Ιωάννινα: Νέες μαρτυρίες – σοκ για το θρίλερ με την εξαφάνιση της Ρούλας Πάντου προ 14 ετών
Συνεχίζεται το μυστήριο με την υπόθεση που στοιχειώνει ακόμα τα Ιωάννινα, με τις νέες μαρτυρίες στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ» να φωτίζουν άλλες πτυχές και να ανατρέπουν τα δεδομένα
Ήταν πριν από 14 χρόνια στα Ιωάννινα, όταν η Ρούλα Πάντου εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Η εξαφάνισή της παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά μυστήρια της ελληνικής επικαιρότητας.
Η συμβολαιογράφος αποκαλύπτει ότι η γυναίκα φοβόταν και ήθελε να εξασφαλίσει το παιδί της
Η υπόθεση εξακολουθεί να στοιχειώνει την πόλη των Ιωαννίνων και να ταράζει τις καρδιές των κατοίκων. Η εκπομπή «Φως στο Τούνελ» επέστρεψε στον λαβύρινθο αυτής της δραματικής ιστορίας, αναζητώντας την αλήθεια πίσω από την εξαφάνιση της κακοποιημένης μητέρας.
Νέες μαρτυρίες – σοκ ήρθαν να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη έως τώρα εκδοχή και να αναδείξουν τις αντιφάσεις στα όσα υποστήριξαν κατά καιρούς στενοί συγγενείς της 40χρονης μητέρας για τα όσα διαδραματίστηκαν την ημέρα που χάθηκε από προσώπου γης, τον Ιούλιο του 2011. Τότε, λίγο μετά την εξαφάνισή της, το αυτοκίνητό της είχε εντοπιστεί παρκαρισμένο και κλειδωμένο έξω από το ΕΠΑΛ Ιωαννίνων.
Ο εν διαστάσει σύζυγός της, η κόρη της και μια συμβολαιογράφος, η μαρτυρία της οποίας θεωρείται «κλειδί», μίλησαν στην κάμερα της εκπομπής πυροδοτώντας εξελίξεις και την επανεκκίνηση της έρευνας. Υπενθυμίζεται ότι η 40χρονη γυναίκα ήταν σε διάσταση με τον σύζυγό της όταν εξαφανίστηκε. Οι καυγάδες και η προβληματική μεταξύ τους σχέση την είχαν οδηγήσει να καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα για την διατροφή της κόρης τους και να ζητήσει διαζύγιο κρυφά, σύμφωνα με τους συγγενείς της.
Το «Τούνελ» εντόπισε και τη συμβολαιογράφο στην οποία είχε απευθυνθεί η Ρούλα Πάντου, λίγο προτού χαθούν τα ίχνη της. Την είχε επισκεφθεί δύο φορές για να μεταβιβάσει στην κόρη της το σπίτι της στο κέντρο των Ιωαννίνων. Όπως της είπε η αγνοούμενη, φοβόταν για τη ζωή της και ήθελε να εξασφαλίσει το παιδί της.
Η μαρτυρία «κλειδί»
Η συμβολαιογράφος αποκαλύπτει ποιον φοβόταν η γυναίκα προτού χαθεί: «Τη θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν λεπτή, με καστανόξανθο μαλλί και μου ζήτησε να προχωρήσουμε σε γονική παροχή ενός ακινήτου στην κόρη της, εδώ στα Γιάννενα, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη», δηλώνει η ίδια.
Όπως εξήγησε, η αγνοούμενη φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχη και φοβισμένη, με χαρακτηριστικά θλίψης. «Η μοναδική της ανησυχία ήταν να τακτοποιήσει το διαμέρισμα και να είναι όλα εντάξει για την κόρη της. Μου είχε δώσει την εντύπωση ότι φοβόταν για την ζωή της και αυτός ο φόβος φαινόταν έντονος», αναφέρει.
Η ίδια διευκρινίζει ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, δεν είχε ξαναδεί την Ρούλα, ενώ η κόρη της – που ήταν ενήλικη – είχε υπογράψει και εκείνη για τη γονική παροχή.
«Εάν δεν έχει δώσει κάποιο σημάδι εδώ και τόσα χρόνια, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είναι ακόμη στη ζωή. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, γιατί ήταν καλό κορίτσι και φαινόταν πολύ σεμνή», καταλήγει.
