Μπιορκ, 60 χρόνια αναρχίας – Από τους Ολυμπιακούς Αθήνα 2004 στα χαρακώματα για ένα δίκαιο πλανήτη
Γεννημένη στην Ισλανδία, 60 χρόνια πριν, η Μπιορκ είναι ένα ηφαίστειο δημιουργίας και πολιτικοποιημένης δημιουργίας ως το αρχέτυπο του πολιτιστικού προβοκάτορα
Με ρίζες στη χώρα που η λάβα είναι στις φλέβες της, η Μπιορκ έχει αναδειχθεί σε πολλά περισσότερα από ένα icon της βιομηχανίας του θεάματος καθώς η συμβολή της στην τέχνη εκτείνεται πέρα από την αναγνωρίσιμη φωνή της.
Ακούραστη πρωτοπόρος, η Ισλανδή έκανε τη μουσική, την εικόνα, το performance, τους νευρώνες και τις νέες τεχνολογίες ένα ενιαίο, ατρόμητο έργο που καλεί σε εγρήγορση εδώ και δεκαετίες.
Από την εφηβική της εμφάνιση ως παιδί-θαύμα μέχρι την καταξίωσή της ως μία από τις πιο επιδραστικές καλλιτέχνιδες των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, η Μπιορκ αψήφησε σταθερά τις συμβάσεις με έργα που διατρέχουν την ποπ, την ηλεκτρονική, την κλασική και την πειραματική μουσική, έχοντας ορίσει την πολιτισμική σφαίρα.
Η Μπιορκ έχει τοποθετήσει τον βαθύ συναισθηματικό πόνο και την αδυναμία που γεννάει δύναμη στον πυρήνα της δημιουργικής της φιλοσοφίας, όχι ως αδιέξοδο, αλλά ως καταλύτη μεταμόρφωσης.
Αντί να τον απομονώνει, τον ενσωματώνει σε μία αρχετυπική ενέργεια, υποστηρίζοντας πως η πιο έντονη θλίψη, μπορεί να γίνει το πιο ισχυρό καύσιμο δημιουργίας καθώς η τέχνη της λειτουργεί ως μία αλχημική διαδικασία. Η Μπιορκ παίρνει τη ρήξη, τον θάνατο, την εγκατάλειψη, και τα επιστρέφει στην πλατφόρμα και το κοινό της ως καθαρή ενέργεια, ως μία (αναλογική αλλά και ηλεκτρική) κραυγή ζωής.
Για την Ισλανδή, η καλλιτεχνική πράξη είναι η υπέρτατη πράξη επιβίωσης: η ανοιχτή πληγή είναι η πύλη προς την αυθεντική, μη φιλτραρισμένη σύνδεση με τον κόσμο, αφήνοντας την ψυχή να τραγουδήσει την πιο δύσκολη αλήθεια της.
Παράλληλα η σχέση της με τη φύση και την τεχνολογία δεν είναι διπολική, αλλά οργανική. Η Μπιορκ αντιμετωπίζει τις δυνάμεις της Γης (το χώμα, τον ωκεανό, την ακατέργαστη βιολογία) ως την πρωταρχική της γλώσσα και την τεχνολογία (τα ηλεκτρονικά ηχοτοπία, τις εφαρμογές, την εικονική πραγματικότητα) ως τον πολιτισμικό μας «ωκεανό» — το μέσο μέσω του οποίου μπορούμε να επεκτείνουμε τα ανθρώπινα όρια -αυτό έκανε άλλωστε με το Biophilia.
Ποιητική αλλά και κοφτερή, η Μπιορκ θέλει να μας υπενθυμίσει τη συνέχεια και το δέσιμο της θνητότητας μας με τις αρχέγονες δομές του σύμπαντος, καθιστώντας τον άνθρωπο τελικά πιο ενιαίο, πέρα από φυλετικές ή θρησκευτικές διαιρέσεις.
Η στάση της Μπιορκ απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη μουσική βιομηχανία είναι μία συνεχής πράξη καλλιτεχνικής και φεμινιστικής αυτονομίας.
Έχει επισημάνει επανειλημμένα τον σεξισμό που επιβάλλει σταθερά πρότυπα στις γυναίκες καλλιτέχνιδες («Πρέπει πάντα να είναι θηλυκές, θηλυκές»), ενώ επιτρέπει στους άνδρες συναδέλφους της να είναι «αστείοι, χοντροί, φιλοσοφικοί».
Η φιλοσοφία της δεν είναι να προσαρμοστεί στους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά να τους ανατρέψει ριζικά.
