Δεν έχει καταστεί ακόμα σαφές τι ακριβώς ήταν αυτό που οδήγησε στη σύλληψη της πρώην αντιπροέδρου της Κομισιόν, Φεντερίκα Μογκερίνι, αλλά απ’ αυτά που γνωρίζουμε, μπορούμε εύκολα να γεμίσουμε τα κενά.
Με απλά λόγια: το Κολλέγιο της Ευρώπης, στο οποίο η ίδια κατέχει διευθυντική θέση, αγόρασε ένα κτίριο, το οποίο θα στέγαζε μια ακαδημία εκπαίδευσης μελλοντικών στελεχών, προτού ο διαγωνισμός για το έργο προκηρυχθεί. Ως εκ τούτου, οι αρχές που διερεύνησαν την υπόθεση φαίνεται να συμπέραναν ότι είχε προαποφασιστεί ο νικητής του διαγωνισμού – τον οποίον συμπτωματικά προκήρυσσε η Διπλωματική Υπηρεσία της ΕΕ, της οποίας πρώην επικεφαλής υπήρξε η Μογκερίνι.
Φυσικά, στα εγχώρια πολιτικά πράγματα, ένα τέτοιο συμβάν δεν θα τραβούσε καθόλου την προσοχή. Μπορούμε κάλλιστα να θυμηθούμε την περίπτωση προκήρυξης διαγωνισμού από Δήμο της Αττικής προ ετών, που κατά λάθος αναρτήθηκε στη Διαύγεια χωρίς να αφαιρεθεί η εσωτερικής απεύθυνσης σημείωση που ρώταγε κάποιον Κώστα αν «ο δικός μας» (sic) πληροί τα κριτήρια.
Κάθε άλλο παρά άγνωστοι είναι οι φωτογραφικοί διαγωνισμοί στη χώρα μας, καθώς εκτείνονται από τις πιο ασήμαντες καθημερινές υποχρεώσεις των υπηρεσιών, μέχρι τα πιο φαραωνικά έργα που διαχρονικά περισσότερο έμοιαζαν να κληροδοτούνται, παρά να δημοπρατούνται. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η αχαλίνωτη κυβέρνησή μας -σε μία κρίση επηρμένης ξεδιαντροπιάς ή αναίσχυντης ειλικρίνειας, η Ιστορία θα δείξει- αποφάσισε να απεκδυθεί κάθε προσχηματικού φύλλου συκής και να επιδοθεί χωρίς αναστολές σε ένα όργιο απευθείας ανεθέσεων.
Αντίστοιχα στην Ευρώπη, το σχέδιο να φτιαχτεί μία ευρωπαϊκή εισαγγελία που θα διερευνούσε τις περιπτώσεις κακοδιαχείρισης των κοινοτικών πόρων, παρέμενε στις καλένδες για 20 ολόκληρα χρόνια, από το 1997 ως το 2017, προσκρούοντας μέχρι τότε στη μάλλον κοινή αντίληψη των κρατών-μελών περί της φύσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και άρα των υποχρεώσεων ως προς τη διαφάνεια της διαχείρισής τους. Res nullius τα χαρακτήριζαν οι αντιφρονούντες νομικοί, «πράγμα κανενός» στα λατινικά, μία χρηματοδοτική ένεση που πήγαινε σχεδόν μαγικά από τα ευρωπαϊκά ταμεία στα κράτη-μέλη, χωρίς ιθύνοντες, υπόχρεους και διαχειριστές.
