Τα κοινά συμφέροντα ΗΠΑ – Τουρκίας άνοιξαν διάπλατα την πόρτα του Λευκού Οίκου για την επιστροφή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά από έξι χρόνια, ο οποίος την Πέμπτη είχε μία «εγκάρδια» συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η συνάντηση μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα επιτυχής για την Άγκυρα, με τον Τραμπ να πλέκει για μία ακόμα φορά το εγκώμιο του Ερντογάν και τις ΗΠΑ να επαναβεβαιώνουν διά του προέδρου τους την θέση που επαναλαμβάνει η αμερικανική διπλωματία σε κάθε ευκαιρία ότι η Τουρκία είναι μία πολύ σημαντική χώρα η οποία δεν μπορεί να αφεθεί να ξεφύγει από την επιρροή της Ουάσιγκτον.
Το ποιο θα ήταν το κλίμα είχε προδιαγραφεί στην συνάντηση με αραβικά και μουσουλμανικά κράτη, όταν ο Ερντογάν βρέθηκε να κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού στο πλευρό του Τραμπ, που ήταν ο οικοδεσπότης της συζήτησης, όχι σαν απλός προσκεκλημένος, αλλά – θα έλεγε κανείς – σαν συνδιοργανωτής.
Η είσοδος Ερντογάν στο Λευκό Οίκο
Η είσοδος του Ερντογάν στο Λευκό Οίκο και με τον τρόπο που έγινε ήταν μία σαφής νίκη για τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος πήγε με συγκεκριμένη ατζέντα και όπως φάνηκε πήρε υποσχέσεις για όλα, με τον Αμερικανό ομόλογο του, Ντόναλντ Τραμπ να του πλέκει το εγκώμιο και να κάνει λόγο για μία «καταπληκτική συνάντηση».
Πρώτα στη λίστα του Τούρκου προέδρου ήταν η απόκτηση F-16 και F-35, με αίτημα να αρθούν οι κυρώσεις CAATSA και η Άγκυρα να επιστρέψει στο πρόγραμμα, η συνεργασία ΗΠΑ – Τουρκίας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, η αύξηση του διμερούς εμπορίου, η απόκτηση από την Τουρκία 200 νέων αεροσκαφών από την Boeing, αλλά και η εμβάθυνση των ενεργειακών σχέσεων.
Ο αμερρικανός πρόεδρος μάλιστα είπε ότι τα F-35 είναι στην ατζέντα και θα μπορούσαν να προχωρήσουν, υπό προϋποθέσεις.
Μία επιχειρηματική συνάντηση win win ή kazan kazan
Ο Ερντογάν έδειξε να έχει διαβάσει πολύ καλά τον Τραμπ και να πηγαίνει στη συνάντηση στο Λευκό Οίκο με ένα επιχειρηματικό πακέτο, που ο Αμερικανός πρόεδρος δεν θα μπορούσε να αντισταθεί, πετυχαίνοντας να στρώσει επί της ουσίας ο ίδιος το κόκκινο χαλί της υποδοχής του.
Οι ΗΠΑ ωστόσο για να δώσουν στον Ερντογάν όσα έχει ζητήσει έχουν τις δικές τους απαιτήσεις. Με βασικότερη αυτή του να βάλει τέλος στον εναγκαλισμό του με τη Ρωσία και δη όσον αφορά το ρωσικό πετρέλαιο, αλλά και το θέμα των S-400.
Ο Τραμπ μιλά για μία υπέροχη συνάντηση
Η συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν κράτησε δύο ώρες και 20 λεπτά. Με τον αμερικανό πρόεδρο να συνοδεύει τον τούρκο ομόλογο του στο αυτοκίνητο και να κάνει λόγο για μία σπουδαία συνάντηση.
«Είχα μια υπέροχη συνάντηση με τον Πρόεδρο Ερντογάν σήμερα. Νομίζω ότι είχαμε μια πολύ παραγωγική συνάντηση για πολλά διαφορετικά θέματα και ήταν πολύ καλή. Είναι ένας πολύ σεβαστός Πρόεδρος και περάσαμε χρόνο μαζί, γευματίσαμε και είχαμε καλές συζητήσεις για πολλά θέματα» είπε ο Τραμπ ο οποίος χαρακτήρισε τον Ερντογάν ένα «ιδιαίτερα σεβαστό πρόσωπο στη χώρα του, σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο».
Ο Ερντογάν για τον Τραμπ «είναι ένας σκληρός και πεισματάρης άνθρωπος. Συνήθως δεν μου αρέσουν οι πεισματάρηδες άνθρωποι, αλλά πάντα μου άρεσε. Είναι ένας σκληρός άνθρωπος και κάνει σπουδαία πράγματα για τη χώρα του. Έχουμε μια τρομερή σχέση τόσο στην άμυνα όσο και στο εμπόριο, και σήμερα θα συζητήσουμε και τα δύο».
