Παρασκευή 05 Δεκεμβρίου 2025
weather-icon 21o
Συνθήκη Λωζάννης: Παρανοήσεις, πλάνες και παρερμηνείες

Συνθήκη Λωζάννης: Παρανοήσεις, πλάνες και παρερμηνείες

Ο εξωστρεφής τουρκικός εθνικισμός

Τα πενήντα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας συμπίπτουν —με διαφορά μηνών— με τα πενήντα χρόνια της συνθήκης της Λωζάννης. Για την Τουρκία η συνθήκη ήταν ο θρίαμβος της κεμαλικής επαναστάσεως. Κατήργει τη θνησιγενή συνθήκη της ήττας και του διαμελισμού, τη συνθήκη των Σεβρών. Απήλλασσε την Τουρκίαν από τις προαιώνιες «δουλείες» που της είχε επιβάλει ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός, όπως τις διομολογήσεις. Και περιέβαλλε με το κύρος διεθνούς πράξεως την απόφαση της κεμαλικής Τουρκίας να ζήσει και να σταδιοδρομήσει ως εθνικό κράτος, χωρίς ξένα εδάφη και λαούς υπό την κυριαρχία της, αλλά και με υποσχέσεις σεβασμού προς τα ανθρώπινα δικαιώματα των αλλογενών υπηκόων της. Η Τουρκία παρητείτο από τα χαμένα ήδη στην πραγματικότητα αραβικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και με ειδικό άρθρο παρητείτο από κάθε διεκδίκηση επί της Κύπρου. Ακόμη, και έπειτα από την τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής περιπετείας του Ελληνισμού, έβαζε τα θεμέλια για την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη βάση της ανταλλαγής των πληθυσμών, με εξαίρεση τις αντίστοιχες και ισοδύναμες τότε πληθυσμιακά μειονότητες, της Δ. Θράκης αφ’ ενός και της Κωνσταντινουπόλεως – Ίμβρου – Τενέδου αφ’ ετέρου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα παρέμενε, εξ άλλου, στο Φανάρι και η Τουρκία υπέσχετο σεβασμό των δικαιωμάτων και των προνομίων του ως θρησκευτικού ιδρύματος.

Η σημασία της συνθήκης για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πράγματι ιστορική. Εφαίνετο να τερματίζει την ιστορική αντιδικία 500 ετών μεταξύ των δύο εθνών. Και σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, η σημασία αυτή της συνθήκης ανταπεκρίνετο στην πραγματικότητα. Επεκύρωνε καταστάσεις που είχαν ήδη επενεργήσει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της εθνικής ψυχολογίας και την είχαν καταστήσει ώριμη για να αποδεχθή τον τερματισμό της αντιδικίας με τους Τούρκους. Η Μικρασιατική περιπέτεια δεν είχε μόνο υποβάλει σε δοκιμασία υπερεντάσεως τις εθνικές δυνάμεις και δεν είχε μόνο προκαλέσει κόπωση. Είχε προ παντός με την τραγική της κατάληξη και την αποχώρηση του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία ενταφιάσει τη Μεγάλη Ιδέα, επειδή της είχε αφαιρέσει το απελευθερωτικό της περιεχόμενο. Όταν συνήφθη η συνθήκη, η Ελλάς και ο Ελληνισμός ήσαν πράγματι έτοιμοι να την αποδεχθούν ως συμβολικό και συμβατικό τερματισμό της αντιδικίας τους με τους Τούρκους.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.11.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Συνέβαινε όμως το ίδιο και με την Τουρκία; Ενταφίαζε βέβαια και γι’ αυτήν τα αυτοκρατορικά της όνειρα. Οι νέες διεθνείς πραγματικότητες, όχι μόνο, όπως παλαιότερα, στη Βαλκανική, αλλά και στα αραβικά εδάφη, είχαν εξαφανίσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την οποία άλλωστε, πριν από τη συνθήκη, είχε εγκαταλείψει η κεμαλική επανάσταση. Η συνθήκη όμως δημιουργούσε στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου τα πλαίσια για να ολοκληρώσει η νέα κεμαλική Τουρκία τους στόχους της: Να ανασυγκροτηθή ως εθνικό κράτος, απηλλαγμένο από την εξωτερική εξάρτηση και εκμετάλλευση, και αναγνωρισμένο ως μέλος της ευρωπαϊκής κοινότητος.

