Προτού ακόμη διανεμηθή εις τα περίπτερα, η αφήγησις αυτή έκανε θόρυβο στη Μόσχα. Για πρώτη φορά ένας Σοβιετικός συγγραφεύς μιλούσε για στρατόπεδα συγκεντρώσεως περιγράφων λεπτομερώς μία συνήθη ημέραν ενός πολιτικού κρατουμένου εις ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως της σταλινικής εποχής. Ο Κωνσταντίν Σιμόνωφ επήρε εκ των πρώτων την πέννα για να χαιρετίση το γεγονός. Άλλοι συγγραφείς μιλούσαν γι’ αυτό κατ’ ιδίαν σαν το πιο μεγάλο δώρο που η σοβιετική λογοτεχνία είχε προσφέρει εις την χώραν εφέτος. Ο ποιητής Τβαρντόβσκι (σ.σ. Aleksandr Tvardovsky, 1910-1971, ρώσος ποιητής και συγγραφέας) έγραψεν εις την επιθεώρησιν που διευθύνει έναν πρόλογον ιδιαιτέρως εγκωμιαστικόν. Διότι ήτο φυσικά η επιθεώρησις «Νόβι Μιρ» («Νέοι Καιροί»), που αποφασιστικά δεσπόζει εφ’ ολοκλήρου της σοβιετικής λογοτεχνίας της μετασταλινικής περιόδου, που επεφορτίσθη με την δημοσίευσιν της «Μιας ημέρας του Ιβάν Ντενίσσοβιτς», πρώτης σοβιετικής μαρτυρίας επί του σοβιετικού συστήματος των στρατοπέδων συγκεντρώσεως.
Ο συγγραφεύς Αλέξανδρος Σολζενίτσιν είναι τελείως άγνωστος εις την σοβιετικήν λογοτεχνίαν. Οι μόνες πληροφορίες που διαθέτει κανείς για το άτομόν του προέρχονται από ιδιωτική πηγή: είναι ηλικίας 50 ετών (σ.σ. την εποχή στην οποία αναφέρεται το άρθρο ο Σολζενίτσιν ήταν στην πραγματικότητα 44 ετών) και διδάσκει μαθηματικά σ’ ένα σχολείο ενός μικρού χωριού κοντά στο Ριαζάν. Του αποδίδουν μία πολύ κακή υγεία, που είναι συνέπεια των δέκα και πλέον ετών που παρέμεινε σε σταλινικά στρατόπεδα. Είναι φυσικά η προσωπική του εμπειρία αυτή που περιγράφει εις το βιβλίο «Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσσοβιτς». Αλλά η αφήγησις ξεπερνά κατά πολύ την προσωπική του περίπτωσιν. Με την απλότητά του, το τραχύ και σύντομο ύφος του, εις το οποίον όλοι από συμφώνου αναγνωρίζουν την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα, το κείμενο αυτό των εβδομήντα σελίδων μάς αποκαλύπτει καλύτερα από οιοδήποτε κατηγορητήριο ολόκληρο τον κόσμο των στρατοπέδων συγκεντρώσεως που εβάρυνε τη σοβιετική κοινωνία επί δεκάδες ετών.