Στο τραπέζι βρέθηκαν τόσο το θέμα της Γάζας όσο και της Συρίας, με τον αμερικανό πρόεδρο να χαρακτηρίζει τη «νίκη» έναντι του Άσαντ στη Συρία, νίκη του Ερντογάν, με το ρόλο του Τούρκου προέδρου στα μεγάλα διπλωματικά τραπέζια να εξαίρεται για μία ακόμα φορά και να τονίζεται η επιρροή του.
Στη συνάντηση συμμετείχαν ο Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ, ο Υπουργός Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, ο Διευθυντής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, Ιμπραήμ Καλίν, ο Κύριος Σύμβουλος του Προέδρου για την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια Ακίφ Τσαγάταϊ Κιλίτς, καθώς και ο Πρέσβης της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον Σεντάτ Ονάλ.
Στο τραπέζι μπήκε και το θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, από τον Τραμπ, ο οποίος είχε συναντηθεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Αν αυτό μπορεί να εξισορροπήσει όλα τα υπόλοιπα…
Η απάντηση Ερντογάν
Η απάντηση Ερντογάν στις φιλοφρονήσεις του αμερικανού ομολόγου του ήταν «βιώνουμε μια διαφορετική περίοδο στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά τη δεύτερη θητεία του κ. Τραμπ. Πιστεύω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε διεξοδικά τα F-35, F-16 και τη σχέση μας με την Halkbank σήμερα. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι μας αναλογεί σχετικά με τη Σχολή της Χάλκης. Θα έχω την ευκαιρία να συζητήσω αυτό το θέμα με τον κ. Βαρθολομαίο κατά την επιστροφή μου».
Με τα σχόλια στα τουρκικά ΜΜΕ να είναι ξεκάθαρα διθυραμβικά.
Υπενθυμίζεται ότι υπάρχουν δύο προβλέψεις στην αμερικανική νομοθεσία που απαγορεύουν την πώληση αμερικάνικου αμυντικού υλικού στην Τουρκία: (α) η απαγόρευση πώλησης F-35, για όσο η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει τους S-400 και (β) οι κυρώσεις CAATSA στην τουρκική αμυντική βιομηχανία λόγω επίσης της κατοχής των S-400.
Ενώ η άρση των κυρώσεων θα μπορούσε να αποφασιστεί με εκτελεστικό διάταγμα, η επιστροφή στο πρόγραμμα των F-35 που απαγορεύεται με νόμο (όσο η Τουρκία κατέχει τους S-400), απαιτεί τη σύμπραξη του Κογκρέσου για την τροποποίηση του νόμου. Με την Αθήνα να θεωρεί ότι αυτό το ενδεχόενο δεν είναι πιθανό καθώς η τουρκική πλευρά δεν φαίνεται έτοιμη να απομακρύνει τους S-400 από το έδαφός της.
Πολιτική μη ρίξης
Τη στιγμή που η Ουάσιγκτον κινείται σταθερά σε γραμμή μη ρίξης έως εναγκαλισμού με την Άγκυρα, ανάλογα την περίοδο, αποδεικνύοντας πως οι ΗΠΑ επιλέγουν πάντα να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, η Αθήνα επιλέγει να ετεροκαθορίζει τις σχέσεις της. Ακόμα και αν δημοσίως υποστηρίζει το αντίθετο.
Η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση επιμένουν να χρησιμοποιούν τα ελληνοτουρκικά στην αντιπαράθεση μεταξύ τους, αλλά και τις εκάστοτε κορώνες με στόχο τον εντυπωσιασμό των ψηφορόρων τους, ενώ την ίδια στιγμή η Αθήνα δεν μπορεί να σταματήσει να βάζει στη ζυγαριά των διπλωματικών της κινήσεων τις κινήσεις της Άγκυρας. Σε μία περίοδο μάλιστα που όπως αναγνωρίζουν και κυβερνητικά στελέχη το διπλωματικό παιχνίδι έχει αλλάξει οι συμμαχίες αποκτούν σημαίνοντα ρόλο και τελικά οι τακτικισμοί του παρελθόντος, με το βλέμμα κυρίως στο εσωτερικό ακροατήρο δεν αποδίδουν.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι σαφής η ματαίωση της πολιτικής του Μεγάρου Μαξίμου, μετά την ακύρωση του ραντεβού Μητσοτάκη – Ερντογάν, το οποίο δραματοποιήθηκε, ενώ την ίδια στιγμή η αντιμετώπιση του Τραμπ προς τον έλληνα πρωθυπουργό, που αγγίζει τα όρια της απαξίωσης, αφού δεν έχει κάτι να του προσφέρει μπαίνοντας σε έναν ανταγωνισμό με την Άγκυρα, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το τι μέλλει γενέσθαι. Και αποτελεί ένα στοίχημα για την ελληνική διπλωματία να χαράξει – αν μπορεί – τη δική της γραμμή όχι απέναντι στον Ερντογάν, αλλά στη βάση του εθνικού συμφέροντος προκειμένου να ισορροπήσει σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον.