Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες αυτής της στήλης που θα σταθώ κι αυτήν τη φορά στο έργο ενός ομότεχνου, που λάμπρυνε με την προσφορά του και με το ήθος του και την επιστήμη μας και την πατρίδα μας. Όταν πριν από μερικά χρόνια ένας καλοπροαίρετος δημοσιογράφος σε κάποιο δημοσίευμά του που αναφερόταν στο πρόσωπό μου με χαρακτήρισε ως τον «μέγιστο έλληνα αρχαιολόγο», ένιωσα ντροπή και ταραχή για το λάθος του. Όταν υπάρχει μια Σέμνη Καρούζου, σκέφθηκα, πώς μπορούν να το αγνοούν;
Έγραψα στην εφημερίδα επισημαίνοντας την ανακρίβεια και έκανα την αποκατάσταση που απαιτούσε η αλήθεια. Είχα ελπίσει πως κάποιοι και πολύ περισσότερο κάποιες από τις γυναίκες που μάχονται για την ισότητα των δύο φύλων θα πρόσεχαν τη ρητή μαρτυρία μου και θα έδιναν κάποια συνέχεια. Βέβαια, αυτό δεν έγινε. Όπως δεν σκέφθηκε κανένας επίσημος οργανισμός ή εταιρεία ομοτέχνων και πολύ λιγότερο το επίσημο κράτος να τιμήσει με μια οποιαδήποτε εκδήλωση το έργο μιας μακρότατης ζωής αφιερωμένης στην επιστήμη και στην υπηρεσία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Και είναι παρήγορο πως μονάχα μια ομάδα νέων αρχαιολόγων, που με προσωπικές θυσίες εκδίδουν ένα θαυμάσιο αρχαιολογικό περιοδικό εδώ και λίγα χρόνια (είναι ανάγκη να προσθέσω πως αυτό γίνεται χωρίς την ενίσχυση της επίσημης αρχαιολογικής υπηρεσίας;), είχε την πρωτοβουλία πριν από λίγα χρόνια να της αφιερώσει ένα «τεύχος» του περιοδικού της.
Αντιγράφω από το προλογικό σημείωμα: «Ο HORΟS (είναι ο τίτλος του περιοδικού) αφιερώνει το τεύχος αυτό στη Σεβαστή μας Σέμνη Καρούζου. Δεν πρόκειται για τιμητικό τόμο, αλλά για ένα τεύχος αφιέρωμα, αντιχάρισμα σε επιστήμονα με μακρότατη επιστημονική προσφορά και με ένα άσβεστο πάθος για τα μνημεία και τον τόπο.
Στο τεύχος προτάσσεται ένα αυτοβιογραφικό κείμενο της Τιμωμένης· ένα κείμενο μαρτυρία για την ελληνική αρχαιολογία, και όχι μόνον γι’ αυτήν. Η Σέμνη Καρούζου καταθέτει τη μαρτυρία μιας ζωής που τη θέρμαινε και τη θερμαίνει η αγάπη και ο αγώνας για τα αρχαία, και ενός πνευματικού ανθρώπου που έζησε όλες τις περιπέτειες του τόπου από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα. Έχει και μια άλλη χάρη το κείμενό της· μέσα στη γλωσσική ευτέλεια του καιρού και στην αδιαφορία των νεοελλήνων για τη γλώσσα τους, ο λόγος της ηχεί πλούσιος, ρυθμικός και ζωντανός».
Και έχει ιδιαίτερη αξία η πράξη αυτή των νέων αρχαιολόγων, γιατί ανήκουν σε μια νεότερη γενιά, που γνώρισε το έργο της Σέμνης Καρούζου όταν πια εκείνη είχε αποσυρθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία, που σημαίνει πως τους χωρίζουν απ’ αυτήν δύο τουλάχιστον γενιές «μερόπων ανθρώπων» (σ.σ. θνητών ανθρώπων). Και ξέρουμε πόσο εύκολα, στον τόπο μας μάλιστα, οι νεότεροι ξεχνούν την προσφορά των πατέρων τους. Όμως αυτή η «ομάδα» μού φέρνει στον νου τα λόγια του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Ήτανε νέοι ήταν παιδιά, και έτυχε να ’ναι και καλή σοδιά». Αυτές οι καλές σοδιές δεν έλειψαν ποτέ από το αμπέλι της αρχαιολογίας. Η δική μου γενιά πρόλαβε έναν από τους παλαιότερους μεγάλους της οικογένειας, τον Κωνσταντίνο Α. Ρωμαίο, και βέβαια θρήνησε τον πρόωρο χαμό του νεότερου από τους μεγάλους, του Χρήστου Καρούζου, του συντρόφου της Σέμνης. Η Σέμνη είναι η τελευταία που είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον μεγάλο γενάρχη μας, τον Χρήστο Τσούντα.