Όταν αντιστάθηκε στην απλοϊκή παρουσίαση της δουλειάς της από τον Τύπο, όταν αρνήθηκε να μπει στο καλούπι της pop star ή όταν υπερασπίστηκε (με βία) το παιδί της από τους παπαράτσι, όταν διακήρυξε πως ο φεμινισμός στην τέχνη είναι η απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση της προσωπικής ακεραιότητας και του δημιουργικού οράματος, η Μπιορκ ούρλιαξε και κατάφερε να κάνει επανεκκίνηση σε ένα σύστημα απαιτώντας από τη βιομηχανία να ωριμάσει και να αλλάξει.
Μουσικά, όλα ξεκίνησαν με μια έκρηξη. Έφερε τον τίτλο Homogenic. Ο δίσκος με τον οποίο η Μπιορκ «πυροδότησε» την πλήρη καλλιτεχνική της ταυτότητα τη βρίσκει διχασμένη μεταξύ της ηφαιστειακής απεραντοσύνης της Ισλανδίας και του χάους του Λονδίνου της δεκαετίας του ’90.
Συνδυάζοντας ηλεκτρονικούς ρυθμούς με σαρωτικά έγχορδα, δημιουργώντας μία νέα κινηματογραφική γλώσσα για την ποπ και κουβαλώντας μέσα του κομμάτια όπως τα Jóga και Bachelorette ως τεκτονικοί συναισθηματικοί σεισμοί ο δίσκος ήταν αυτό που είναι η Μπιορκ.
Ωμός, ενιαίος και ρηξικέλευθος έγινε ένα νέο σημείο αναφοράς για την avant-pop και η Μπιορκ πέταξε από πάνω της το κουκούλι του «ανερχόμενο» για να γίνει μία πολιτισμική αρχιτέκτονας, η επιρροή της οποίας αντηχεί σε κάθε φιλόδοξο ποπ δημιουργό που ακολούθησε.
Η εμφάνιση της Μπιορκ με το φόρεμα του Κύκνου στα Όσκαρ το 2001 δεν ήταν ένα απλό καπρίτσιο, αλλά (όπως όλα στην περίπτωση της) ένα μήνυμα.
Εμφανίστηκε στην πιο σοβαροφανή τελετή του Χόλιγουντ φορώντας ένα δημιούργημα γεμάτο ιδιοτροπία και χιούμορ, «γεννώντας» αβγά στο κόκκινο χαλί και αμφισβητώντας κάθε προσδοκία για την «αποδεκτή» αισθητική των γυναικών celebrities.
Παρόλο που αρχικά έγινε αντικείμενο χλευασμού, το φόρεμα καθιερώθηκε ως σύμβολο καλλιτεχνικής αυτονομίας και αντι-κομφορμιστικής αίγλης. Σήμερα, αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές στιγμές μόδας στο κόκκινο χαλί, αποδεικνύοντας την απαράμιλλη ικανότητα της Μπιορκ να μετατρέπει το θέαμα σε επανάσταση.
Το μυθικό φόρεμα της που «πλημμύρισε» το Ολυμπιακό Στάδιο στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 ήταν αναμφισβήτητα μία από τις πιο φιλόδοξες και εντυπωσιακές μουσικές παραστάσεις στην ιστορία των σύγχρονων Αγώνων.
Όταν η Μπιορκ έφτασε στην Αθήνα το 2004, η δισκογραφία της περιελάμβανε ήδη διεθνείς επιτυχίες και η φήμη της για τις θεαματικές παραστάσεις της ήταν παγιωμένη.
Πιστεύοντας στην απόλυτη δημιουργική έκφραση, ανταποκρίθηκε στην πρόκληση της Τελετής Έναρξης με το τραγούδι Oceania, το οποίο συνέγραψε με τον ποιητή Σίγκουργιον Μπίργκιρ Σίγκουρντσον.
Μιλώντας στα παρασκήνια, πριν από την παράσταση για την οποία χρειάστηκε να αφιερώσει δύο ώρες στο styling, η τραγουδίστρια δήλωσε:
«Εκπροσωπώ τον ωκεανό. Και η ιδέα είναι ότι το φόρεμά μου πλημμυρίζει το στάδιο». Όπως εξήγησε, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Τελετής, Δημήτρης Παπαϊωάννου, της ζήτησε να γράψει ένα τραγούδι που να περικλείει την ενότητα.
«Σκέφτηκα τον ωκεανό γιατί το νερό αγγίζει κάθε ήπειρο χωρίς να σκέφτεται τη φυλή ή την προκατάληψη ή τη θρησκεία», είπε.
Η σαφής σύνδεση μεταξύ της καλλιτέχνιδας και του Ολυμπιακού πνεύματος οφειλόταν στη διάθεση που απέπνεε το Oceania, ένας συνδυασμός ηλεκτρονικής μουσικής και φωνητικών που μιλούσε για τη φύση, τον κόπο (ιδρώτα) και την αρμονία ανθρώπου και περιβάλλοντος.