Εάν για την Ελλάδα η συνθήκη ήταν ένα ιστορικό τέρμα —γιατί ετερμάτιζε τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων—, για τους Τούρκους ήταν μια αρχή. Και σαν αρχή μιας ιστορικής πορείας δεν μπορούσε να προδικάσει δεσμευτικά τις καταστάσεις που θα διεμορφώνοντο στο μέλλον.

Η Τουρκία, άλλωστε, παρ’ όλο που υπέγραψε τη συνθήκη με την υπερηφάνεια του νικητή, άρχιζε εν τούτοις τη νέα εθνική της ζωή με το βάρος των ψυχικών τραυμάτων που της είχαν αφήσει οι ιστορικές περιπέτειές της, από τα οποία δεν έχει ίσως απαλλαγεί ακόμη και τώρα.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.7.1923, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο οθωμανικός πολυεθνισμός εκρίνετο πρώτα από όλα ασυμβίβαστος με το νέο εθνικό κράτος. Ήταν πηγή εξωτερικού μεγαλείου και επιφανειακής δυνάμεως για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά συγχρόνως και στοιχείο εσωτερικής αδυναμίας. Το νέο εθνικό κράτος δεν μπορούσε να συνυπάρξει με συμπαγείς αλλογενείς πληθυσμούς μέσα στα περιωρισμένα, άλλωστε, όριά του. Ο εκτουρκισμός των αλλογενών είχε καταστεί έμμονη ιδέα της νέας ηγεσίας. Και οι μεν Έλληνες και οι Αρμένιοι είχαν εξουδετερωθεί ως μεγάλες εθνικές ομάδες. Έμειναν οι Κούρδοι, των οποίων ο εκτουρκισμός είναι ακόμη και τώρα ο στόχος όχι μόνο του «εκπολιτιστικού», αλλά προ παντός του καταπιεστικού μηχανισμού του κράτους.

Ο εξευρωπαϊσμός και η αναγνώριση της Τουρκίας ως οργανικού μέλους της ευρωπαϊκής οικογενείας εθνών είναι η άλλη φροντίδα η οποία ως τραυματικό κατάλοιπο κυριαρχεί στον ψυχικό κόσμο της ηγεσίας της νέας Τουρκίας. Χωρίς να γίνεται αναδρομή στα πρώτα χρόνια της κεμαλικής εποχής και στις «επιστημονικές» αναθεωρήσεις που επεχειρήθησαν τότε για ν’ αποκτήσει η Τουρκία ιστορικούς τίτλους στα εδάφη που κατέχει, είναι αρκετό να σημειωθή η προσπάθεια που καταβάλλεται από την τουρκική ηγεσία, έπειτα ιδίως από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, για να αναγνωρισθεί η θέση της μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών ως φυσική και ιστορικά δικαιωμένη, ώστε να είναι και οριστική.

Η προσπάθεια αυτή στηρίχθηκε σε δύο κυρίως επιχειρήματα. Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι η οθωμανική εξουσία, ενώ δεν ήταν περισσότερο καταπιεστική και βάρβαρη για τους λαούς της από όσο οι αντίστοιχες εξουσίες των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών της εποχής της, ήταν αντιθέτως ευεργετική για τους υποδούλους, αφού τους εβοήθησε να συντηρηθούν και να αναπτυχθούν κάτω από την προστασία της. Και το δεύτερο, ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσέφερε θετικές υπηρεσίες στην Ευρώπη, αφού αποτέλεσε το αδιαπέραστο φράγμα στην κάθοδο των Σλάβων προς τις θερμές θάλασσες.


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη της Λωζάννης (πηγή: Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου)

Η σύνδεση με την Ευρώπη, πραγματοποιουμένη με τη συμμετοχή στους διαφόρους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, αποτελεί συνεχή φροντίδα της πολιτικής ηγεσίας, και το ενδεχόμενο αποκλεισμού από τους οργανισμούς αυτούς είναι στοιχείο που ακόμη και στην πρόσφατη πολιτική περιπέτεια της χώρας επέδρασε ανασταλτικά στους στρατιωτικούς για να μην εξωθήσουν την επέμβασή τους στην πολιτική ζωή ως την κατάλυση των κοινοβουλευτικών τύπων.