«Από την αρχή υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες για έγκλημα…»
Με λόγια που σοκάρουν και παράλληλα προβληματίζουν, ο δικηγόρος Δημήτρης Μπούκας, εκπρόσωπος της αδελφής της αγνοούμενης Ρούλας Πάντου, μίλησε στο «Τούνελ» για την μυστηριώδη εξαφάνιση της κακοποιημένης μητέρας.
«Υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες από τότε ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Μία μάνα που αγαπούσε το παιδί της, δεν είχε κανένα λόγο να εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε τίποτα παράλληλο στη ζωή της που να δείχνει ότι σχεδίαζε να φύγει. Αυτή η εξαφάνιση δείχνει πως κάτι άσχημο της συνέβη» σημειώνει.
Αναφερόμενος στην αδελφή της αγνοούμενης, τονίζει πως υπήρχε ψυχραιμία αλλά και διαρκής επαγρύπνηση από την πλευρά της. «Ενεργούσε με σωφροσύνη. Έλεγχε τα πάντα – και αυτά που ανέφερε η ανιψιά της και όσα η ίδια γνώριζε. Δεν έκανε βιαστικές κινήσεις, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια» είπε. Η ίδια μιλώντας στον αέρα της εκπομπής ζήτησε με τρεμάμενη από φωνή να βρεθεί η αλήθεια για το τι συνέβη στην αδερφή της.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο, η πίεση του χρόνου και των γεγονότων οδήγησε σε παραλείψεις εκ μέρους των Αρχών. «Η δική μου επιθυμία ήταν να στραφούμε εξαρχής και προς την εκπομπή σας. Γιατί πολλοί, κάτω από την πίεση, κάνουν λάθη. Σε κάποια φάση αυτό ατόνησε. Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Πολλά εγκλήματα έχουν εξιχνιαστεί, ακόμα κι όταν έχει περάσει πολύς καιρός. Πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί και εδώ» αναφέρει.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός ότι η οικογένεια δεν έλαβε ποτέ τα αποτελέσματα από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, γεγονός που, όπως τονίζει, τους στέρησε τη δυνατότητα να συμβάλουν ενεργά στη διαλεύκανση της υπόθεσης: «Εάν είχαμε λάβει τα αντίγραφα της δικογραφίας, θα μπορούσαμε να είχαμε βοηθήσει την Πολιτεία να φτάσει στην αλήθεια. Δεν τα λάβαμε ποτέ όμως».
Σε μια προσπάθεια να κινηθούν εκ νέου οι διαδικασίες, ο κ. Μπούκας προτείνει να επανέλθει η οικογένεια με αίτημα προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωαννίνων. «Να τεθεί υπόψη η μαρτυρία της συμβολαιογράφου σε εσάς και με βάση αυτό το νέο στοιχείο, να αιτηθεί η επανεκκίνηση της δικογραφία. Όταν κάποιος εξαφανίζεται έτσι, στη μέση του πουθενά, χωρίς κανένα λόγο, και χωρίς ενδείξεις ότι έφυγε σε άλλη χώρα, εκεί χτυπάει το καμπανάκι. Είναι πολύ πιθανό να έχει συμβεί κάτι κακό. Κι αυτό θέλει σοβαρή, εις βάθος έρευνα. Όταν εξαφανίζεις έναν άνθρωπο, κάνεις το χειρότερο έγκλημα. Παύεις να είσαι άνθρωπος. Περνάς στην κατηγορία των τεράτων», καταλήγει.
Περίεργες αντιφάσεις
Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στα έπιπλα, στα καλύμματα και τα προσωπικά αντικείμενα της Ρούλας που η κόρη της απομάκρυνε από το σπίτι λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση. Κατά τις έρευνες, ο σύζυγος και η κόρη έπεσαν σε αντιφάσεις. Αρχικά η κόρη δήλωνε πως πέταξε μόνο τα καλύμματα επειδή ήταν σκισμένα και ότι το έπραξε μόνη της. Το ίδιο υποστήριζε και ο πατέρας της. Ωστόσο, η κόρη παραδέχεται τώρα ότι μαζί με τα καλύμματα πέταξε και έπιπλα με τη βοήθεια του πατέρα της.
