Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025
weather-icon 21o
ΚΕΠΕ: Μείωση 3,3% στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το α’ τρίμηνο του 2025

ΚΕΠΕ: Μείωση 3,3% στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το α’ τρίμηνο του 2025

Η ανισότητα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και τα επίπεδα του (δια)μέσου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρίσκονται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ

Το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών για το πρώτο τρίμηνο του 2025 αυξήθηκε σε τρέχουσες τιμές κατά 0,7% και σε πραγματικούς όρους μειώθηκε κατά 3,3%, όπως αναφέρεται στη νέα έκδοση του ΚΕΠΕ με τίτλο: «Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2025».

Παρόμοια είναι και η εικόνα αναφορικά με τις μεταβολές στους μέσους μισθούς, αφού παρά την αύξηση της απασχόλησης (684 χιλ. ή 18,5% σε σχέση με το 2016), τις συνεχιζόμενες, από το 2019, αυξήσεις του κατώτατου μισθού κατά 35% συνολικά και την αξιόλογη αύξηση που καταγράφουν το 2024 κατά 5,8%, όταν λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός περιορίζεται σε 3,8%.

Οι ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις (3,8% και 3,2%) σε πραγματικούς όρους μεταφράζονται σε μειώσεις (-0,5% και -1,1%)

Για τα πρώτα δύο τρίμηνα του 2025, οι ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις (3,8% και 3,2%) σε πραγματικούς όρους μεταφράζονται σε μειώσεις (-0,5% και -1,1%), καθώς ο ΔΤΚ αυξήθηκε περισσότερο, υπογραμμίζει το ΚΕΠΕ.

Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα του 2024, με έτος αναφοράς τα εισοδήματα του 2023, το μέσο και το διάμεσο ατομικό εισόδημα υπολογίζονται σε 12.391€ (2023: 11.546€) και 10.850€ (2023: 10.050€), αντίστοιχα.

Ποιοι υστερούν σε εισοδήματα

Αυτοί που συστηματικά υστερούν σε εισοδήματα είναι όσοι βρίσκονται εκτός απασχόλησης και αγοράς εργασίας, εξαιρουμένων των συνταξιούχων, οι οποίοι καταγράφουν μέσο και διάμεσο εισόδημα λίγο υψηλότερο από το σύνολο του πληθυσμού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη θετική σχέση μεταξύ της έντασης εργασίας στα νοικοκυριά και του ύψους του εισοδήματός τους.

Το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 7,5% (ΕΕ27: 8,2%) του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ το 20% με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 39,5% (ΕΕ27: 37,7%). Συνεπώς ο δείκτης ανισότητας S80/S20 εκτιμάται στο 5,27 (ΕΕ27: 4,66), δηλαδή το εισόδημα του υψηλότερου 20% στην εισοδηματική κατανομή είναι πενταπλάσιο του
αντίστοιχου εισοδηματικού μεριδίου του χαμηλότερου 20%.Φαίνεται πάντως ότι η ανισότητα είναι σχετικά παρόμοια στα δύο άκρα της εισοδηματικής κατανομής, μιας και οι δείκτες S80/S50 και S50/S20 εκτιμώνται σε 2,25 (ΕΕ27: 2,13) και 2,34 (ΕΕ27: 2,18), αντίστοιχα.

Παρόμοια είναι η εικόνα όταν εκτιμάται ο συντελεστής Gini, ο οποίος το 2023 και το 2024 εκτιμάται σε 31,8, καταγράφοντας τιμή υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ27: 29,4). Η Ελλάδα καταγράφει σχετικά χαμηλή εισοδηματική κινητικότητα, καθώς σε σχέση με ένα έτος πριν το 51,5% του πληθυσμού δεν αλλάζει θέση στην εισοδηματική κατανομή. Ακόμη στο 21,9% του πληθυσμού βελτιώνεται η σχετική του θέση, ενώ στο 26,6% επιδεινώνεται. Σε βάθος χρόνου η εισοδηματική κινητικότητα βελτιώνεται, καθώς σε σχέση με δύο έτη πριν το 33,4% πληθυσμού παραμένει αμετακίνητο και σε σχέση με τρία έτη πριν το 23,9%.