Ο όρος του πολιτικού κρατουμένου είναι πολύ βαρειά λέξις για να χαρακτηρίση τον Ιβάν Ντενίσσοβιτς Τσούκωφ, άξεστον χωρικόν της Λευκορωσίας, το μόνον σφάλμα του οποίου υπήρξεν ότι άφησε να κυκλωθή από γερμανικές μονάδες και εν συνεχεία ήλθε και πάλι στις ρωσικές γραμμές. Για να αποφύγη την εκτέλεσιν υπέγραψε μία ομολογία ότι επέστρεψε στις ρωσικές γραμμές για να εκτελέση μία αποστολή της γερμανικής κατασκοπείας. Ποια αποστολή; Ο Τσούκωφ δεν ήξερε να την καθορίση, αλλά το ίδιο και ο διοικητής του στρατοπέδου. Έγραψεν απλώς: μία αποστολή. Για τον κόσμο του στρατοπέδου είναι το νούμερο CH-854 (σ.σ. στις σχετικές πηγές απαντά περισσότερο ως SCH-854 ή SZCZ-854), ένα νούμερο που το φέρει στο παντελόνι επάνω από το αριστερό γόνατο, στο στήθος και την πλάτη του πουκαμίσου, και ακόμη στα μαλλιά λίγο επάνω από το μέτωπο. Αυτό είναι το καθεστώς εις το «ειδικό» αυτό στρατόπεδο, εκείνο όπου διαμένουν οι καταδικασθέντες δυνάμει του άρθρου 58, δηλαδή οι πολιτικοί κρατούμενοι. Όλοι οι ζωγράφοι που βρίσκονται στο στρατόπεδο δεν έχουν άλλη δουλειά παρά να ζωγραφίζουν και να ξαναζωγραφίζουν αυτό το νούμερο.
Μέσα από το σωρό του προσκλητηρίου, τις ουρές για τη σούπα, τα επεισόδια της ζωής στο στρατόπεδο, άλλα πρόσωπα ξεπηδούν: Ο Φετιούκωφ, το τσακάλι, εκείνος που εξευτελίζεται γλύφοντας τις καραβάνες των άλλων και ζητιανεύει τα αποτσίγαρά τους, ο πλοίαρχος, που είναι κλεισμένος στο στρατόπεδο, γιατί εδέχθη ένα ενθύμιο από τον Άγγλο ναύαρχο κοντά εις τον οποίον υπηρέτησεν ως αξιωματικός-σύνδεσμος κατά την διάρκειαν του πολέμου. Ο νεαρός δευτεροετής σπουδαστής (ένας γιατρός κατώρθωσε να τον εμφανίση ως νοσοκόμον «για να γράψη στη φυλακή εκείνα που δεν του ήταν επιτρεπτό να γράψη όταν ήταν ελεύθερος»). Κρατούμενοι που προέρχονται από τις Βαλτικές χώρες, ιδιαιτέρως πολυπληθείς, που αποτελούν χωριστές ομάδες, ένας Βαπτιστής που απαγγέλλει τις προσευχές του, ένας δραπέτης των γερμανικών στρατοπέδων θανάτου που πέρασε κατευθείαν στα σοβιετικά στρατόπεδα. «Διέφυγε ως εκ θαύματος τον θάνατον εις το Μπούχενβαλντ, εξεμέτρησε ησύχως το ζην εδώ».
Από πάνω υπάρχουν οι αξιωματούχοι, οι πλοίαρχοι που δέχονται τακτικά δέματα, ο επόπτης τέλος, το απαίσιον αυτό πρόσωπον που εκτελεί τα καθήκοντα του «αρχηγού του στρατοπέδου», γνήσιος σαδιστής κατά το στυλ των Ες-Ες, ο οποίος κατά το εσπερινό προσκλητήριο, όταν οι κρατούμενοι είναι όλοι έξω, κοντά στους καταυλισμούς, γλυστρά από πίσω και δίνει ένα δυνατό κτύπημα με το μαστίγιο σε μια ράχη: «Γιατί δεν είσαι στη σειρά σου, βρωμιάρη;» Είναι αυτός ο ίδιος που με θερμοκρασία τριάντα βαθμών υπό το μηδέν διατάσσει όλους να ξεκουμπώσουν τα χιτώνια και τα πουκάμισά τους υπό το πρόσχημα της διεξαγωγής ερεύνης. Όλος αυτός ο κόσμος των κρατουμένων βγαίνει κάθε πρωί από το στρατόπεδο εις μακράν φάλαγγα, ύστερα από ατελείωτα προσκλητήρια εμπρός από μια σειρά πολυβόλων και αστυνομικών σκύλων, για να πάνε να κτίσουν σπίτια «όπου ζουν ελεύθεροι άνθρωποι», κινηματογράφους «όπου πηγαίνουν ελεύθεροι άνθρωποι» και έναν ηλεκτρικό σταθμό. «Ένα βήμα προς τα δεξιά ή ένα βήμα προς τα αριστερά θεωρείται ως απόπειρα αποδράσεως. Οι φρουροί ανοίγουν πυρ άνευ προειδοποιήσεως».