Όπως λέει φίλη της οικογένειας, δεν υπήρχε λόγος απομάκρυνσης των αντικειμένων και ότι δεν ήταν φθαρμένα. Περίεργο φαίνεται το γεγονός και στον πατέρα της 40χρονης: «Γιατί να πεταχτούν όλα αυτά; Για να μην βρεθούν αποτυπώματα;»
Η κόρη μιλώντας στο «Τούνελ» λέει ότι δεν έχει κάποιο νέο όλα αυτά τα χρόνια και δεν ξέρει τι ακριβώς έχει συμβεί: «Πιστεύω ότι μπορεί και να ζει. Είναι πολλά τα χρόνια βέβαια και είναι δύσκολο». Ανακαλώντας το χρονικό της εξαφάνισης, η ίδια λέει: «Ήμουν σε μία φίλη μου στις εργατικές κατοικίες στα Κάτω Μάρμαρα και όταν γύρισα δεν βρήκα τη μητέρα μου στο σπίτι. Είχα ρωτήσει τη μητέρα μου πού θα πήγαινε και μου είπε πως είχε μία δουλειά και πως θα επέστρεφε. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και πρέπει να είχαμε τσακωθεί και λίγο… Είχε κάτι μέσα της που την πίεζε πολύ. Έλεγε συχνά ότι ήθελε να φύγει από το σπίτι, να φύγει από εμένα και τον πατέρα μου, αλλά δεν την πιστεύαμε γιατί το έλεγε συχνά».
Το βράδυ εκείνο που καθυστερούσε, συνεχίζει η ίδια, τηλεφώνησε στον πατέρα της – που ήρθε την επόμενη μέρα – και στη γιαγιά της για να τους ενημερώσει. Ερωτηθείσα για το μπέρδεμα που είχε δημιουργηθεί με τα καλύμματα του καναπέ που πέταξε λίγο μετά την εξαφάνιση, εκείνη απάντησε: «Δεν τα είχα πάει σε καθαριστήριο, όπως έχει ειπωθεί. Λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση, τα πετάξαμε μαζί με τους καναπέδες με τον πατέρα μου, γιατί ήταν σκισμένα».
Για την παλαιότερη μαρτυρία φίλης ότι τα καλύμματα του καναπέ ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και όχι σκισμένα όπως η ίδια ισχυρίζεται, η κόρη το παραδέχεται συμπληρώνοντας ότι είχαν χαλάσει πιο μετά: «Αυτό θυμάμαι, γιατί τα είχα βάλει σε μια σακούλα και τα πέταξα». Στην ερώτηση γιατί έκανε ανακαινίσεις στο σπίτι αντί να ψάχνει τη μητέρα της, η ίδια απαντά «μπορεί να ήταν και για ψυχολογικούς λόγους».
Όσο για την κακοποίηση της μητέρας της το αρνείται, υποστηρίζοντας ότι υπήρχαν μόνο καυγάδες. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με παλαιότερες δηλώσεις της ότι ο πατέρας της «ξενυχτούσε τα βράδια και χτυπούσε» τη μητέρα της. «Το έβλεπα με τα μάτια μου. Από παιδί θυμάμαι αυτές τις σκηνές. Την χτυπούσε στο κεφάλι. Κι εκείνη έλεγε θα φύγω και θα σας αφήσω, δεν αντέχω αυτή την κατάσταση. Οπότε μπορεί και να έφυγε» είχε πει.
Τώρα, ευελπιστεί ότι μητέρα της μπορεί και να ζει. «Μακάρι να πάρει ένα τηλέφωνο, να την βρούμε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και έχουν ανακατευτεί κάπως τα πράγματα».
«Δεν την κακοποιούσα»
«Από το 2011 δεν έχει υπάρξει καμία κινητικότητα. Ακόμα στο σκοτάδι. Η κόρη μου με ειδοποίησε ότι εξαφανίστηκε η Ρούλα γιατί δεν έμενα εδώ τότε», λέει στην εκπομπή ο εν διαστάσει σύζυγος της 40χρονης Ρούλας. Όπως εξηγεί, είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων και το βράδυ τον είχε πάρει τηλέφωνο η κόρη του και τον είχε ενημερώσει ότι η μητέρα της δεν είχε γυρίσει σπίτι. «Είχα έρθει εδώ τότε κι εκείνη πουθενά», λέει χαρακτηριστικά.
