Για μονοπωλιακές πρακτικές κατά της AMD κατηγορείται η Intel από την EE
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατηγορεί την Intel για αθέμιτες πρακτικές που είχαν στόχο να αποκλείσουν από την αγορά τα τσιπ της AMD, βασικού ανταγωνιστή της. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η Intel συστηματικά προσπαθούσε να εξαγοράσει την υποστήριξη των κατασκευαστών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατηγορεί την Intel για αθέμιτες πρακτικές που είχαν στόχο να αποκλείσουν από την αγορά τα τσιπ της AMD, βασικού ανταγωνιστή της.
Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι η Intel προσέφερε «σημαντικές εκπτώσεις» στους κατασκευαστές υπολογιστών που δέχονταν να προμηθεύονται από την ίδια τα περισσότερα τσιπ που χρησιμοποιούν στα μοντέλα τους. Η εταιρεία κατηγορείται επίσης ότι πλήρωνε κατασκευαστές για να καθυστερούν ή να ακυρώνουν γραμμές προϊόντων με τσιπ της AMD. Ακόμα, ότι πωλούσε σε τιμές κάτω του κόστους σε ορισμένους πελάτες για να εδραιωθεί στην αγορά διακομιστών.
«Αυτές οι τρεις κατηγορίες πρακτικών έχουν αποκλειστικό στόχο την εξαίρεση της AMD, κυριότερου ανταγωνιστή της Intel, από την αγορά», αναφέρει το κείμενο της επιτροπής Ανταγωνισμού. «Οι τρεις κατηγορίες πρακτικών αλληλοενισχύονται και αποτελούν μέρη μιας συνολικής στρατηγικής εναντίον του ανταγωνισμού».
H Intel, με έδρα τη Σίλικον Βάλεϊ στις ΗΠΑ, αρνήθηκε άμεσα τις κατηγορίες, ωστόσο καλωσόρισε την ανακοίνωση της Επιτροπής, δηλώνοντας ότι θα έχει επιτέλους την ευκαιρία να απαντήσει στις αιτιάσεις που προβάλλει εδώ και καιρό η AMD.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε να διερευνά το θέμα το 2001 έπειτα από καταγγελίες της AMD και κατασκευαστών για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Το 2005, οι ευρωπαϊκές αρχές εισέβαλαν στα γραφεία της Intel στη Γερμανία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία δύο εβδομάδες αφού η AMD κατέθεσε νέες αγωγές στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Η έρευνα της ΕΕ διευρύνθηκε πέρυσι για να συμπεριλάβει την καταγελία της AMD ότι η Intel προσπάθησε να εξαγοράσει την υποστήριξη της Media Markt, του μεγαλύτερου λιανοπωλητή ηλεκτρονικών στην Ευρώπη.
Η Intel έχει τώρα δέκα εβδομάδες να απαντήσει στις κατηγορίες προτού η ΕΕ λάβει αποφάσεις για τη λειτουργία της εταιρείας.