Έπειτα από τη θεαματική ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων, η ελληνική αγορά παραγωγής προϊόντων πολυμέσων φαίνεται να περνά σε κρίση, καθώς τα προϊόντα χαμηλού κόστους συρρικνώνουν την αγορά.
Έπειτα από τη θεαματική ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων, η ελληνική αγορά παραγωγής προϊόντων πολυμέσων φαίνεται να περνά σε κρίση, καθώς τα προϊόντα χαμηλού κόστους συρρικνώνουν την αγορά.
Οι περισσότεροι ελληνικοί τίτλοι multimedia πωλούνται σήμερα σε χαμηλές τιμές λιανικής (20-30 ευρώ), παρουσιάζουν ετήσιο τζίρο μικρότερο των 20.000-30.000 ευρώ, έχουν περιορισμένο κύκλο ζωής (όχι μεγαλύτερο των 2-3 ετών) και συχνά δεν αποσβένουν το κόστος της επένδυσης.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τη μελέτ«Εθνικές Τεχνολογικές και Επιστημονικές Πρωτοβουλίες» που εκδόθηκε με πρωτοβουλία της Συνόδου Προέδρων Ερευνητικών Κέντρων Ελλάδας.
Για τη δημιουργία ενός «αξιοπρεπούς» τίτλου πολυμέσων στην Ελλάδα απαιτείται κατά μέσο όρο επένδυση 30.000 έως 200.000 ευρώ, με το 50% να δαπανάται για τη συγκέντρωση, επιλογή και κατηγοριοποίηση του υλικού.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ορισμένες εταιρίες υποκύπτουν στον πειρασμό να παράγουν προϊόντα χαμηλού κόστους και -κατά συνέπεια- ανεπαρκούς περιεχομένου, προκειμένου να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους τους.
«Πολλοί ελληνικοί τίτλοι πολυμέσων αποτελούν σήμερα καρπό ανταγωνισμού που βασίζεται μόνο στη χαμηλή τιμή, γεγονός που τους κάνει να υστερούν σε περιεχόμενο και ποιότητα. Οι τίτλοι αυτοί έχουν συνήθως μικρή διάρκεια ζωής, καθώς δεν επικαιροποιούνται και δεν συμπληρώνονται», υπογραμμίζεται στη μελέτη.
Η ενίσχυση της ελληνικής αγοράς πολυμέσων μπορεί να επιτευχθεί με φορολογικά μέτρα και διαδικασίες πιστοποίησης. Ο φορολογικός συντελεστής για τους τίτλους πολυμέσων εκπαιδευτικού λογισμικού προτείνεται να μειωθεί στο 4,5%, από 19% σήμερα.
Οι ειδικοί προτείνουν επίσης την επιβολή υψηλότερων φόρων στους τίτλους παιχνιδιών, από ότι στους εκπαιδευτικούς και ψυχαγωγικούς, ώστε να ενθαρρυνθεί η παραγωγή σοβαρών προϊόντων multimedia, με δεδομένο το γεγονός ότι διαθέτουμε πολιτισμικό περιεχόμενο με αξία.
Στην Ελλάδα, ο προϋπολογισμός δαπανών για την ανάπτυξη έρευνας και ανάπτυξης (R&D) στον τομέα της τεχνολογίας περιορόζεται στο 0,6% του ΑΕΠ , ενώ ακόμη μικρότερο είναι το ποσόν, που επιμερίζεται στον κλάδο της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών (ICT).
Πάντως, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη γενικά στην ΕΕ, η οποία επενδύει στην έρευνα για τεχνολογίες ICT μόνο το 1/3 των συνολικών κονδυλίων, που διαθέτουν για τον ίδιο σκοπό οι ΗΠΑ. Μειωμένες κατά 30% είναι οι αντίστοιχες κοινοτικές δαπάνες σε σχέση και με την Ιαπωνία, όπως προκύπτει από τη μελέτη.