Για τα καλύμματα «εμένα η κόρη μου μου είπε ότι τα πέταξε αλλά δεν θυμόταν πού. Τώρα αν τα έδωσε κάπου δεν ξέρω. Το θέμα είναι τα έπιπλα, γιατί μόνη της δεν θα μπορούσε να τα κουβαλήσει αλλά δεν μου έχει πει τίποτα παραπάνω. Δεν ισχύει αυτό που ακούστηκε ότι κακοποιούσα τη Ρούλα. Μια φορά είχε σπάσει ένα τζαμάκι και έκανε μια κίνηση απειλητική να έρθει με το γυαλί κατά πάνω μου. Πριν από αυτό δεν είχε γίνει τίποτα, μόνο ψιλοφασαρίες που δημιουργούνταν από την τρέλα της για τα χρήματα».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο πατέρας του του είχε πει να τα ξαναβρουν αλλά εκείνος δεν ήθελε επανασύνδεση. Στη συνέχεια επικαλέστηκε κάποιον μάρτυρα την νύχτα που χάθηκαν τα ίχνη της γυναίκας του, ο οποίος την είδε στην είσοδο της πολυκατοικίας με κάποιον ο οποίος την πέταξε στον τοίχο, μάτωσε το κεφάλι της και την έβαλε σε κάποιο αυτοκίνητο, όχι το δικό της.
«Εμένα ότι την είδαν σε αυτοκίνητο. Τώρα σε τι αυτοκίνητο, δεν ξέρω. Με την αστυνομία δεν έχω μιλήσει ποτέ, ούτε ξέρω τι έδειξε η άρση τηλεφωνικού απορρήτου. Πριν εξαφανιστεί η Ρούλα μιλούσε συχνά με τον γαμπρό μου γιατί δουλεύανε και οι δύο στο Πανεπιστήμιο. Δεν μιλάω όμως μαζί του τα τελευταία χρόνια. Έχουμε παρεξηγηθεί», συμπληρώνει.
Ο ίδιος απευθύνει έκκληση σε όσους γνωρίζουν κάτι να μιλήσουν ακόμα και τώρα: «Δεν ξέρω αν πρόκειται για εγκληματική ενέργεια, πάντως μήνυση κατά αγνώστων δεν έχω κάνει γιατί δεν προλάβαινα και γιατί μπορεί να ζει και να είναι κάπου τώρα, να το ξέρουν οι δικοί της και να μην λένε τίποτα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ρούλα που είχε λάβει άδεια από την εργασία προτού εξαφανιστεί δεν πήγε ποτέ να εισπράξει το επίδομα και την μισθοδοσία της, ύψους 2.500 ευρώ. Άφησε πίσω τραπεζικούς λογαριασμούς, προσωπικά έγγραφα και χρήματα. Για μια γυναίκα που χαρακτηριζόταν φιλοχρήματη, η εξαφάνιση αυτή μοιάζει κάθε άλλο παρά εθελοντική.
Το αυτοκίνητο «μιλάει»
Το παλιό αυτοκίνητο της Ρούλας, ένα μπλε Suzuki 600 κυβικών, εντοπίστηκε από τον πατέρα της λίγες ημέρες μετά την εξαφάνισή της, παρκαρισμένο και κλειδωμένο στην οδό Σάββα Νικολάτου, έξω από το ΕΠΑΛ Ιωαννίνων. Μέσα δεν υπήρχαν έγγραφα ή κλειδιά. Η Σήμανση δεν εντόπισε τίποτα τότε. Το όχημα έμεινε επί μήνες στο ίδιο σημείο, με την οικογένεια να ελπίζει πως θα επιστρέψει να το πάρει. Σήμερα βρίσκεται σε χωράφι, παρατημένο.
«Το τελευταίο αυτοκίνητο το δικό της βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο κοντά, αλλά δεν θυμάμαι πού ακριβώς. Ακόμα δεν έχω μάθει τι έχει γίνει με αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι κάποιος την εξαφάνισε και το άφησε εκεί. Τώρα τον λόγο που θα το άφηνε εκεί και όχι στο σπίτι, δεν τον έχω σκεφτεί», λέει ο εν διαστάσει σύζυγός της.
Ο διευθυντής εργαστηρίων δικανικής γενετικής DNAlogy δρ. Γιώργος Φιτσιάλος εξηγεί κατά πόσο μπορεί να ερευνηθεί το αυτοκίνητο της Ρούλας έπειτα από τόσα χρόνια: «Οι σύγχρονες τεχνικές που έχουμε σήμερα στα εργαστήριά μας επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε απειροελάχιστη ποσότητα γενετικού υλικού, ακόμα και ένα με δύο κύτταρα. Γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε έρευνα σε πειστήρια που συλλέχθηκαν πριν από πολλά χρόνια, όπως το αυτοκίνητο στη συγκεκριμένη υπόθεση».