Στην πράξη, η αλήθεια ήταν εξόχως διαφορετική. Περισσότερο κι από την ενιαία αγορά, το μεγαλύτερο θέλγητρο ευρωπαϊσμού για τις εθνικές κυβερνήσεις υπήρξε η δυνατότητα κατανομής αυτών των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Κάπως σαν οι φεντεραλιστές να πλήρωσαν αδρά το πολιτικό προσωπικό των κρατών-μελών προκειμένου να το πείσουν να συμμετέχει στο μεγαλόσχημο όραμά τους – γι’ αυτό μ’ έναν περίεργο τρόπο, είναι απολύτως λογικό το όνομα του Ζακ Ντελόρ να έχει συνδεθεί εν τέλει με τα ομώνυμα «πακέτα». Ήταν άλλωστε η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την όποια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Για να το πούμε πιο απλά, τα κοινοτικά κονδύλια υπάρχουν για να ροκανίζονται. Και μάλιστα, αποτελούν μόνο μία όψη της εγγενούς παραφωνίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: κοιτώντας τη μακροσκοπικά, η ΕΕ μοιάζει να είναι ένα δοχείο δισεκατομμυρίων ευρώ που επενδύονται σε lobbying προς εν πολλοίς μη-αιρετούς αντιπροσώπους, οι οποίοι μπορούν να διευκολύνουν τα εκάστοτε συμφέροντα και ταυτόχρονα απολαμβάνουν προνόμια που δεν αντιστοιχούν σε κανένα πολιτικό πόστο των εθνικών κυβερνήσεων, καθώς επίσης και μία δια βίου ασφάλεια.
Εξου και η ύπαρξη θεσμών όπως το Κολλέγιο της Ευρώπης, στο οποίο βρίσκουμε σήμερα αποκατεστημένους διάφορους «πρώην» της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, όπως τη Μογκερίνι, τον Μπορέλ, τον Χέρμαν Βαν Ρομπάι (τον θυμάται κανείς;). Υπάρχει γενικώς ένα σύνολο θέσεων πέριξ των Βρυξελλών και όχι μόνο, εντός των οποίων θα βρούμε όλους τους has-been της Ευρώπης: πρώην υπουργούς, πρωθυπουργούς και κάθε λογής απόστρατους της πολιτικής που βρίσκουν ένα «χρυσό αλεξίπτωτο» μετά την απόρριψη από το πολιτικό σκηνικό των χωρών τους.
Είναι εν μέρει λογικό μια υπερεθνική δομή αυτού του τύπου να έχει αυτά τα χλιδάτα χαρακτηριστικά· η ΕΕ με τη μορφή που έχει σήμερα είναι άλλωστε γνήσιο τέκνο της μεγάλης νεοφιλελεύθερης οίησης των δεκαετιών του ‘80 του ‘90 που οι ευδαίμονες εκπρόσωποί της δείχνουν να πιστεύουν ότι δεν έχει κανέναν λόγο να αλλάξει ποτέ.
Ωστόσο, από τις όχθες της Ελλάδας, η αφασία που επιδεικνύουν στον δημόσιο λόγο τους πρόσωπα όπως η ανιστόρητη και πολεμοχαρής Κάγια Κάλας ή η αίσθηση παντοδυναμίας που δείχνουν να απολάμβαναν οι εμπλεκόμενοι στο Qatargate, θα έπρεπε να μοιάζει εξαιρετικά οικεία. Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα κι εδώ μέχρι και τις απαρχές της κρίσης, όταν η Ελλάδα ζούσε το δικό της ευρωπαϊκό όνειρο, με τους διάφορους προνομιούχους να πιστεύουν ότι αυτή η υπερβολική και παράλογη ευημερία θα κρατήσει για πάντα.
Τώρα, στην άτσαλη, πλην ανησυχητική προσπάθεια τους να μεταβούν στην πολεμική οικονομία, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δείχνουν έτοιμες να εγκαινιάσουν το δικό τους 2010. Και σ’ αυτό το περιβάλλον σύσφιξης και επικείμενης λιτότητας, οι υποθέσεις που αναδεικνύει και κυνηγάει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ίσως και να δίνουν το καλό παράδειγμα.
Ωστόσο, αφενός δεν έχουμε δει ακόμα την έκβαση αυτού του πρώτου γύρου υποθέσεων και αφετέρου μπορούμε να προβλέψουμε διάφορους τρόπους με τους οποίους ακόμα και η στοιχειώδης προσπάθεια να διασωθούν τα προσχήματα, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα προβλήματα. Πόσο ευρωπαϊστές θα είναι ας πούμε εν καιρώ οι πάλαι ποτέ «Μένουμε Ευρώπη», αν τους αφαιρεθεί η δυνατότητα να εξαγοράζουν την επανεκλογή τους μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ;