Σήμερα συμπληρώνονται 150 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου σοφού που με τις ιδέες του επηρέασε ισχυρά τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και με το τεράστιο σε σημασία έργο του χάραξε βαθιά το όνομά του στις σελίδες της ιστορίας μας. Τον έλεγαν —και ποιος δεν τον γνωρίζει;— Εμμανουήλ Καντ (είναι ο «Κάντιος» των καθαρολόγων συγγραφέων μας) και πέθανε, γεμάτος από ημέρες και δόξα, στο Καίνιξμπεργκ της Ανατολικής Πρωσσίας στις 12 Φεβρουαρίου 1804, σε ηλικία ογδόντα χρόνων. Πανεπιστήμια και Ακαδημίες, εταιρίες επιστημονικές και φιλοσοφικά περιοδικά ετοιμάζονται σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη του πολιτισμένου κόσμου να πανηγυρίσουν αυτή την επέτειο. Ας προσθέση λοιπόν σήμερα στον οικουμενικό εορτασμό και η στήλη μας το ταπεινό μνημόσυνό της. Άλλωστε εμείς οι νεοέλληνες λόγιοι έχουμε χρέος να τιμήσωμε τον δοξασμένο Γερμανό φιλόσοφο, όχι μόνο γιατί το έργο του υπήρξε ένας από τους σημαντικώτερους σταθμούς στην εξέλιξη γενικά του φιλοσοφικού στοχασμού (υπάρχουν ερευνητές που πολώνουν την παγκόσμια ιστορία της φιλοσοφίας γύρω από δύο μόνον ονόματα, τον Σωκράτη και τον Καντ, και αντίστοιχα τη διαιρούν σε έξι μόνο περιόδους: την προσωκρατική, τη σωκρατική και τη μετασωκρατική, την προκαντιανή, την καντιανή και τη μετακαντιανή), αλλά και για έναν ειδικώτερο λόγο: οι διαπρεπέστεροι στοχαστές της μικρής νεοελληνικής μας ιστορίας εθαύμασαν τον Καντ και πολλές έχουν εγκολπωθεί ιδέες από το πλούσιο έργο του. Εδώ θα μπορούσε κανείς να μνημονεύση από τις αρχές του περασμένου αιώνα τον Αθανάσιο Ψαλλίδα και τον Κωνσταντίνο Κούμα, από τις τελευταίες δεκαετίες τον Πέτρο Βράιλα – Αρμένη και από τους πρεσβύτερους του καιρού μας τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο. Μεταφρασμένα έχομε ήδη στη γλώσσα μας μερικά θεμελιώδη συγγράμματά του (τις πρώτες δοκιμές έκαμε στις σελίδες του Καντ ο Αλέξανδρος Πάλλης). Λείπει το κυριώτερο: η ογκώδης «Κριτική του καθαρού Λόγου», αλλά πρέπει να ελπίζωμε ότι κάποτε θα την αποκτήσωμε κι’ αυτήν, γιατί χωρίς τη βαθειά γνώση αυτού του κλασσικού πια έργου δεν μπορεί να θεωρηθή πλήρης καμιά φιλοσοφική παιδεία, όσο απλωμένη κι’ αν είναι.
Ήταν ένας απλός, σεμνός, μετρημένος και προ πάντων μοναχικός άνθρωπος αυτός ο μεγάλος φιλόσοφος των νεωτέρων χρόνων. Σκωτικής καταγωγής, γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσσίας, από εργατικούς και ευσεβείς γονείς που τον ανάστησαν με τον ιδρώτα του προσώπου τους και του έδωκαν αυστηρή χριστιανική ανατροφή. Στην αρχή με την προτροπή της μητέρας του σπούδασε Θεολογία, αλλά γρήγορα τον τράβηξαν οι Φυσικές επιστήμες και η Φιλοσοφία που άνθιζαν τους χρόνους εκείνους, κ’ έδωσε άλλη τροχιά στη ζωή του: οικοδιδάσκαλος για μερικά χρόνια σε σπίτια ευγενών, αφιερώθηκε κατόπι στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, χωρίς να κάνη σε όλη τη μακρά ζωή του βήμα από τη γενέθλια πόλη του. Άργησε πολύ να σταδιοδρομήση, τις έδρες της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο τις έπαιρναν άλλοι επιτηδειότεροι, και μόνο εκεί στα πενήντα του χρόνια αξιώθηκε να ιδή κι’ αυτός την καθηγεσία. Έμεινε άγαμος και έζησε στη μοναξιά μια ζωή ρυθμισμένη μεθοδικά έως τις παραμικρές λεπτομέρειές της. Λέγεται ότι έκανε τον απογευματινό του περίπατο πάντοτε σε μια μαθηματικά καθωρισμένη ώρα και γι’ αυτό, μόλις τον έβλεπαν οι νοικοκυρές του Καίνιξμπεργκ στο δρόμο, κανόνιζαν τα ρολόγια τους. Μία φορά μονάχα χάλασε αυτή τη συνήθειά του: την ημέρα που έπεσε στα χέρια του ο Émile του Ρουσσώ· τον διάβασε αμέσως ολόκληρο, αποξεχάστηκε· και δεν έκανε τον περίπατό του… Στον Ρουσσώ έτρεφε μεγάλο θαυμασμό· οι ιδέες του πολύ τον επηρέασαν. Από τους παλαιοτέρους του εθαύμαζε τον Λεϊβνίτιο (σ.σ. Λάιμπνιτς) και τον Νεύτωνα και από τους συγχρόνους του τον Άγγλο φιλόσοφο Δαβίδ Χιουμ· αυτός, λέει, τον «ξύπνησε από το λήθαργο του δογματισμού» και του άνοιξε το δρόμο προς την «κριτική» φιλοσοφία.
