίε και Σίσυφε Λαέ μου Οδυσσέα»,
μ’ αλλεπάλληλες αναφορές παλαμικού ή σικελιανικού ύφους:
«Κύπρις και Παναγία η Αθήνα»
ή: εγώ
«ένας Διόνυσος χριστιανός»
και τέλος κατά την γνωστή παράδοση των ελυτικών κλισέ:
«Ενθυμού τους προγόνους έως του Σολωμού και Κάλβου και Καβάφη κι ενθυμού Σικελιανόν και πάντας τους μάρτυρας»,
παρεμβάλλεται συχνά-πυκνά ένας απαράδεκτος «αισθητής». Γενικά το ποίημα —γιατί για ένα συνεχές ποίημα που προτείνεται σαν σύνθεση πρόκειται— εντάσσεται μες στην γνωστή παράδοση των ελεγείων και των δοξαστικών, απ’ όπου άντλησε και η σχετική παραφιλολογία των μελοποιήσεων της τελευταίας δεκαετίας.
Και αν στην επιφάνεια κυριαρχεί ο εξωραϊσμός, με την επιτήδευση μάλιστα μιας «εκκλησιαστικής» γραφής, βοά πάντως απ’ αρχής μέχρι τέλος η ροπή για εξιδανίκευση της κοινωνικής περιπέτειας. Γνωστά είναι τα συμπτώματα αυτής της τακτικής. Πρώτα, με μια σειρά σχηματοποιήσεων και αφαιρέσεων, χάνεται η αισθητή μαρτυρία και πειθώ του συγκεκριμένου. Και τέλος είναι σα να θυσιάζεται η ύπαρξη με τ’ ατομικά της προβλήματα· και η συνείδηση σα να πολώνεται στην ωραία μονομανία της συλλογικής σωτηρίας.
Ο Νεγρεπόντης, ενδεικτικά, γράφει:
«Δόξα σοι Λαέ μου και Κύριε ότι μόνος εσύ ανά τους αιώνας ελπίς του κόσμου αμάραντος υπάρχεις ότι μόνος εσύ ο αθάνατος Δόξα σοι».
Πρόκειται για την υπέρβαση που στην αρχή αναφέραμε. Και προπαντός για «μεσσιανικές» προβολές του αντικειμένου του. Και τέλος αναβιώνεται έτσι ο μύθος του ιστορικού ρόλου, που τάχα επιφύλαξε η εποχή στους νέους ιδεολόγους της.
*Κριτικό κείμενο του Γιάννη Δάλλα, που έφερε τον τίτλο «Εξιδανικεύσεις του επικαίρου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 5 Ιουλίου 1972.
Ο Γιάννης Δάλλας
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Γιάννης Δάλλας (1924-2020) υπήρξε ένας αξιοπρόσεκτος λογοτέχνης και νεοελληνιστής, ο οποίος τιμήθηκε το 1999 με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Ο Δάλλας καταπιάστηκε επιτυχώς με την ποίηση, τη λογοτεχνική κριτική, το δοκίμιο και τις μεταφράσεις έργων της αρχαίας γραμματείας.
Ο λογοτέχνης Γιάννης Νεγρεπόντης (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Ξυνοτρούλιας) απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1991, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο.
Γεννημένος στη Λάρισα τον Αύγουστο του 1930, ο Νεγρεπόντης σπούδασε Ιστορία – Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1949-1951).
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1949 με ένα διήγημά του στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Γιάννης Νικολάου. Το 1955 δημοσίευσε ένα ποίημά του στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» υπογράφοντας ως Τζων Νεγρεπόντης, ψευδώνυμο με το οποίο καθιερώθηκε και το οποίο έμελλε να διατηρήσει (μετατρέποντας απλώς το «Τζων» σε «Γιάννης») έως το θάνατό του.
Το 1958 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, που έφερε τον τίτλο «Πρόσωπα και Χώρος».
Ο Νεγρεπόντης καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, κριτική, χρονογράφημα, σάτιρα, θέατρο, παιδικά παραμύθια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι βιβλία του Νεγρεπόντη είχε φιλοτεχνήσει η γυναίκα του, η γλύπτρια Αργυρώ Καρύμπακα.
Ο Νεγρεπόντης συνεργάστηκε με αρκετούς έλληνες συνθέτες (στίχους του μελοποίησαν, μεταξύ άλλων, οι Μίκης Θεοδωράκης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Μάνος Λοΐζος, Χρήστος Λεοντής και Θωμάς Μπακαλάκος), ενώ υπήρξε τακτικός συνεργάτης πολλών περιοδικών, εφημερίδων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Ο Νεγρεπόντης υιοθέτησε από πολύ νεαρή ηλικία την αριστερή ιδεολογία –διατηρώντας πάντως μια κριτική διάθεση, που όχι σπάνια τον έκανε δυσάρεστο στο ηγετικό κατεστημένο– και εξορίστηκε επί μία τριετία την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας (Γυάρος, Λέρος).