Τόσο η δήλωση του αρμόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ότι θα ενεργοποιηθεί ο αντιρατσιστικός νόμος σε σχέση με τις διαμαρτυρίες για τη Γάζα που λαμβάνουν χώρα κατά τις αφίξεις πλοίων με τουρίστες από το Ισραήλ όσο και η ανακοίνωση ότι σε ορισμένους από τους συλληφθέντες στη Ρόδο θα αποδοθούν τέτοιες κατηγορίες αποτελούν μια επικίνδυνη μορφή εργαλειοποίησης της αντιρατσιστικής νομοθεσίας.
Η αντιρατσιστική νομοθεσία, μέσα από την αναδιατύπωση του σημαντικού στην εποχή του ν. 927/1979 αλλά και τη συμπερίληψη στον Ποινικό Κώδικα ως επιβαρυντικού στοιχείου του ρατσιστικού κινήτρου κατά την τέλεση αδικημάτων, είναι αναμφίβολα ένα στοιχείο προόδου που επιτρέπει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.
Όμως, στην περίπτωση των διαμαρτυριών για τη Γάζα δεν έχουμε να κάνουμε με ρατσιστικές πράξεις ή ρητορική. Αυτοί που διαμαρτύρονται το κάνουν επειδή βλέπουν το κράτος του Ισραήλ να παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, να επιμένει στη στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα, να διαμορφώνει συνθήκη λιμού, ή να ασκεί – όπως όλο και περισσότεροι παραδέχονται – γενοκτονική βία.
Η διαμαρτυρία απέναντι σε όλα αυτά σε κανένα βαθμό δεν συνιστά ρατσισμό ή αντισημιτισμό, γιατί πουθενά σε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες δεν υπάρχει η ισοπεδωτικά αρνητική αντιμετώπιση ανθρώπων απλώς και μόνο επειδή ανήκουν σε φυλή, έθνος ή θρήσκευμα. Εν προκειμένω, δεν αποτυπώνεται σε αυτές τις διαμαρτυρίες κάποιο γενικευμένο μίσος κατά των Εβραίων. Ούτε μπορούμε να ταυτίσουμε το κράτος του Ισραήλ, μια κρατική / πολιτική οντότητα, με το σύνολο των Εβραίων, ώστε η κριτική σε αυτό να ισοδυναμεί με αρνητική γνώμη για τους Εβραίους, δηλαδή με αντισημιτισμό.
Ακόμη και η επίκληση που κάνει η κυβέρνηση, εμμέσως, της εκτίμησης ότι οι διαμαρτυρόμενοι στρέφονται κατά των τουριστών από το Ισραήλ, τους οποίους θεωρούν «ανεπιθύμητους», και άρα είμαστε στο έδαφος της συλλήβδην αντιμετώπισης μια εθνότητας με αρνητικό τρόπο, στην πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτών των διαμαρτυριών.
Και αυτό γιατί κανένας δεν αναφέρθηκε γενικά σε κάποια εχθρότητα προς το σύνολο των πολιτών του Ισραήλ. Αυτό που καταγράφεται είναι μια διαμαρτυρία για το γεγονός ότι την ώρα που το Ισραήλ, με την πολιτική του, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο χωρίς η διεθνής κοινότητα να επιβάλλει οποιαδήποτε κύρωση, η κοινωνία των πολιτών ζητά στην πράξη να υπάρξει εκείνη η διεθνής απομόνωση που αναλογεί σε μια χώρα με τέτοια παραβατική συμπεριφορά (ας θυμηθούμε το παράδειγμα της Νότιας Αφρικής της εποχής του απάρτχαϊντ). Είναι, δηλαδή, η απαίτηση οι σχέσεις με μια παραβατική χώρα να μην είναι «σαν κανονικά». Αυτό δεν είναι κάτι που στρέφεται γενικά κατά του ισραηλινού λαού, ως απειλή ή ως ρατσιστικό στερεότυπο, είναι όμως μια διαμαρτυρία που πρέπει να την ακούσει η ισραηλινή κοινωνία, εν προκειμένω οι τουρίστες ως τμήμα της, γιατί πρέπει να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις που έχει η πολιτική της κυβέρνησής τους για το πώς βλέπει η παγκόσμια κοινή γνώμη το κράτος τους.
Κανείς μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί με την αποτελεσματικότητα ή και τη σκοπιμότητα αυτών των διαμαρτυριών ή να έχει τη μία ή την άλλη γνώμη για την πολιτική που πρέπει να επιλέξει η χώρα μας. Όμως, αυτό δεν αναιρεί το δικαίωμα σε αυτή τη διαμαρτυρία, ως βασικό δημοκρατικό δικαίωμα, ως θεμελιώδη ελευθερία στην έκφραση, ούτε διαγράφει το γεγονός ότι τίποτα σε αυτές τις διαμαρτυρίες δεν έχει να κάνει με ρατσιστικό μίσος ή, πολύ περισσότερο, με αντισημιτισμό.
Στην πραγματικότητα, η επίκληση του αντιρατσιστικού νόμου έρχεται ως μία πρωτοφανής προσπάθεια φίμωσης ενός μεγάλου κινήματος διαμαρτυρίας και περιορισμού του δημοκρατικού δικαιώματος στη διαμαρτυρία και στη διατύπωση πολιτικών θέσεων, απόψεων και αιτημάτων.
Ακόμη χειρότερα, η αντιμετώπιση όσων υπερασπίζονται το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην επιβίωση και την αξιοπρέπεια ως ρατσιστών ή αντισημιτών αποτελεί μια πολύ βαριά και στον πυρήνα της αήθη συκοφαντία, που στόχο έχει να υπονομεύσει τη δυνατότητα αυτού του κινήματος αλληλεγγύης να διεκδικήσει τη ριζική αλλαγή στάσης των δυτικών κυβερνήσεων απέναντι στο Ισραήλ.
Είναι ακριβώς με αυτή την έννοια που έχουμε να κάνουμε με μια επικίνδυνη μορφή εργαλειοποίησης του αντιρατσιστικού νόμου για να εξυπηρετηθεί απλώς μια συγκεκριμένη εκδοχή εξωτερικής πολιτικής και να κατασταλούν οι διαμαρτυρίες εναντίον της. Μόνο που αυτό, στην πράξη, υπονομεύει την ίδια την αξία και την αποτελεσματικότητα της ισχύουσας αντιρατσιστικής νομοθεσίας.
Σε τελική ανάλυση, εάν είναι να κοιτάξουμε που καταγράφεται με έναν πολύ βάναυσο και οδυνηρό τρόπο το πραγματικό πρόσωπο του ρατσισμού, αυτό θα το δούμε στον τρόπο που στην πράξη αυτή τη στιγμή οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα απανθρωποποιούνται συστηματικά, αντιμετωπίζονται δηλαδή ως ζωές που δεν αξίζουν όσο άλλες ζωές.