Καθώς το μπλε φόρεμά της απλωνόταν, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μίας τεράστιας θάλασσας, η Μπιορκ τραγουδούσε: «Γεράκια και σπουργίτια τρέχουν στα νερά μου / Σαλάχια επιπλέουν στον ουρανό», λίγο πριν ο Έλληνας αθλητής Νικόλαος Κακλαμανάκης ανάψει τον Ολυμπιακό βωμό.
Εξηγώντας τη δημιουργική διαδικασία πίσω από το Oceania, η Μπιορκ τόνισε τη συμβολή του Σίγκουρντσον. «Πάντα τον ρωτάω όταν χρειάζομαι κάτι επικό, σαν να προέρχεται από μυθιστόρημα». Όταν συναντήθηκαν, ο ποιητής πρότεινε την ιδέα της εξέλιξης του ανθρώπου από το πλαγκτόν σε ψάρι και το σέρνεσθαι από τη θάλασσα, «αναπτύσσοντας σταδιακά μέχρι να φτάσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Η παράσταση εμπλουτίστηκε με χορευτές μεταμφιεσμένους σε Έλληνες θεούς και μυθικά ζώα, ενισχύοντας την αιθέρια ατμόσφαιρα. Η 38χρονη τότε Μπιορκ έγινε κομμάτι του μύθου χτίζοντας τον δικό της.
Χρόνια αργότερα η καλλιτέχνιδα εξήγησε ότι η αντισυμβατική εικόνα της ήταν αυτό που την έκανε τόσο ελκυστική για την Τελετή. Η Μπιορκ εκπροσωπούσε (όπως πάντα, πριν και μετα την Αθήνα του 2004) τις νέες, συναρπαστικές δονήσεις της Γης.
Η Μπιορκ, η οποία είχε ιδρύσει τη δική της δισκογραφική εταιρεία σε ηλικία μόλις 14 ετών, ήταν μία δημιουργική δύναμη. Η εικονογραφία της και η εκπληκτική της εμφάνιση στην Αθήνα συνέβαλαν καθοριστικά στο να μείνει η Τελετή Έναρξης του 2004 ανεξίτηλη στη μνήμη. Ερωτηθείσα για την εμπειρία της, η Μπιορκ γέλασε στα παρασκήνια, καθώς το πολυτελές φόρεμά της κυμάτιζε γύρω της: «Παράσταση στους Ολυμπιακούς Αγώνες; Είναι αριστοκρατικό, σωστά;»
Πιο πρωτοποριακή από κάθε άλλη σύγχρονη της, η Μπιορκ μετέτρεψε το μουσικό βίντεο σε εργαστήριο τέχνης, τεχνολογίας και φαντασίας.
Σε συνεργασία με οπτικούς επαναστάτες όπως οι Μισέλ Γκοντρί, Σπάικ Τζόνζι, Κρις Κάνιγχαμ και Νικ Νάιτ, δημιούργησε εμβληματικά φιλμ μικρού μήκους όπως τα Human Behaviour, Pagan Poetry και το αριστούργημα ρομποτικής αγάπης All Is Full of Love.
Για τη Μπιορκ οι αισθήσεις μας είναι δίοδος για το μέσα και αυτό είναι που θέλει να κατακτήσει.
Επενδύοντας στη δύναμη της εικόνας η Μπιορκ έχτισε σε συνεργασία με άλλους οραματιστές της multimedia ωδής, ταινίες όπου ο σουρεαλισμός, ο φουτουρισμός και η ευαλωτότητα κάνουν σεξ γεννώντας υβρίδια για να καλλιεργήσουν την επόμενη γενιά της καλλιτεχνικής τόλμης.
Παράλληλα, στο Dancer in the Dark του Λαρς φον Τρίερ (2000), η Μπιορκ έδωσε μία από τις πιο διχαστικές και στοιχειωτικές ερμηνείες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η απεικόνιση της Σέλμα, τόσο συναισθηματικά ωμή και καθηλωτική, της χάρισε το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στις Κάννες. Η Μπιορκ, ωστόσο, ορκίστηκε πως δεν θα ξαναέπαιζε ποτέ.
Το 2017, εντάχθηκε στο κίνημα #MeToo περιγράφοντας κακοποίηση από έναν σκηνοθέτη με τον οποίο είχε συνεργαστεί – αν και δεν τον κατονόμασε ποτέ, είχε συνεργαστεί μόνο με τον φον Τρίερ μέχρι τότε.
Επιστρέφοντας στο πεδίο της παρτιτούρας, η Μπιορκ με το Vulnicura έκανε μια ραγισμένη καρδιά, πολιτιστικό token. Συνδυάζοντας ορχηστρικά έγχορδα με την αλλοιωμένη ηλεκτρονική μουσική του Άρκα, η Μπιορκ κατέγραψε τη διάλυση της αγάπης με συντριπτική λεπτομέρεια – από τη ρήξη έως την επούλωση.