Η έρευνα, εξηγεί ο ίδιος, θα διενεργηθεί στο εσωτερικό του αυτοκινήτου που είναι κατά κάποιο τρόπο προστατευόμενο από τις εξωτερικές περιβαλλοντικές συνθήκες. «Αν είχαμε σπασμένα παράθυρα και παρμπρίζ, θα ήταν πιο δύσκολο. Τώρα όμως από το τιμόνι και το λεβιέ θα βρούμε πιθανότατα ποιοι το οδήγησαν και από τα καθίσματα, στοιχεία για το ποιοι βρέθηκαν εκεί. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πιθανές κηλίδες αίματος. Θα χρησιμοποιήσουμε τις γνωστές τεχνικές μήπως εντοπίσουμε απειροελάχιστες ποσότητες πλυμένου αίματος, όπως είχαμε βρει και στην υπόθεση του Μάριου. Χωρίς έρευνα είναι σίγουρο πως δεν θα έχουμε κανένα καινούργιο στοιχείο», καταλήγει.
Οι καυγάδες πριν από την εξαφάνιση
Κάτοικοι της περιοχής στα Ιωάννινα μιλούν στην εκπομπή για όσα είχαν υποπέσει στην αντίληψή τους: «Την γνωρίζαμε βεβαίως αλλά δεν μιλούσαμε. Το μοναδικό που έχω ακούσει είναι ότι γίνονται έρευνες για τον εντοπισμό της. Όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν έχει πει κάτι. Υπήρχαν τσακωμοί πριν χαθεί, αλλά τίποτα άλλο», λέει μια γειτόνισσα.
«Είναι κρίμα όλο αυτό που συμβαίνει και αποκλείεται να βρεθεί κάποια λύση. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και έχω χάσει την ελπίδα μου» λέει μια άλλη που Μιλούσε καθημερινά με τη Ρούλα και είχε πάει και στο σπίτι της.
«Ήταν καλή κοπέλα, με ένα πρόβλημα οικογενειακό που όλοι στη γειτονιά το γνωρίζαμε. Την ημέρα πριν εξαφανιστεί είχαν τσακωθεί και το θυμάμαι γιατί είμασταν εμείς εδώ στην αυλή περίπου στις 11 το πρωί και ακούγαμε τις φωνές. Ήταν εδώ και ο σύζυγός της αλλά δεν ξέρω αν τσακωνόταν μαζί του ή με την κόρη τους. Τον είχε διώξει από το σπίτι τον άντρα της γιατί είχαν χωρίσει. Από τότε δεν την ξαναείδα και ούτε μίλησα ποτέ με εκείνον σχετικά. Άλλοι λέγανε ότι έγινε κάτι με εκείνον, άλλοι με την κόρη της και άλλοι ότι έφυγε από τα Γιάννενα».
Η ίδια λέει ότι λίγο μετά την εξαφάνισή της ο άντρας της γύρισε ξανά στο σπίτι και έμενε εκεί με την κόρη τους. «Εγώ είδα την κόρη να πετάει τα έπιπλα. Άλλα εδώ πίσω από το σπίτι και άλλα τα πήγε αλλού αλλά δεν ξέρω που. Πέταξε πολλά πράγματα…», λέει χαρακτηριστικά.
«Η κακοποίηση φαινόταν αλλά δεν μιλούσε γι’ αυτό»
Το «Τούνελ» μίλησε και με έναν ακόμη συγγενή της αγνοούμενης – θείου της κόρης από την πλευρά του συζύγου της. Δούλευαν και οι δύο στο Πανεπιστήμιο και είχαν μεταξύ τους ιδιαίτερα καλή σχέση. «Δεν μου είχε πει ποτέ ότι φοβόταν ή κάτι παρόμοιο. Εργαστήκαμε μαζί έξι με επτά χρόνια. Ήταν άψογη στη δουλειά της, νοικοκυρά, και φρόντιζε τα πάντα στο σπίτι της. Δεν σπαταλούσε άσκοπα χρήματα. Ήταν αυτό που λέμε ‘γυναίκα για σπίτι’», σημειώνει.
