Το εφετεινόν θέρος συνέπεσε με την εκατονταετηρίδα όχι μιας πράξεως —αυτή έμελλε να επέλθη αργότερον— αλλά μιας αρχής. Πρόκειται διά μίαν από τας πλέον γενναιόφρονας διακηρύξεις ελέους, ευσπλαχνίας ως και της υποχρεώσεως όλων των ανθρώπων όπως συνδράμουν τα θύματα του πολέμου. Εάν η αρχή εκείνη και η μεταφορά της εις την πράξιν, που επηκολούθησε συντόμως, ήσαν και τώρα τόσον γενικώς και πιστώς παραδεδεγμέναι όσον και τότε, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα εξηκολούθουν να ατενίζουν σήμερον την σκηνήν του Σολφερίνο. Δεν θα ησθάνοντο όμως την θλίψιν και την ανησυχίαν από τας οποίας τώρα κατέχονται. Την 24 Ιουνίου 1859 οι Αυστριακοί ηττήθησαν εις το Σολφερίνο από τας στρατιάς της Γαλλίας και της Σαρδηνίας. Θα προσπαθήσω τώρα να καταδείξω διατί η εκατονταετηρίς αυτή μας αφορά σήμερον τόσον πολύ, διατί ανήκει εις τον τομέα της «πρακτικής πολιτικής» και δεν είναι μόνον μία ανάμνησις των ιστορικών.
Ο νεαρός Ελβετός Ανρί Ντυνάν που ενεφανίσθη κατά τύχην εις την σκηνήν, δεν έτρεφεν αρχικώς κανένα ιδιαίτερον ενδιαφέρον διά την σύγκρουσιν. Εκείνο όμως που είδε τον ώθησε προς την δράσιν. Αι ιατρικαί υπηρεσίαι είχαν καταρρεύσει, εν μέρει επειδή, λόγω αυτής ταύτης της συγκροτήσεώς των, ήσαν ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν εξαιρετικώς βαρείας απωλείας, εν μέρει ακόμη επειδή επρόκειτο περί της τελικής μάχης και ένα ασυνήθως μεγάλο ποσοστόν ιατρών ήσαν εις τα νοσοκομεία προς περίθαλψιν εκείνων που είχαν τραυματισθή ενωρίτερον, εν μέρει τέλος διότι η πλειονότης του αυστριακού προσωπικού είχαν αποσυρθή διά ν’ αποφύγουν, όπως εσυνηθίζετο τότε, να καταστούν αιχμάλωτοι πολέμου. Ούτω, οι άνδρες παρέμεναν επί πολύν χρόνον με ανοικτάς τας πληγάς, ή, εάν αυταί είχαν επιδεθή, έπρεπε να αναμένουν και τέσσαρας ακόμη ημέρας διά νέαν περίθαλψιν και καθαρούς επιδέσμους. Πληγαί, από τας οποίας έρρεε πύον, μυίγες, λίμναι ξηραθέντος αίματος, βρώμα, δυσοσμία, πείνα και δίψα ακόμη ήσαν συνήθη φαινόμενα εις τας εκκλησίας όπου μετεφέροντο οι τραυματίαι.
Με ιδίαν του πρωτοβουλίαν, ο ξένος εκείνος ταξιδιώτης, ένας πράος και μετριόφρων νέος, διωργάνωσε την περίθαλψιν με τον λαόν του Καστιλιόνε, ιδία δε τας γυναίκας, με Αυστριακούς αιχμαλώτους, με ελαφρούς τραυματίας και με μερικούς Άγγλους περιηγητάς. Ούτε τότε ούτε και αργότερον εξεστόμισε μομφάς, ούτε και προέβη εις πικρόχολα σχόλια, όπως η Φλώρενς Νάιτινγκεϊλ. Εις τον νουν του όμως διεμορφώθησαν ωρισμέναι ιδέαι. Ήτο τερατώδες το οιουδήποτε είδους ιατρικόν προσωπικόν να τυγχάνη μεταχειρίσεως αιχμαλώτων πολέμου. Θα έπρεπε να του δοθή μία ιδιότης ουδετέρου. Αυτή ήτο η άμεσος αντίδρασίς του. Αποτέλεσμα δε των συλλογισμών του επί του θέματος τούτου ήτο η ιδέα μιας μεγάλης διεθνούς οργανώσεως —και της κοινότητος ιδεών μεταξύ των εθνικών οργανώσεων— την οποίαν αυτός και οι συνεργάται του επρόκειτο να δημιουργήσουν.
Ουδέποτε υπεδήλωσεν ότι υπήρχε τάσις εκ μέρους των Γάλλων ιατρών όπως περιθάλπουν τους ιδικούς των τραυματίας προ των Αυστριακών. Αντιθέτως μάλιστα, ημφισβήτησε ότι τούτο είχε συμβή. Εκείνο το οποίον ήτο αποφασισμένος να επιτύχη ήτο η εξασφάλισις της ουδετερότητος διά κάθε κλάδον των ιατρικών υπηρεσιών, ώστε εάν αυταί παρέμεναν με τους τραυματίας μέχρις αφίξεως του εχθρού, η εργασία των δεν θα διεκόπτετο και οι ίδιοι θα απεδίδοντο με συνοδείαν λευκής σημαίας ευθύς ως όλα ετελείωναν. Εζήτησε δε τα αυτά δικαιώματα και διά τους κοινούς πολίτας που περιέθαλπαν ή συνέδραμαν τους τραυματίας.