Υπάρχουν ακόμη αυτά τα συναρπαστικά αποσπάσματα: «Χωρίς να υπολογισθή ο χρόνος του ύπνου, ο άνθρωπος των στρατοπέδων (Λαγκερνίκ) δεν ζη για τον εαυτό του παρά δέκα λεπτά το πρωί, τη στιγμή του προγεύματος, πέντε λεπτά για το δείπνο και πέντε ακόμη για το βραδυνό». Πιο πέρα: «Η εποχή η πλέον παχυντική για τον άνθρωπο των στρατοπέδων είναι ο Ιούνιος. Όλα τα χορταρικά εξαντλούνται τότε και αντικαθίστανται από τον τραχανά. Η χειρότερη περίοδος είναι ο Ιούλιος, οπότε στην καραβάνα υπάρχουν μόνο αγριόχορτα». Από άκρη σε άκρη της αφηγήσεως ο αναγνώστης έχει το αίσθημα ότι όλα αυτά δεν θα αλλάξουν ποτέ. Υπόσχονται ότι θα επιστραφούν τα πολιτικά ρούχα μετά την έκτισιν της ποινής. «Αλλά το τέλος της ποινής ουδείς το έχει ακόμη γνωρίσει στο στρατόπεδο». Ο Τσούκωφ, που έχει το δικαίωμα να γράφη στην οικογένειά του δυο φορές τον χρόνο, δεν έχει πια τίποτε να της γράψη και τα νέα από τον τόπο του δεν τον ενδιαφέρουν πια.
Εις ουδεμίαν στιγμήν προφέρεται το όνομα του Στάλιν. Ο όρος κομμουνισμός δεν ξεπροβάλλει παρά μόνον μία φορά και αυτή τυχαίως, σαν ένα είδος τέρατος, όταν ο πλοίαρχος, καινούργιος ακόμη, εξεγείρεται κατά του «αρχηγού του στρατοπέδου», πράγμα που του κοστίζει δέκα μέρες στο απομονωτήριο. Η αυστηρή αυτή λιτότης στη διήγησιν την κάνει ακόμη πιο καταθλιπτική. Ο κόσμος αυτός ζη στο περιθώριο της χώρας, στο περιθώριο ακόμη και της ανθρωπίνης ιστορίας. Αποτελεί εν τούτοις αναπόσπαστον τμήμα της, που σμίγει με τον ξεπεσμό όλα εκείνα επάνω στα οποία οι ολοκληρωτικοί της χιτλερικής ιστορίας και οι άλλοι εστήριξαν την κυριαρχίαν τους.
Είναι φανερό ότι ή άδεια για τη δημοσίευσιν ενός τέτοιου κειμένου δεν μπορεί να έχη δοθή παρά από πολύ υψηλά. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν αντληθή από καλώς πληροφορημένους κύκλους, ο διευθυντής της επιθεωρήσεως «Νόβι Μιρ» βρήκε το χειρόγραφο στο ταχυδρομείο του, αλλά το επήγε κατ’ ευθείαν εις τον κ. Χρουστσώφ. Ο τελευταίος αυτός έβαλε ένα συνεργάτην του να του το διαβάση ολόκληρον. Η άδεια δημοσιεύσεως εδόθη κατόπιν αποφάσεως η οποία ελήφθη από την πλειοψηφίαν του προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής.