Η συναισθηματική διαφάνεια του άλμπουμ είχε παγκόσμια απήχηση, καθιστώντας το έναν φάρο για τους ακροατές που διαχειρίζονται τη δική τους θλίψη και ανοίγοντας ένα κανάλι για την λεπτομερή αναφορά στη γυναικεία εμπειρία του χωρισμού.
Το έργο, μία εξερεύνηση του χωρισμού της από τον εικαστικό καλλιτέχνη Μάθιου Μπάρνι, αποτελεί μία από τις πιο ισχυρές εκφράσεις προσωπικού πόνου στη σύγχρονη μουσική.
Mαχητική από πάντα, είτε όταν υπερασπιζόταν την ιδιωτικότητα του γιού της στο διαβόητο περιστατικό του 1996 (η δημιουργός επιτέθηκε σε δημοσιογράφο στο Αεροδρόμιο Don Mueang της Μπανγκόκ όταν προσπάθησε να πάρει συνέντευξη από τον γιο της) είτε όταν πολεμάει για τον πλανήτη και εναντιώνεται στην ανθρωπογενή καταστροφή πόρων, οικοσυστημάτων και λαών, είτε όταν επιτίθεται στο Ισραήλ ή την AI ή το Spotify, ο ακτιβισμός της είναι μια φυσική προέκταση της τέχνης της.
Παθιασμένος, ασυμβίβαστος, την ίδια στιγμή τοπικός και παγκόσμιος και σίγουρα ορμητικός ως καταιγίδα.
Έχει αγωνιστεί ενάντια στις εμπορικές ιχθυοκαλλιέργειες σολομού της Ισλανδίας, προώθησε τη διατήρηση των ωκεανών και υπερασπίστηκε εύθραυστα οικοσυστήματα. Είναι πρέσβειρα της UNICEF, συγκεντρώνει κεφάλαια για την ανακούφιση από καταστροφές και υποστηρίζει τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ και των προσφύγων.
Το 2011, με το άλμπουμ της Biophilia η σπουδαία αυτή Ισλανδή και πολίτης του κόσμου, επαναπροσδιόρισε τι μπορεί να είναι ένας δίσκος. Δεν ήταν μόνο μουσική, αλλά μια διαδραστική σουίτα εφαρμογών, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών, μια επιστημονική συνεργασία και μια ζωντανή παράσταση που τροφοδοτούνταν από εφευρεθέντα όργανα.
Η Μπιορκ συνδύασε τη φυσική επιστήμη με την τέχνη και την τεχνολογία, μετατρέποντας τα τραγούδια σε ζωντανά, αρθρωτά συστήματα και θέτοντας το «χρυσό πρότυπο» για την καινοτομία πολυμέσων πολύ πριν προσπαθήσουν να το μιμηθούν οι εταιρείες τεχνολογίας.
Πρόσφατα, με αφορμή τα 6οα της γενέθλια, η Μπιορκ αναφέρθηκε στο πόλεμο της με την κυβέρνηση της Ισλανδίας.
Πριν από δύο χρόνια, η Μπιορκ συνεργάστηκε με τη Rosalía και τον Sega Bodega στο τραγούδι Oral. Όπως αποκάλυψε όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις του διατέθηκαν στην υποστήριξη του νομικού αγώνα κατά της εκτροφής σολομού από ιδιοκτήτες ξένης εταιρείας στην Ισλανδία που διεξάγεται από κατοίκους του Seyðisfjörður.
Για τα 60α της γενέθλια η Μπιόρκ έκανε ένα δώρο στον εαυτό της. Κατέθεσε νέα αγωγή (θα είναι η πέμπτη) κατά του ισλανδικού κράτους.
Η Μπιορκ είναι μια δύναμη της φύσης και εμείς είμαστε οι ορκισμένοι στρατιώτες της.
Για πρώτη φορά, η ζωή του Νίκου Ξυλούρη ανεβαίνει στο θεατρικό σανίδι από τη Stages Network και τα Αθηναϊκά Θέατρα, με το έργο Ο Αρχάγγελος της Κρήτης. Έως τις 31 Ιανουαρίου στο θέατρο ΗΒΗ.
Μια από τις πιο ωραίες φωνές της γενιάς της, η Βιολέτα Ίκαρη επιστρέφει στη δισκογραφία με το EP Σύννεφα Μπαλόνια, αλλά και στον Σταυρό του Νότου στις 26 Δεκεμβρίου.
Φροίξος Φυντανίδης
WIDGET ΡΟΗΣ ΕΙΔΗΣΕΩΝΗ ροή ειδήσεων του in.gr στο site σας