Ιδιαίτερη πάντως σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο η νέα Τουρκία αντιμετωπίζει τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Από τα πολύ παλιά χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Έλληνες κατείχαν ξεχωριστή θέση στην ψυχολογία του τουρκικού λαού και της ηγεσίας του. Γιατί δεν ήσαν οι ταπεινοί αγρότες που υφίσταντο με εγκαρτέρηση την οθωμανική εξουσία. Ήσαν «βασιλικό γένος», γένος με παράδοση ενός χαμένου αυτοκρατορικού μεγαλείου, που και όταν ακόμη διαβίωνε με προφάσεις υποταγής και ταπεινότητος, δεν έπαυε να διεκδικεί με το πνευματικό του προβάδισμα και τη δραστηριότητά του ουσιαστική παρουσία στη δημοσία, την κοινωνική και οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας. Διέθετε, άλλωστε, οργάνωση και ορατή εκπροσώπηση χάρις στην Εκκλησία, και εξ αιτίας όλων αυτών είχε αναμφισβήτητα εμπεδωθή στη λαϊκή τουρκική ψυχή σαν ο μόνος πιθανός διεκδικητής και διάδοχος της οθωμανικής εξουσίας.

Πρόσφατες, άλλωστε, εντυπώσεις και αναμνήσεις δεν αφήνουν αμφιβολία πως οι Έλληνες είναι πάντοτε διεκδικηταί της κληρονομίας τους. Η κραυγή «Γιουνάν γκελίορ», «οι Έλληνες έρχονται», που προηγείτο στα τουρκικά χωριά της προελάσεως του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, δεν ήταν μόνο σύνθημα συναγερμού μπρος στη μοναδική πολεμική εισβολή στην ίδια την εστία του Τουρκισμού που σημειώθηκε ποτέ στην ιστορία του. Ήταν και επιβεβαίωση προαιωνίων φόβων για την προέλευση των κινδύνων που απειλούσαν την κρατική υπόσταση του τουρκικού λαού. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως μερικοί απόηχοι της κραυγής αυτής διατηρούνται ακόμη στην τουρκική ψυχή και όχι μόνο στην ψυχή των λαϊκών στρωμάτων. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από όσα γράφουν κάθε τόσο οι τουρκικές εφημερίδες, ότι η παραμονή του Πατριαρχείου στο Φανάρι θεωρείται ως ιστορικό κατάλοιπο του Βυζαντίου και προγεφύρωμα συνεπώς μελλοντικών κινδύνων.

Το χειρότερο στην περίπτωση αυτή δεν είναι ότι οι προκαταλήψεις αυτές χαρακτηρίζουν την ψυχολογία των λαϊκών στρωμάτων. Το χειρότερο είναι ότι η ηγετική τάξη της χώρας, αντί να προβαίνει σε αντικειμενική ανάλυση και σωστή εκτίμηση της ελληνικής στάσεως απέναντι στην Τουρκία και να διαφωτίζει επί τέλους τις λαϊκές μάζες, επιχειρεί αντιθέτως —σκόπιμα ή όχι— με παρερμηνείες των γεγονότων να υπερνικήσει τα δικά της συμπλέγματα με την απλοϊκή μέθοδο της υποτιμήσεως του αντιπάλου.


Η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη

Η δράση του ελληνικού παράγοντος παρουσιάζεται ως υποκινουμένη από τους ξένους και ο Ελληνισμός ως όργανο ξένων δυνάμεων, χρησιμοποιούμενο ανάλογα προς τα συμφέροντά τους και τις περιστάσεις εναντίον της Τουρκίας. Ο κ. Ιχσάν Τσαγκλαγιανγκίλ, υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ντεμιρέλ, σε πρόσφατο άρθρο του, γραμμένο με την ευκαιρία των 50 ετών της Τουρκικής Δημοκρατίας, δίνει μια απλοποιημένη, απλοϊκή και συγχρόνως ανιστόρητη ερμηνεία στην ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Γράφει ότι οι Έλληνες ενήργησαν ως όργανα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού της εποχής, ο οποίος επεδίωκε τότε τον διαμελισμό της Τουρκίας. Ο κ. Τσαγκλαγιανγκίλ διατυπώνει στο άρθρο του τις ίδιες ιδέες τις οποίες ως αρχηγός της αντιπροσωπείας της χώρας του στα 1965 ανέπτυξε από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών, για να πάρει όμως τότε την κατάλληλη απάντηση από τον Ηλία Τσιριμώκο, υπουργό των Εξωτερικών και αρχηγόν και αυτόν τότε της ελληνικής αντιπροσωπείας.

