Ένας από τους πιο ριζοσπαστικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα, ο Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Γουότκινς, πέθανε στις 30 Οκτωβρίου, μία ημέρα μετά τα 90ά του γενέθλια.
Ο άνθρωπος που αμφισβήτησε όσο λίγοι τη λειτουργία της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που σήμερα θεωρείται προφητικό, φεύγει σχεδόν όπως έζησε: στο περιθώριο των μεγάλων θεσμών, αλλά με βαθιά επιρροή σε όσους τον ανακάλυψαν.
Γνωστός για την αταλάντευτη στάση του απέναντι στα μέσα ενημέρωσης, ο Γουότκινς πίστευε ότι «ο κινηματογράφος και η τηλεόραση κατασκευάζουν παθητικούς θεατές».
Σε μια από τις πιο εμβληματικές δηλώσεις του είχε γράψει πως: «Δεν πιστεύω ότι το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης θα φτάσει ποτέ στην πραγμάτωσή του αν αφήσουμε τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο στην παρούσα τους κατάσταση.»
Εκείνος αφιέρωσε μια ολόκληρη ζωή για να αποδείξει το αντίθετο.
«Δεν πιστεύω ότι το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης θα φτάσει ποτέ στην πραγμάτωσή του αν αφήσουμε τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο στην παρούσα τους κατάσταση.»
Ένας θρύλος της εικόνας
Ο Πίτερ Γουότκινς γεννήθηκε το 1935 στο Νόρμπιτον του Σάρεϊ. Το τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου —με συνεχείς μετακινήσεις και στη συνέχεια τη στρατιωτική του θητεία— διαμόρφωσαν από νωρίς την πολιτική του συνείδηση.
Μετά το Κέιμπριτζ και τη RADA, εγκαταστάθηκε στο Καντέρμπουρι, όπου γύρισε ερασιτεχνικές ταινίες με τη βοήθεια μιας ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Σε αυτές τις πρώτες του δουλειές διαμορφώθηκε ήδη το ύφος που θα τον καθόριζε: πραγματικοί άνθρωποι μπροστά στην κάμερα, όχι επαγγελματίες ηθοποιοί, και θεματικό επίκεντρο η εμπειρία της βίας και της εξουσίας.
Το BBC τον εντόπισε και τον κάλεσε να σκηνοθετήσει για την τηλεόραση. Η αρχή υπήρξε θριαμβευτική: το «Culloden» (1964) αναπαράστησε τη μάχη του 1746 σαν τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Η Guardian μίλησε για «αξέχαστο πείραμα». Αλλά ο Γουότκινς δεν ήθελε απλώς να συγκλονίσει· ήθελε να ανοίξει πολιτική συζήτηση.
Και το κατάφερε. Με κόστος.
Το «The War Game»: μια ταινία που απαγορεύτηκε επειδή έλεγε την αλήθεια
Το 1966 ολοκλήρωσε το «The War Game», μια υποτιθέμενη «τήρηση ψυχραιμίας» σε περίπτωση πυρηνικού πλήγματος στη Βρετανία. Με απολύτως ρεαλιστική αναπαράσταση και στοιχεία από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η ταινία έδειχνε αυτό που κανείς δεν τολμούσε να δει.
Το BBC την έκρινε «υπερβολικά τρομακτική για τηλεοπτική μετάδοση».
Χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η κυβέρνηση του Χάρολντ Γουίλσον είχε επέμβει για να την αποσύρει.
Η ταινία προβλήθηκε τελικά στους κινηματογράφους και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, ένα από τα πιο ειρωνικά επεισόδια στην ιστορία της Ακαδημίας: ένα ντοκιμαντέρ που κέρδισε επειδή δεν του επετράπη να προβληθεί στην τηλεόραση.
Μετά από αυτό, ο Γουότκινς κατάλαβε ότι το σύστημα δεν θα τον άφηνε να συνεχίσει όπως ήθελε.
Έφυγε.
Ο αυτοεξόριστος δημιουργός
Στη δεκαετία του ’70 μετακινήθηκε στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στη Σκανδιναβία. Εκεί γύρισε την πιο σκληρή πολιτική του ταινία, το «Punishment Park» (1971), όπου πολιτικοί αντιφρονούντες αναγκάζονται να τρέξουν στην έρημο για την ελευθερία τους. Τα πρόσωπα ήταν πραγματικοί ακτιβιστές· οι αντιπαραθέσεις δεν ήταν παίξιμο ρόλων αλλά πραγματική σύγκρουση ιδεών.