Από τα φοιτητικά της χρόνια συνδέεται με τον Χρήστο Καρούζο και τον Γιάννη Μηλιάδη, δύο μαχητικούς πνευματικούς ανθρώπους που λάμπρυναν την αρχαιολογική υπηρεσία και την πνευματική ζωή του τόπου από τα νεανικά τους χρόνια ως τον θάνατό τους. Η ίδια μπαίνει στην αρχαιολογική υπηρεσία το 1921 και είναι η πρώτη γυναίκα που μπήκε στον κλάδο, μαζί με την Ειρήνη Βαρούχα. Από τότε ως το 1964 η δράση της είναι παραδειγματική.
Η ζωή της μοιράζεται ανάμεσα στη φροντίδα των αρχαίων και την επιστημονική έρευνα, και τα επιτεύγματά της είναι αξιοθαύμαστα και στους δύο τομείς. Για τον πρώτο αρκεί να θυμηθούμε το τεράστιο έργο που ανέλαβε και κατάφερε να πραγματώσει μαζί με τον σύντροφό της, τον Χρήστο Καρούζο, αμέσως ύστερα από τον πόλεμο: την επανέκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ενός από τα πλουσιότερα μουσεία του κόσμου. Είναι ίσως δύσκολο να εκτιμήσουμε σήμερα τι μόχθος και τι αυτοθυσία απαιτήθηκε για να ξαναβρούν τη θέση τους στις μισοκατεστραμμένες αίθουσες τα αναρίθμητα έργα που είχαν ταφεί για προστασία στη διάρκεια του πολέμου. Χωρίς τα απαραίτητα υλικά μέσα, με τους λιγοστούς αλλά αφοσιωμένους τεχνίτες, ο Χρήστος και η Σέμνη Καρούζου ξαναέστησαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα όλα αυτά τα αριστουργήματα που καμαρώνουμε σήμερα στο πρώτο μουσείο της χώρας μας.
(Πηγή: «Ο Μέντωρ», τεύχος 44, Δεκέμβριος 1997)
Όσοι γνώριζαν το προπολεμικό Μουσείο αισθάνθηκαν την πιο ευχάριστη έκπληξη, όταν αντίκρισαν τις μεταμορφωμένες αίθουσες, όπου κυριαρχούσε μια νέα αισθητική αντίληψη και προπάντων πρόβαλλε η μοναδική αξία των έργων. Όπως έχω γράψει και άλλοτε, και μόνο για την προσφορά τους αυτή οι Καρούζοι θα άξιζαν την ευγνωμοσύνη όλων μας.
Όμως η Σέμνη Καρούζου, όπως και ο Χρήστος, ήταν από τους πιο ακαταπόνητους και σοφούς ερευνητές και μελετητές της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ένας πρόχειρος κατάλογος των δημοσιευμάτων της Σέμνης Καρούζου αναγράφει περισσότερα από 120 αρχαιολογικά (ως το 1984), από τα οποία 18 σε αυτοτελείς τόμους και τα υπόλοιπα άρθρα σε αρχαιολογικά περιοδικά, ελληνικά και ξένα. Και μια απλή ανάγνωση αρκεί για να πείσει τον αναγνώστη τόσο για το πλάτος των γνώσεών της όσο και, προπάντων, για την οξυδέρκεια των παρατηρήσεών της και την ευαισθησία της κρίσης της.
Ιδιαίτερα σημαντική στάθηκε η συμβολή της στη μελέτη των ελληνικών αγγείων και δίκαιη η αναγνώρισή της από όλους τους συναδέλφους της ως μιας από τις πιο έγκυρες ερευνήτριες στον τομέα αυτόν σε διεθνή κλίμακα. Άλλωστε η εκτίμηση αυτή από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα έχει εκδηλωθεί έμπρακτα με τους πιο υψηλούς ακαδημαϊκούς τίτλους. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις ελλήνων επιστημόνων που έχει τιμηθεί τρεις φορές με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα (του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου του Τύμπινγκεν και του Πανεπιστημίου της Λυών) και που είναι επίτιμο μέλος τριών Ακαδημιών (της Βρετανικής, του Γκαίτινγκεν και της Κατάνης), ενώ είναι τακτικό ή επίτιμο μέλος των πιο σημαντικών Αρχαιολογικών Εταιρειών και Ινστιτούτων της Ευρώπης και της Αμερικής.