Ο κ. Τσαγκλαγιανγκίλ, σκόπιμα ή μη, παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Ελλάς την εποχή εκείνη επωφελήθηκε βέβαια από τις διεθνείς συγκυρίες, αλλ’ ότι την εξόρμησή της στη Μικρά Ασία την ενέπνευσε και την εγαλβάνισε το όνειρο της απελευθερώσεως του Ελληνισμού της περιοχής. Και ότι από τη στιγμή που ο Ελληνισμός εκείνος είχε την τραγική κατάληξη που του επεφύλασσε η μοίρα, εξέλιπε και το απελευθερωτικό όνειρο και η Μεγάλη Ιδέα και κάθε κίνδυνος για την ακεραιότητα της Τουρκίας από την Ελλάδα.

Παρανοήσεις όμως και όχι πάντοτε σωστές εκτιμήσεις γίνονται συχνά και από την πλευρά της Ελλάδος σχετικά με τη γείτονά μας και τις σχέσεις μας μαζί της. Μιλούμε συχνά για την ελληνοτουρκική φιλία της εποχής Ατατούρκ – Βενιζέλου και διατυπώνουμε ευχές για την αναβίωσή της. Μας διαφεύγει όμως ότι η Τουρκία της εποχής εκείνης είχε να ασχοληθή κυρίως με τα εσωτερικά της προβλήματα και την κρατική της ανασυγκρότηση, και εις ό,τι αφορά τις εξωτερικές της σχέσεις είχε ανάγκη από φιλίες, που, εκτός από την ειρήνη, θα της προσεπόριζαν και αποδείξεις για τις δικές της φιλειρηνικές διαθέσεις απέναντι στον κόσμο.


Ο Ισμέτ πασάς υπογράφει τη Συνθήκη της Λωζάννης

Η Τουρκία όμως, όπως την απέδωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν είναι πλέον η Τουρκία του Κεμάλ. Στη διάρκεια του πολέμου ήταν περιζήτητος σύμμαχος και από τους δύο συνασπισμούς, και μόνο αυτό το γεγονός τής έδινε συνείδηση της σημασίας της ως παράγοντος στους διεθνείς συνδυασμούς και συνεπώς και συνείδηση των δυνατοτήτων της. Νέες, εξ άλλου, κοινωνικές δυνάμεις είχαν ανέβει στο πολιτικό προσκήνιο, αστικές και επιχειρηματικές, και συνεπώς ανταγωνιστικές του ελληνικού στοιχείου που είχε απομείνει στην Τουρκία.

Υπό τις νέες αυτές συνθήκες οι Τούρκοι αντελαμβάνοντο ότι μπορούσαν να διατυπώνουν αξιώσεις και να προβάλλουν διεκδικήσεις, και να αποβλέψουν στη λύση των προβλημάτων που είχε αφήσει άλυτα η Κεμαλική επανάσταση. Ένας νέου είδους εθνικισμός, όχι πλέον εσωστρεφής, με σκοπούς τη δημιουργία ενός νέου κράτους και μιας νέας κοινωνίας, αλλά εξωστρεφής, που επιζητούσε προβολή και δύναμη, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται. Τα παλιά τραύματα από τις ταπεινώσεις που είχε υποβληθή η αυτοκρατορία την εποχή της παρακμής της, επιζητούσαν τώρα τη θεραπεία τους.

Πρώτος στόχος ήσαν οι Έλληνες της Τουρκίας, των οποίων η συστηματική εξόντωση είχε αρχίσει ακόμη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεύτερος στόχος, η ανάδειξη της Τουρκίας στην κυρία δύναμη της περιοχής των Στενών και της Ανατολικής Μεσογείου. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ τής παρέχει νέες δυνατότητες. Το γεγονός ότι Ελλάς και Τουρκία ανήκουν στο ίδιο πολιτικοστρατηγικό συγκρότημα και ότι η Ελλάς είναι εξαντλημένη από τον πόλεμο, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό, της επιτρέπει και λόγω της ειδικής γεωγραφικής της θέσεως να επιζητεί προνομιακή θέση, με τη βεβαιότητα ότι η ηγεσία της συμμαχίας δεν μπορούσε να τη δυσαρεστήσει με κίνδυνο να απολέσει τη συμβολή της στο στρατηγικό σύστημα.

Η ιστορία του Κυπριακού και η λύση της Ζυρίχης, και η επάνοδος χάρις σ’ αυτήν του τουρκικού στρατού στο νησί έπειτα από 80 χρόνια, ήταν επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η τακτική της προβολής αξιώσεων και των εκβιασμών είχε πράγματι απόδοση.