Πίεση στην αγοραστική δύναμη

Η πίεση στην αγοραστική δύναμη είναι έντονη, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού των τελευταίων ετών. Ενδεικτικό είναι ότι, ενώ για αρκετά έτη ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με την ΕΚΤ, σε όρους νομισματικής σταθερότητας, το 2022 ανήλθε σε 9,6% και παρά τη σημαντική του μείωση ακόμα υπερβαίνει το 2%.

Όλα αυτά έχουν επίδραση και στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, με το διάμεσο και μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS) να είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2024 ήταν 20.694,48€ και αυξήθηκε κατά 3,6% σε τρέχουσες τιμές και κατά 1% σε σταθερές.

Σε σαφώς δυσχερέστερη κατάσταση φαίνεται ότι βρίσκονται τα φτωχά νοικοκυριά, των οποίων η μέση ισοδύναμη μηνιαία δαπάνη είναι μόλις 392,32€ έναντι 1.220,15€ για τα μη φτωχά. Στα φτωχά νοικοκυριά το 56,7% της μηνιαίας δαπάνης τους κατευθύνεται σε είδη διατροφής και σε δαπάνες στέγασης έναντι 34,3% για τα μη φτωχά.

Αυτές οι διαφοροποιήσεις στα καταναλωτικά πρότυπα έχουν ως συνέπεια τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική κατανομή κατά κανόνα να αντιμετωπίζουν υψηλότερο πληθωρισμό από τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα υψηλότερα δεκατημόρια.

Η ένταση εργασίας συνεχίζει να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα κοινωνικής ευαλωτότητας. Μεταξύ των ατόμων 18–64 ετών, το 8,6% ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, δηλαδή όπου οι ενήλικες εργάστηκαν λιγότερο από το 20% του συνολικού δυνατού χρόνου εργασίας.

Το πρόβλημα επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες (9,7%) σε σχέση με τους άνδρες (7,6%). Το αντίστοιχο επίπεδο στην ΕΕ ήταν 7,9%, ενώ το υψηλότερο επίπεδο παρατηρείται στο Βέλγιο με 11,4%.

Τρίτη στη φτώχεια η Ελλάδα

Σύμφωνα με την έρευνα EU-SILC και τον δείκτη AROPE19, η φτώχεια του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 26,9%, καταλαμβάνοντας την 3η θέση μετά την Βουλγαρία (30,3%), και τη Ρουμανία (27,9%), ενώ ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώθηκε στο 21,0%.

Η σύνθεση του νοικοκυριού επηρεάζει σημαντικά τον κίνδυνο φτώχειας. Οι μονογονεϊκές οικογένειες με εξαρτώμενα παιδιά εμφανίζουν τα υψηλότερα επίπεδα κινδύνου, στο 43,7%. Τα νοικοκυριά χωρίς εξαρτώμενα παιδιά έχουν σαφώς καλύτερη εικόνα (20,6%) σε σύγκριση με εκείνα με εξαρτώμενα παιδιά (28,9%). Τα μονομελή νοικοκυριά, ιδίως όσα αποτελούνται από γυναίκες, παραμένουν ιδιαίτερα εκτεθειμένα. Οι συνθήκες κατοικίας επίσης συνδέονται με τη φτώχεια. Σύμφωνα με το EU-SILC, το 32,2% των ενοικιαστών που πληρώνουν ενοίκιο αγοράς βρίσκονται σε κίνδυνο, έναντι του 30,8% στην ΕΕ.

Παράλληλα, το 22,0% των νοικοκυριών με στεγαστικό δάνειο και 24,6% των ιδιοκτητών που δεν πληρώνουν δάνειο βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, έναντι του 9,6% και 18,4% στην ΕΕ.

Η εκπαίδευση μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο φτώχειας. Άτομα με μόρφωση έως την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζουν κίνδυνο 32,2% (ΕΕ: 28,7%). Για όσους έχουν ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό εκτιμάται σε 20,5% (ΕΕ: 14,8%). Ενώ για πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το ποσοστό φτώχειας περιορίζεται σε 7,7% (ΕΕ: 7,4%).