Ο Ερρίκος Ντυνάν
Οι όροι αυτοί απετέλεσαν μέρος της πρώτης συμβάσεως της Γενεύης. Η αρχή του εφηρμόζετο γενικώς υπό των πολιτισμένων εθνών μέχρι και του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ο αντιπρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού κ. Φρεντερίκ Σιορντέ επεσήμανε το γεγονός ότι τούτο δεν συνέβη και κατά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον. Από αυτής της απόψεως, η εμφάνισις χονδροειδών και εξάλλων θεωριών περί έθνους είχε σοβαρά αποτελέσματα. Εις μερικάς, μάλιστα, περιπτώσεις εκείνοι που είχαν ως έργον να επουλώνουν τα τραύματα περιεπλάκησαν εις μαζικάς εξοντώσεις ή εις την αναζήτησιν μεθόδων προς επίτευξίν των. […]
Κατά την διάρκειαν των μεταπολεμικών διασκέψεων υπεστηρίχθη υπό των αντιπροσώπων Μεγάλων Δυνάμεων ότι κατά την διεξαγωγήν ενός πολέμου η ηγεσία δεν δύναται να επιτρέψη την εγκατάλειψιν πλεονεκτημάτων δι’ ανθρωπιστικούς καθ’ ολοκληρίαν λόγους. Όσον αφορά το έργον του ιατρικού προσωπικού, υπάρχει μία τάσις να τονισθή ότι ο ιατρός αξιωματικός είναι παραδεδεγμένως μέλος του εθνικού στρατού και πρέπει να συμμετέχη εις την εθνικήν πολεμικήν προσπάθειαν. Υπεβλήθη και πάλιν το αίτημα όπως το ιατρικόν προσωπικόν τυγχάνη εκ νέου μεταχειρίσεως αιχμαλώτου πολέμου. Μία άλλη υπόδειξις ήτο ότι το ιατρικόν προσωπικόν πρέπει, κατά την διάρκειαν μιας επιχειρήσεως, να εγκαταλείπη τους τραυματίας επί του πεδίου της μάχης και να αποσύρεται μετά των ιδικών του στρατευμάτων, εφ’ όσον η μεταφορά των τραυματιών είναι αδύνατος. Είναι αληθές ότι η Διπλωματική Διάσκεψις του 1949 υπεστήριξε σθεναρώς τας αρχάς των προγενεστέρων συμβάσεων. Εν τούτοις, αυτή η καταφανής εμμονή εις βάρβαρα έθιμα είναι ανησυχητική. Εάν όλα αυτά λέγωνται εν καιρώ ειρήνης, τι θα γίνη εν καιρώ πολέμου;
[…]
Προτάσεις διά πόλεις ή ζώνας προσφύγων, μη ωχυρωμένας και στερουμένας στρατευμάτων, όπου οι πολίται και ιδίως τα γυναικόπαιδα θα ευρίσκωνται εξησφαλισμένα από επιθέσεις, δεν υπεστηρίχθησαν με το επιχείρημα ότι ένας ασυνείδητος εμπόλεμος θα ηδύνατο να τας χρησιμοποιήση προς ίδιον αυτού όφελος. Αι απόψεις αυταί αποκλείουν την έννοιαν του παρανόμου στόχου, την οποίαν υπεστήριζεν ένας άνθρωπος όπως ο Ραντέτσκυ —τον οποίον οι Ιταλοί εθεώρουν σκληρόν— όταν υπεχώρει προς το Μιλάνον ένδεκα έτη προ της μάχης του Σολφερίνο. «Τι θα έλεγεν η Ευρώπη, ακόμη και αν παραβιάζωνται τα οσιώτερα δικαιώματά μας, ακόμη και εάν έχωμεν τραυματισθή εις τα κατάβαθα της ψυχής μας, εάν υπεβιβάζαμεν εαυτούς εις το επίπεδον των βαρβάρων;» Και το Μιλάνον εσώθη.
[…]
Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός πρέπει να συνεχίση τον αντίξοον αγώνα του. Ούτος απέδειξεν ότι, επί ωρισμένων θεμάτων, δύναται να είναι —και ορθώς άλλωστε— επιδέξιος, διακριτικός και διπλωματικός. Επί του καιρίου όμως θέματος δεν δύναται να συμβιβασθή. Θα έχανε την ηθικήν του θέσιν, η οποία εμπνέει τόσον σεβασμόν, και θα καθίστατο ολιγώτερον και όχι περισσότερον ικανός να εκτελέση τα λοιπά έργα του, εάν υπεχώρει επί των μεγάλων αυτών θεμάτων. Και δι’ αυτούς τους λόγους υποστηρίζω ότι η εκατονταετηρίς της μάχης του Σολφερίνο δεν είναι ξηρόν ιστορικόν γεγονός, αλλά η ώρα διά να αναλογισθώμεν το μεγαλύτερον πρόβλημα του κόσμου σήμερον.
*Κείμενο του διακεκριμένου ιρλανδού στρατιωτικού ιστορικού, συγγραφέα και δημοσιογράφου Σύριλ Φωλς (Cyril Falls, 1888-1971), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1959, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη διεξαγωγή της μάχης του Σολφερίνο.
Ο ελβετός φιλάνθρωπος, επιχειρηματίας και συγγραφέας Ιωάννης Ερρίκος Ντυνάν (Jean Henri ή Henry Dunant) γεννήθηκε στη Γενεύη στις 8 Μαΐου 1828 και απεβίωσε στο Χάιντεν στις 30 Οκτωβρίου 1910.
Την 24η Ιουνίου του έτους 1859 ο Ντυνάν ενεπλάκη στο πεδίο της μάχης του Σολφερίνο, γεγονός που τον συγκλόνισε και τον ώθησε στη συγγραφή του περίφημου έργου του «Αναμνήσεις από το Σολφερίνο».
Ο Ντυνάν, ο ιδρυτής της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης το 1901.