Πρέπει άραγε να υπενθυμίσωμεν ότι επί σειράν ετών οι κομμουνισταί ηρνούντο την ύπαρξιν στρατοπέδων συγκεντρώσεως εις την Σοβιετικήν Ένωσιν; Το 1959 ακόμη ο Δαβίδ Ρουσέ εμήνυσε την εφημερίδα «Γαλλικά Γράμματα», που τον είχε κατηγορήσει επί πλαστογραφία κατόπιν των κατηγοριών που είχεν ούτος εκτοξεύσει επί του θέματος αυτού κατά της Κυβερνήσεως της ΕΣΣΔ, οπότε οι αντίπαλοί του, στηριζόμενοι εις το κείμενον του Σοβιετικού Συντάγματος, εξεδήλωσαν ο καθένας περισσότερο από τον άλλον την ευπιστία των ή την κακή των πίστιν. Ας αναφέρωμε λόγου χάριν όσα είπεν ο Ζαν Λαφίτ, τότε γενικός γραμματεύς του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Ο Τεό Μπερνάρ είχε θέσει την ερώτησιν: «Εάν κατά τύχην τα στρατόπεδα υπήρχαν, ο μάρτυς θα ήτο σύμφωνος να τα καταδικάσωμεν;» Οπότε ο πρώτος είπε: «Μου θέτετε την ερώτησιν: Εάν η μητέρα σας ήταν εγκληματίας, θα συμφωνούσατε να καταδικασθή; Θα απαντούσα: Η μητέρα μου είναι μητέρα μου και δεν είναι δυνατόν να είναι εγκληματίας».
*Κείμενο του γάλλου δημοσιογράφου Michel Tatu (1933-2012), ανταποκριτή της Le Monde στη Μόσχα από το 1957 έως το 1964. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 24 Νοεμβρίου 1962, σε άρθρο που έφερε τον τίτλο «Τα σταλινικά στρατόπεδα».
Στις 11 Δεκεμβρίου 1918 γεννήθηκε στην πόλη Kislovodsk της νοτιοδυτικής Ρωσίας, στις βόρειες υπώρειες του Καυκάσου, ο νομπελίστας ρώσος συγγραφέας Αλεξάντρ Ισάγιεβιτς Σολζενίτσιν, εμβληματική προσωπικότητα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας.
Στο μυθιστόρημά του «Μια Ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», συγγραφικό έργο μείζονος πολιτικής σημασίας, που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1962, ο Σολζενίτσιν μεταφέρει τις προσωπικές εμπειρίες του από τα διαβόητα σταλινικά γκουλάγκ. Σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας του ανελεύθερου σοβιετικού καθεστώτος, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο ρώσος αγρότης Ιβάν Ντενίσοβιτς Σούχοφ, πασχίζει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την εσωτερική ελευθερία του μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες του στρατοπέδου.
Ο Σολζενίτσιν είχε συλληφθεί από τις σοβιετικές Αρχές εξαιτίας της κριτικής που είχε ασκήσει στον Στάλιν ενόσω αλληλογραφούσε και είχε καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και μόνιμη εξορία.
Το 1969 η Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων απέβαλε τον Σολζενίτσιν χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα ακρόασης, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους κόλπους των διανοουμένων της Δύσης.
Το 1970 ο Σολζενίτσιν τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Το Δεκέμβριο του 1973 εκδόθηκε στο Παρίσι το πρώτο μέρος του άλλου μνημειώδους συγγραφικού έργου του, που φέρει τον τίτλο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ».
Το Φεβρουάριο του 1974, αφού προηγήθηκε η σύλληψή του από τις σοβιετικές Αρχές και η αφαίρεση της ιθαγένειάς του κατόπιν διατάγματος του Ανωτάτου Σοβιέτ, ο Σολζενίτσιν απελάθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1994, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν έφυγε από τη ζωή στις 3 Αυγούστου 2008, στο Troitse-Lykovo, πλησίον της Μόσχας.