Για την εξαφάνισή της έμαθε στη δουλειά από τον εργοδότη του, ο οποίος επίσης αναρωτιόταν πού είχε χαθεί. «Την έπαιρνε τηλέφωνο και δεν μπορούσε να την βρει πουθενά. Αργότερα εκείνο το απόγευμα, έμαθε πως είχε εξαφανιστεί. Εκεί πάγωσα. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγό της και από την πρώτη στιγμή σκέφτηκα πως κάτι περίεργο συμβαίνει. Πιστεύω πως κάποιος της έκανε κακό. Αν ήθελε να φύγει, θα είχε εμφανιστεί για να πάρει τουλάχιστον τα χρήματα από τον εργοδότη της. Ήταν πάνω από δύο-τρεις χιλιάδες ευρώ, γιατί είχε και τον μισθό της αλλά και τα δώρα».
Όπως λέει, δεν του είχε μιλήσει ποτέ για τα οικογενειακά της, ούτε για τσακωμούς με τον σύζυγο ή την κόρη της. «Όπως είδα από το φωτογραφικό υλικό που δείξατε στην εκπομπή σας τότε, φαίνεται πως σίγουρα ήταν κακοποιημένη. Δεν είχε μιλήσει ποτέ, όμως, γι’ αυτό. Δεν ξέρω αν φοβόταν μήπως πω κάτι στον άντρα της, αλλά δεν μου είχε πει τίποτα. Αν όμως ήθελε να φύγει, είμαι βέβαιος πως θα μου το είχε εκμυστηρευτεί…».
Ερωτηθείς αν ξέρει κάτι για τη συμβολαιογράφο και το ότι η Ρούλα είχε ζητήσει να μεταβιβάσει το σπίτι στην κόρη της επειδή φοβόταν για τη ζωή της, ο ίδιος απαντά: «Αυτό που λέτε, ότι πήγε σε συμβολαιογράφο επειδή φοβόταν κάποιον, δεν το είχα ξανακούσει. Για τη μεταβίβαση το γνώριζα και μου είχε πει ότι το είχε ήδη τακτοποιήσει. Δεν μου είχε αναφέρει κάποια αντίδραση από το περιβάλλον της, αλλά είναι λογικό να υπήρξε».
Σε απόγνωση ο πατέρας της Ρούλας
Ο πατέρας της 40χρονης που παραμένει εξαφανισμένη έπειτα από τόσα χρόνια δηλώσει ότι βρίσκεται σε απόγνωση και το μόνο που θέλει είναι να μάθει τι έχει συμβεί. «Είμαι απελπισμένος. Ξέρω πως δεν θα δω το παιδί μου ποτέ ξανά. Κάποιοι την τσουβαλιάσανε. Έχω χάσει την ελπίδα γιατί ξέρω πως δεν έφυγε να πάει κάπου αλλού, σε κάποια άλλη πόλη. Μακάρι να το είχε κάνει αυτό» λέει.
Και προσθέτει: «Η κόρη μου με είχε πάρει τηλέφωνο τρεις-τέσσερις μέρες πριν χαθεί και μου έλεγε ότι δεν ήταν καλά, ότι είχαν συμβεί διάφορα και είχε ένα δικαστήριο με τον άντρα της, ότι του έκανε αγωγή για διαζύγιο. Είχε πόλεμο από εκείνον και μου έλεγε ότι δεν άντεχε άλλο. Είχε μάθει πως πήγαινε στα μπαρ και έκανε διάφορα και δεν το ήθελε αυτό. Του είχε πει μια δυο τρεις αλλά συνέχιζε».
Όσον αφορά το θέμα με τα καλύμματα του σαλονιού και τα έπιπλα, ο ίδιος αναφέρει ότι το μόνο που ξέρει είναι ότι τα πέταξε όλα η εγγονή του αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει τον λόγο που το έκανε.
«Γιατί να τα πετάξουν, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ολόκληρο σαλόνι. Κάτι πονηρό υπάρχει εκεί. Δεν ήθελαν να βρουν αποτυπώματα, κάτι άλλο, δεν ξέρω. Κάτι έγινε εκείνη την νύχτα. Έχουν εξαφανίσει όμως και ρούχα της κόρης μου. Λίγο μετά αφότου χάθηκε έκανα βόλτες με το αυτοκίνητο μην βρω πουθενά την ίδια ή το αυτοκίνητό της. Τότε το εντόπισα παρκαρισμένο κανονικά. Φώναξα κλειδαρά, το ανοίξαμε και το πήρα. Μέσα δεν βρέθηκε τίποτα».