Στη Σκανδιναβία γύρισε έργα που σήμερα θεωρούνται καθοριστικά για τη μορφή του docudrama, με κορύφωση το «Edvard Munch» (1974) — ίσως το πιο όμορφο και προσωπικό του φιλμ.
Το magnum opus του όμως ήταν «The Journey» (1983–1987): 14 ώρες και 30 λεπτά για την πυρηνική απειλή και τη χειραγώγηση των ΜΜΕ.
Ήταν λιγότερο ταινία και περισσότερο εργαστήριο παγκόσμιου διαλόγου.
Ο ίδιος ονόμασε τη συμβατική τηλεοπτική αφήγηση «Monoform» — μια μορφή που κρατά τον θεατή παθητικό κι ανήμπορο μπρος στη γλώσσα χειραγώγησης των mainstream μέσων, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο.
Η τελευταία πράξη: το «La Commune (Paris, 1871)»
Η ταινία που συνοψίζει την ιδεολογία του είναι το «La Commune».
Μια επαναστατική παραγωγή, γυρισμένη σε ένα τεράστιο στούντιο στο Παρίσι, με 200 μη επαγγελματίες συμμετέχοντες που αυτοσχεδίαζαν πάνω στην ιστορία της Παρισινής Κομμούνας. Οι ηθοποιοί δεν μιλούσαν απλώς για τους χαρακτήρες τους — μιλούσαν για τη δική τους εποχή.
Ο Γουότκινς πάλευε όχι μόνο με τη θεματολογία, αλλά και με την ίδια την κατασκευή της ταινίας. Πάλευε να αποδείξει ότι ο θεατής μπορεί να σκεφτεί, να αντισταθεί, να συμμετέχει.
Η κληρονομιά του
Παρά τα εμπόδια παραγωγής — πολλές φορές όχι απλώς δυσκολίες αλλά πραγματική παρεμπόδιση — και παρά το γεγονός ότι τα έργα του συχνά παρέμεναν εκτός μεγάλων δικτύων διανομής, το εύρος, η κριτική οξυδέρκεια και η πρωτοπορία του Πίτερ Γουότκινς είναι αδιαμφισβήτητα. Κάθε ταινία του λειτουργούσε ως άσκηση ελευθερίας: μία προσπάθεια να γκρεμίσει την παθητικότητα που δημιουργεί η εικόνα και να μετατρέψει τον θεατή σε ενεργό συμμετέχοντα, σε συνομιλητή, σε πολίτη.
Σε μια εποχή όπου τα μέσα μαζικής ενημέρωσης περιορίζουν την προσοχή μας σε γρήγορα, εύπεπτα, μονοφωνικά μηνύματα — μια «μονομορφία», όπως ο ίδιος την ονόμαζε — ο Γουότκινς υπενθύμιζε ότι η εικόνα μπορεί να είναι εργαλείο σκέψης και όχι απλώς θέαμα. Δεν τον ενδιέφερε το «κουτί» της τηλεόρασης, αλλά ο τρόπος που αυτό διαμορφώνει τη συνείδηση.
Δεν τον ενδιέφερε να σοκάρει – τον ενδιέφερε να αφυπνίσει.
Γι’ αυτό και η παρακαταθήκη του σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία κυκλοφορεί με ρυθμό καταιγιστικό, αλλά η κατανόηση μένει πίσω, οι ταινίες του αποτελούν εργαλείο για να επιβραδύνουμε, να σκεφτούμε, να αμφισβητήσουμε. Είναι ένας οδηγός για το πώς μπορούμε να ξαναχτίσουμε την σχέση μας με τις εικόνες: όχι ως παθητικοί δέκτες, αλλά ως ανθρώπινα όντα που συμμετέχουν, αναρωτιούνται, μιλούν.
Σήμερα, σε μια εποχή όπου η εικόνα κυκλοφορεί πιο γρήγορα από ποτέ αλλά ο χρόνος σκέψης μικραίνει, το έργο του Γουότκινς μοιάζει προφητικό.
Ένας δημιουργός που έψαξε, κυριολεκτικά, μια άλλη μορφή επικοινωνίας.
Ένας σκηνοθέτης που έβαλε τους θεατές όχι να κοιτάξουν — αλλά να συμμετάσχουν.