Ας σταθούμε λίγο σε μια οριακή στιγμή για τον καθένα μας: την ώρα που βιώνουμε τον πόνο του αποχωρισμού ενός αγαπημένου προσώπου. Μια τέτοια στιγμή χτύπησε κάποτε και την πόρτα του Λιαντίνη. Αυτή τη στιγμή θα διηγηθώ και όσα ακολούθησαν.
Ο πατέρας του Λιαντίνη, ο Θόδωρος Νικολακάκος, πέθανε το 1987. Τις τελευταίες του στιγμές ο Λιαντίνης ήταν συνεχώς δίπλα του. Καθόλου δεν έφυγε από το προσκεφάλι του. Λίγο πριν πεθάνει, πατέρας και γιος έμειναν μόνοι στο δωμάτιο. Σύμφωνα με τον Γιώργο, «ο πατέρας μας ξεψύχησε στα χέρια του Δημήτρη».
Πηγή: «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός»
Δεν άφησε κανέναν να μπει στο δωμάτιο. Τον έγδυσε μόνος και τον έπλυνε με κρασί. Αργά, με σεβασμό και οδύνη. Μετά ζήτησε από τις γυναίκες να του φέρουν το καλό του κοστούμι. Τον έντυσε. Μόνος.
Τρία χρόνια αργότερα έγινε η εκταφή. Όταν οι γυναίκες του χωριού τελείωσαν τα πρέποντα στα οστά του νεκρού, συνέβη κάτι που ο αναγνώστης οφείλει να το διαβάσει περισσότερο με την καρδιά παρά με το μυαλό. Ο Λιαντίνης πήγε στο νεκροταφείο, άνοιξε το κασελάκι με τα οστά, πήρε τη νεκροκεφαλή, πήγε στο ρέμα, την έπλυνε, και μετά, κρατώντας τη στα χέρια, κατηφόρισε για το πατρικό του. Μόλις έφτασε, την άφησε πάνω στο τραπέζι και κατέβηκε στο κατώι. Γέμισε μια κανάτα κόκκινο κρασί από το βαρέλι. Πήρε δυο κρασοπότηρα και κάθισε στο τραπέζι. Μόνος και απέναντι η θύμηση του γεννήτορά του. Έβαλε κρασί και στα δύο ποτήρια. Ήπιε. Τα μάτια του βούρκωσαν. Την δραματική αυτή σκηνή παρακολουθεί κρυφά ο αδερφός του Γιώργος, που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Η συνέχεια σοκάρει. Ο Λιαντίνης παίρνει το άλλο ποτήρι και βρέχει το κούφιο στόμα του πατέρα του με λίγο κρασί. Και μετά σιωπή…
Κι όμως ο Λιαντίνης δεν άφησε αυτή η απόλυτα προσωπική στιγμή να γίνει παιχνίδι στα στόματα κάποιων χωριανών, με σκοπό τη γελοιοποίησή του (σε περίπτωση που τη μάθαιναν). Επέστρεψε στο κοιμητήρι και, με αρκετή δόση χιούμορ, «ανακοίνωσε» στους χωριανούς ότι «μίλησε» με τον πατέρα του και εκείνος του «αποκάλυψε» ότι «ζωή μετά το θάνατο δεν υπάρχει». Μετά, σε ύφος σοβαρό, τους είπε τα ακόλουθα λόγια: «Όταν πεθαίνεις και μιλάνε για σένα, εξακολουθείς να ζεις. Όταν σε ξεχνάνε, τότε πεθαίνεις». Στη συνέχεια στράφηκε στον παπά, που κοιτούσε αμήχανος, και του είπε: «Και τώρα πάρε το κρανίο, να πεις κι εσύ τα δικά σου».
Την άλλη μέρα έσκαψε μόνος του ένα λάκκο στον κήπο, πίσω από το σπίτι, και έθαψε τα οστά. Από πάνω, για να φαίνεται το σημείο, έβαλε ένα πιθάρι (σ.σ. υπάρχει ακόμα).
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Αλικάκου «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός», εκδόσεις Ελευθερουδάκη (πηγή: liantinis.org).
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, γεννήθηκε στην Πολοβίτσα Λακωνίας στις 23 Ιουλίου 1942.
Ο Λιαντίνης, που σπούδασε στην Αθήνα και τη Γερμανία, υπήρξε συγγραφέας βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο.
Απεβίωσε τον Ιούνιο του 1998 στις κορφές του Ταΰγετου.
Τα συστατικά του χυμού παντζαριού υποστηρίζουν την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη φυσική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.