Όμως η γενιά της δεν περιοριζόταν στα στενά επιστημονικά όρια· ένιωθε την ανάγκη να πάρει μέρος στους πνευματικούς αγώνες που χρειάστηκαν για να απελευθερωθεί αυτός ο τόπος από τα δεσμά της συντήρησης. Και ο αγώνας των δημοτικιστών είχε πάντα αυτόν τον κοινωνικό στόχο και δεν περιοριζόταν σε απλές φιλολογικές διαμάχες. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος αποτέλεσε σταθμό στις γόνιμες ζυμώσεις των χρόνων που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Σ. Καρούζου σημειώνει χρονογραφικά: «Εξάλλου μία φορά την εβδομάδα παρουσιαζόμαστε τα χρόνια εκείνα ο Χρήστος και εγώ στην οδό Λέκκα, στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, όπου, με τη γόνιμη προεδρία του Δημήτρη Γληνού, γίνονταν ομιλίες και συζητήσεις, προπάντων για το γλωσσικό ζήτημα. Από τότε, έως το τέλος της ζωής του, συνδεθήκαμε στενά με τον σπάνιον αυτόν άνθρωπο, πατριώτη και αναμορφωτή, που έμελλε τόσο να κακοποιηθεί από ανάξιους, σκοτεινούς ανθρώπους».
Η έγνοια της γλώσσας στάθηκε πάντα και για τη Σέμνη και για τον Χρήστο μόνιμο στοιχείο των πνευματικών τους αγώνων. Δεν θα ξεχάσω πόσο βαθιά εντύπωση μού έκανε μια σύντομη παρατήρησή της, όταν νέος ακόμη εγώ τη ρώτησα με τι ασχολείται εκείνο τον καιρό.
— Διαβάζω λογοτεχνία, μου απάντησε, γιατί θέλω να γράψω ένα αρχαιολογικό άρθρο και πρέπει να φρεσκάρω λίγο τη γλώσσα μου!
Ήταν η γενιά και οι άνθρωποι που δεν φλυαρούσαν για κουλτούρα και τέτοια, αλλά βυθίζονταν στα βαθιά και καθαρά νερά της τέχνης και της επιστήμης με το εφηβικό πάθος του οραματιστή και του ιδεολόγου.
Ως σήμερα η Σέμνη Καρούζου συνεχίζει την ίδια πορεία, κι ας έχει κλείσει εννέα δεκαετίες της πιο γόνιμης ζωής. Μόλις πέρυσι διαβάζαμε μιαν ακόμη αρχαιολογική μελέτη της και πριν από λίγους μήνες την βλέπαμε μαχητική και πιστή στο χρέος να ανεβαίνει τα σκαλιά της Αρχαιολογικής Εταιρείας για να ρίξει την ψήφο της. Και η αγάπη, ο απέραντος σεβασμός, η ευγνωμοσύνη όλων μας για την προσφορά της στην επιστήμη και στον τόπο είναι το μικρό μας «ευχαριστώ» στη μεγάλη Κυρία της οικογένειάς μας.
*Επιφυλλίδα του Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Σέμνη Καρούζου: Μια μεγάλη Ελληνίδα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 9 Απριλίου 1989.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος
Η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου (το γένος Παπασπυρίδη), σύζυγος του διακεκριμένου αρχαιολόγου Χρήστου Καρούζου, κατάφερε να διαγράψει αξιοπρόσεκτη πορεία στο επιστημονικό πεδίο όπου δραστηριοποιήθηκε επί πολλές δεκαετίες (χρόνος υπηρεσίας 1921-1964).
Η Καρούζου, αφού εργάστηκε αρχικά ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, διετέλεσε έφορος της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας του ΕΑΜ από το 1933 έως το 1964.
Η γεννηθείσα το 1897 Σέμνη Καρούζου έφυγε από τη ζωή στις 8 Δεκεμβρίου 1994.