«ΤΑ ΝΕΑ», 19.3.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τώρα, παραλλήλως προς τις αξιώσεις που προβάλλονται σχετικά με το Κυπριακό, βρίσκεται στην ημερησία διάταξη των τουρκικών απαιτήσεων και το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητος της Δυτικής Θράκης. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθή ότι τουρκικές μειονότητες, και μάλιστα περισσότερο πολυάριθμες, βρίσκονται και σε άλλες βαλκανικές χώρες. Στη Βουλγαρία ζουν 600 χιλιάδες Τούρκοι. Εν τούτοις η τύχη τους δεν απασχολεί την Τουρκία. Γιατί ανήκουν σε χώρες που είναι εντεταγμένες στον άλλο διεθνή συνασπισμό, και η προβολή αξιώσεων εκ μέρους της Τουρκίας περιέχει πάντοτε τον κίνδυνο να προκαλέσει διατάραξη της διεθνούς τάξεως και να καταγγελθεί η Τουρκία ως διεθνής ταραξίας. Η προβολή αντιθέτως αξιώσεων έναντι της Ελλάδος, ενώ δεν διαταράσσει τη διεθνή τάξη, επιτρέπει στην Τουρκία να ελπίζει ότι θα αποσπάσει με τον τρόπο αυτόν παραχωρήσεις, ότι θα επαυξήσει έτσι το κύρος της και το γόητρό της, και ότι θα περισπά ακόμη την προσοχή της κοινής της γνώμης από τα εσωτερικά προβλήματα.

Εν τω μεταξύ, κάτω από τη συνεχή πίεση και τον συνεχή διωγμό, ο Ελληνισμός της Τουρκίας εξαφανίζεται κατά προφανή και ανενδοίαστη παραβίαση της συνθήκης της Λωζάννης. Ύστερα από πενήντα χρόνια η συνθήκη έχει καταντήσει να δεσμεύει μόνο την Ελλάδα, ενώ για την Τουρκία ισχύει μόνο σ’ ό,τι την ωφελεί, ενώ έχει ατονήσει σ’ ό,τι τη δεσμεύει.


«ΤΑ ΝΕΑ», 19.3.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν γράφονται αυτά με εχθρότητα προς την Τουρκία, ούτε πολύ περισσότερο με εχθρότητα προς τον τουρκικό λαό. Γράφονται μόνο με την πρόθεση να συμβάλουν στη διάλυση μερικών παρανοήσεων και πλανών, που εμποδίζουν να τοποθετηθή το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε βάσεις ρεαλιστικές και συνεπώς βιώσιμες.

*Άρθρο του αξιομνημόνευτου δημοσιογράφου και συγγραφέα Μανούσου Πλουμίδη (1913-1981), που έφερε τον τίτλο «Παρανοήσεις και παρερμηνείες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1973. Το έτος εκείνο συμπληρώνονταν πενήντα χρόνια αφενός από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και αφετέρου από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Η Συνθήκη της Λωζάννης, με την οποία καταργήθηκε οριστικά η Συνθήκη των Σεβρών και ενταφιάστηκε διά παντός το όραμα της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, η περίφημη Μεγάλη Ιδέα, υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923, ημέρα Τρίτη και ώρα 3:30 μ.μ.

Η εν λόγω συνθήκη (συνομολογήθηκε μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων αφενός και της Τουρκίας αφετέρου) αποτελείται από 143 άρθρα, μαζί με 17 συναφείς συμβάσεις, δηλώσεις και πρωτόκολλα.


Τη συνθήκη ειρήνης υπέγραψε εξ ονόματος της επαναστατικής κυβέρνησης του Στυλιανού Γονατά, της ηττημένης και διπλωματικά απομονωμένης Ελλάδας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο πάλαι ποτέ θριαμβευτής των Σεβρών. Και το έπραξε αυτό με «βαθείαν μελαγχολίαν» αλλά και «με την συναίσθησιν ότι προσφέρει υπηρεσίαν εις την χώραν». Πρώτιστα, όμως, το έπραξε με απόλυτη επίγνωση της σκληρής μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πραγματικότητας, που συνέθεταν από κοινού η αδιαλλαξία των Τούρκων και η αναλγησία των άλλοτε Συμμάχων.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη, με καθιστούς, από αριστερά, τους Δημ. Κακλαμάνο, Ελ. Βενιζέλο, Ανδρ. Μιχαλακόπουλο και Αλ. Μαζαράκη (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου).

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Παρασκευή 05 Δεκεμβρίου 2025
Απόρρητο