Ο Καντ είναι από τα λίγα παραδείγματα μεγαλοφυών ανθρώπων που ωριμάζουν αργά. Έως τα πενήντα του χρόνια η συγγραφική παραγωγή του δεν παρουσιάζει τίποτα το εκπληκτικό. Το έργο του που έγινε σταθμός στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, η μεγάλη δηλαδή «Κριτική» του, δημοσιεύθηκε το 1781, τότε που αυτός ήταν 57 ετών. Από τότε οι βαρυσήμαντες συγγραφές του διαδέχονται η μια την άλλη και η δόξα δεν αργεί καθόλου ναρθή. Η δόξα και οι πικρίες που πάνε μαζί, σα να είναι αδελφές αξεχώριστες. Όταν πέθανε ο σοφός βασιλιάς, ο Μεγάλος Φρειδερίκος, έρχονται στην Κυβέρνηση στενοκέφαλοι συντηρητικοί και αυτοί απαγορεύουν και την κυκλοφορία των θρησκειοφιλοσοφικών έργων του και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας του στα γερμανικά πανεπιστήμια ως αντίθετης προς το δόγμα της χριστιανικής θρησκείας. Στον ίδιον επιβάλλεται ουσιαστικά αποχή από την πανεπιστημιακή του εργασία. Με θλίψη βαθειά δέχτηκε το πλήγμα ο φιλόσοφος· και βέβαια στα 1797 μια νέα κυβερνητική μεταβολή αποκατέστησε και αυτόν και το έργο του, αλλά στο μεταξύ είχαν πια έρθει τα γερατειά με το μαρασμό τους και άλλο πια δεν έμενε παρά να πληρώση κι’ αυτός σε λίγο το κοινό ανθρώπινο τίμημα στη ζωή με το θάνατο…
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του δύσκολα μπορούν να διατυπωθούν συνοπτικά. Κύριο έργο του υπήρξε η βαθυστόχαστη έρευνα της διαδικασίας και ο αυστηρός καθορισμός των ορίων του ανθρώπινου λογισμού. Για να θεμελιώση στερεά την επιστημονικά έγκυρη γνώση του φυσικού κόσμου, μελέτησε τα μέσα και τον τρόπο που μεταχειρίζεται ο νους για να φτάση στη βέβαιη αλήθεια και χάραξε τα σύνορα που δεν μπορεί να ξεπεράση ο Λόγος με τη θεωρητική του ενέργεια, αν θέλη να μη ριψοκινδυνεύη στους χώρους της αυθαίρετης φαντασίας και του άκριτου δογματισμού. Κλήρος —είπε— του ανθρώπου δεν είναι να κατακτήση την απόλυτη αλήθεια με τη θεωρία, αλλά μόνο να αξιωθή την υπέρτατη αρετή με την πράξη. Ύψιστο αγαθό είναι η κατά πάντα αγαθή βούληση που μόνη υπαγορεύει στον εαυτό της τους ηθικούς νόμους της. Δύο πράγματα πρέπει να γεμίζουν με θαυμασμό την ψυχή του ανθρώπου: απ’ έξω ο έναστρος ουρανός και μέσα του ο ηθικός νόμος. Μόνον όταν αυτός ο νόμος εισακουσθή και επιβληθή, ο άνθρωπος θα φτάση στην τελειότητα (και σαν άτομο και σαν κοινωνία), θα ιδρυθούν δίκαιες πολιτείες και ειρήνη θα βασιλεύση στον κόσμο. Θεός, αθανασία της ψυχής και ελευθερία της βούλησης δεν είναι θεωρητικές αλήθειες, αποδείξιμες με μέσα λογικά, αλλά αιτήματα της ηθικής ζωής που έχουν τη βαθύτερη δικαίωσή τους στην ηθική φύση του ανθρώπου.
Η καντιανή φιλοσοφία, από τα ευγενέστερα προϊόντα του μεγάλου αιώνα των φώτων, άλλαξε με την επαναστατική της πνοή (παρά τις προθέσεις, ίσως, του ιδρυτού της) την τροχιά της νεώτερης φιλοσοφίας. Αυτός ο λιπόσαρκος πανεπιστημιακός δάσκαλος —είπε για τον Καντ ο Χάινε— που συνοδεία του είχε έναν πιστό μονάχα υπηρέτη και όπλα του την «Κριτική του καθαρού Λόγου» και την ομπρέλλα του, κατώρθωσε πολύ μεγαλύτερα πράγματα από τους Γάλλους επαναστάτες του 18ου αιώνα.
*Κείμενο του διακεκριμένου παιδαγωγού, φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Ευάγγελου Παπανούτσου (1900-1982), που έφερε τον τίτλο «Στη μνήμη ενός μεγάλου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 1954.
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος
Ο Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant), επαναστατικός στοχαστής και μείζων εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, γεννήθηκε στο Κένιγκσμπεργκ (Καινιξβέργη) της Ανατολικής Πρωσίας στις 22 Απριλίου 1724 και απεβίωσε στη γενέτειρά του στις 12 Φεβρουαρίου 1804.