Η κατάσταση απασχόλησης είναι επίσης κρίσιμη, καθώς οι εργαζόμενοι (18+) εμφανίζουν κίνδυνο φτώχειας 10,5% (ΕΕ: 8,2%). Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ πλήρως και μερικώς απασχολούμενων αποκαλύπτει σημαντική διαφοροποίηση, καθώς ο κίνδυνος είναι 9,8% για τους πλήρους απασχόλησης και 20,6% για τους μερικής απασχόλησης. Οι άνεργοι αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο (48,7%), με τον συγκεκριμένο δείκτη να είναι υψηλός σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, όπου κατά μέσο όρο εμφανίζεται να είναι 48,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας για οικονομικά μη ενεργούς μη συνταξιούχους ανέρχεται σε 32,1%.

Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (κυρίως οι συντάξεις) παραμένουν ουσιαστικές για την ανακούφιση από τη φτώχεια. Χωρίς καμία κοινωνική μεταβίβαση, το ποσοστό φτώχειας θα εκτοξευόταν στο 45,0%. Η λήψη μόνο συντάξεων το μειώνει στο 23,5%, ενώ η συμπερίληψη όλων των υπόλοιπων κοινωνικών μεταβιβάσεων το μειώνει περαιτέρω στο 19,6%. Συνολικά, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις περιορίζουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 25,4 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με την Eurostat η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα για το 2024 παρουσίασε μείωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και ανέρχεται στο 27,9% έναντι του 28,1% για το έτος 2023, καταλαμβάνοντας την 4η θέση στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία (35,1%), την Ισπανία (34,6%), και τη Ρουμανία (33,8%), ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώθηκε στο 24,2%. Ωστόσο, αναφορικά με τον Δείκτη Πολυδιάστατης Παιδικής Φτώχειας του ΚΕΠΕ21, για την περίοδο 2024-2025, αυτός διαμορφώνεται, μόλις, στο 5,5%.

Λαμβάνοντας υπόψη τον προαναφερθέντα Δείκτη του ΚΕΠΕ22, οι ανισότητες μεταξύ νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά είναι εντονότερες σε όρους διατροφής, παρά σε όρους ενέργειας.

Στροφή στις προσπάθειες μείωσης των ανισοτήτων

Κατά συνέπεια, οι στοχευμένες προσπάθειες για τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών το 2026, όπως οι επιδοματικές πολιτικές, θα πρέπει να επικεντρωθούν πρωτίστως
στη διατροφή, παρά στην ενέργεια, με ιδιαίτερη έμφαση στα μονογονεϊκά νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά, στις πολύτεκνες οικογένειες και στα νοικοκυριά με μεταναστευτικό ή προσφυγικό υπόβαθρο με εξαρτώμενα τέκνα.

Συνοπτικά, η ελληνική οικονομία, παρά την αξιόλογη ανάκαμψη μετά τη δεκαετία της κρίσης, συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα πίεσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και υψηλά επίπεδα φτώχειας.

Η ανισότητα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και τα επίπεδα του (δια)μέσου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρίσκονται μεταξύ των χαμηλότερων στην Ε.Ε. Παρά τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και τις συνεχιζόμενες μισθολογικές αυξήσεις, η πραγματική αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχών, έχει πιεστεί από τον υψηλό πληθωρισμό των τελευταίων ετών.

Η φτώχεια αφορά τα παιδιά, τους μονογονείς, τους ενοικιαστές, τους μερικώς απασχολούμενους, τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και τους ανέργους. Κύριες προκλήσεις είναι η περαιτέρω ενίσχυση των χαμηλών και μέσων εισοδημάτων, η υποστήριξη ευάλωτων ομάδων και η ενδυνάμωση των (πραγματικών) μισθών, μέσω διαρθρωτικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, την
οικογένεια και τη στέγαση.

Πηγή ΟΤ

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025
Απόρρητο