Μπροστά στο νιοσκαμμένο και μακρυνό τάφο του Θράσου Καστανάκη, συλλογίζομαι τούτη τη στιγμή τι ταιριάζει περισσότερο: ν’ αφεθώ στις προσωπικές αναμνήσεις, που είναι πλήθος, ή ν’ απλώσω το μάτι σε μια άποψη γενικώτερη, στο τοπίο μιας εποχής; Καταλήγω για την ώρα στο δεύτερο, γιατί βρίσκω πως αυτό προπάντων μπορεί ταιριαστά και να δικαιώσει τον άνθρωπο. Το άλλο, το πρώτο, θ’ ακολουθήσει σε φάση μεταγενέστερη. Υπάρχει πάντα καιρός για το λόγο της καρδιάς.
Πρέπει να πω πρώτα-πρώτα ότι ο Καστανάκης, πολύ το φοβάμαι, αδικήθηκε από την απόσταση. Η θέση του στο Παρίσι, που μας φαινόταν έναν καιρό προνομιακή, αποδείχτηκε μοιραία και στις άλλες φάσεις της ζωής του, αλλά προπάντων στην τελευταία. Βρίσκω πως τον ξεχνούσαν εδώ κάτω περισσότερο απ’ όσο ήταν φυσικό. Αυτός που με τη διαχυτική ζωντάνια του ήταν φτιαγμένος να στέκεται στο επίκεντρο ενός πνευματικού κύκλου, να δημιουργεί γύρω του κλίμα, απομονώθηκε τελικά στο Παρίσι, εκεί κάτω στο στενόμακρο ισόγειο της rue Littré. Μπορεί να είχε ντόπιους φίλους, σημαντικές σχέσεις, ακόμα και πιστούς, δεν σημαίνει. Πεζογράφος της ελληνικής γλώσσας, ζούσε παράμερα για το κέντρο της, δεν είτανε παρών στις διάφορες εξελίξεις. Όταν ύστερα από τη δική μας γενιά, που τον λογάριαζε τόσο, ήρθαν άλλες στην επιφάνεια, δεν τον είδανε κοντά τους, δεν τον γνώρισαν, δεν τον έζησαν. Μπορεί να τον διάβασαν, δεν ξέρω, αλλά δίχως ιστορική προοπτική, είμαι βέβαιος. Είναι περίεργο πόσο οι νέοι, ό,τι κι’ αν λένε, δεν έχουν το αίσθημα της ιστορίας που γίνεται. Φιλοδοξούν να τη φτιάξουν, να τη δημιουργήσουν, αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Νομίζουν ότι το παρόν επεκτείνεται, διαιωνίζεται, ενώ δεν υπάρχει παρά μόνο παρελθόν, άμεσο ή μακρυνό. Το παρόν είναι ένας ακατάσχετος κατασκευαστής παρελθόντος.
Όταν γυρίζω τη θύμησή μου στην τρίτη δεκαετία του αιώνα μας, βρίσκω πως ο Θράσος Καστανάκης εξέφρασε εδώ σ’ εμάς για μια στιγμή —στιγμή μόνον, αλλά κρισιμώτατη— τη συνείδηση της πεζογραφίας. Πρέπει να προσθέσω ότι στον όρο πεζογραφία δίνω μια βαρύτητα που δεν την έχει σήμερα, και να με συμπαθάνε. Βαρύτητα καθαυτό ιστορική. Η πεζογραφία τώρα, διεθνώς, με τις φορμαλιστικές της αναζητήσεις, μπορεί να βρίσκεται στην αιχμή του πρωτοποριακού κινήματος, να εκφράζει την αισθητική επικαιρότητα, δεν έχει όμως καμμιάν απολύτως σχέση με την κοινωνική εντολή που της είχαν εμπιστευθεί οι άμεσοι τότε πρόγονοι: ο Ζολά, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Φλωμπέρ, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ. Ακόμα και με τον Προυστ η παράδοση αυτή δεν είχε σπάσει. Θαρρώ είναι ο Τζαίημς Τζόυς που σημειώνει την πρώτη κρίσιμη αποστασία. Όπως και να έχει το πράγμα, πεζογραφία τότε σήμαινε κατά πρώτο και κύριο λόγο συνειδητοποίηση υπεύθυνη του κοινωνικού γίγνεσθαι. Όχι περιγραφή του. Εμπλοκή στη δίνη του, συμβολή ολόσωμη στην πρόσβασή του.
Όταν ξαφνικά, εκεί στα ’25 με ’30, ξυπνήσαμε συνειδητά στον κόσμο οι τότε νέοι λογοτέχνες, η ερημιά γύρω είτανε τραγική. Δεν μιλάω για την ποίηση· αυτή είχε τα πρωτοπαλήκαρά της. Μιλάω για την πεζογραφία. Ο Θεοτόκης είχε πεθάνει, ο Χατζόπουλος είχε πεθάνει, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας είτανε κιόλας παρελθόν. Υπήρχε ένας Βουτυράς αποθεωμένος αλλά με κριτήρια ετοιμόρροπα, κι’ ένας Ξενόπουλος που —ας το πούμε καθαρά— δεν ανήκε πια στο χώρο της λογοτεχνίας. Αναγκασμένος από τη βιοπάλη να προσγειωθεί στο επίπεδο του αισθηματικού επιφυλλιδογραφήματος με τις ημίγυμνες σκηνές, είτανε πες κι’ αυτός, ως καλλιτέχνης, μια ανάμνηση. Τίποτα που να μπορεί να καλύψει το τρομαχτικό κενό ανάμεσα στο κλίμα των βαλκανικών πολέμων —φυσικό πλαίσιο και μέτρο του Ξενόπουλου— και την κοσμογονία του 20ού αιώνα, με τις δραματικές για την Ελλάδα προεκτάσεις: Μικρασιατική καταστροφή, βαθύτατους κοινωνικούς μετασχηματισμούς.
Για νεανικούς ώμους αβοήθητους, το φορτίο είταν πολύ βαρύ. Συνειδητοποιήσαμε αμέσως και το ένα και τ’ άλλο. Μόνο που, βλέπετε, οι νέοι είναι αισιόδοξοι, ριψοκίνδυνοι. Τολμούν. Ζαλωθήκαμε το γυλιό και ξεκινήσαμε τραγουδώντας. Ας είχε ο κόσμος τρίξει, ας είχε ο τόπος μας ρημαχτεί. Για μας είταν πρωί.
Τότε είναι που πρόβαλε ξαφνικά το άστρο του Θράσου Καστανάκη. Ένας εκδοτικός οίκος με κάπως ξεχωριστή εκείνα τα χρόνια δραστηριότητα, ο Ζηκάκης, προκήρυξε ένα διαγωνισμό για μυθιστόρημα. Θυμάμαι που μου πιάστηκε η ανάσα: Μυθιστόρημα! Πήγαινε πολύ… Συνθετικό είδος, που προϋπέθετε —για τότε— πείρα της ζωής, της κοινωνίας, κυριαρχία μέσων, γερή πνοή, ωριμότητα, μπορεί να το καλλιεργούσες στα κρυφά, αλλά μόνο για να τροχίζεις έτσι την πέννα σου, όχι και να τολμήσεις να το παρουσιάσεις! Το αποτέλεσμα του διαγωνισμού παρουσίασε ωστόσο ένα μυθιστόρημα άρτιο, καινούργιο σ’ όλα του, και γραμμένο από συγγραφέα νέο. Είταν οι «Πρίγκηπες». Τσακιστήκαμε να τ’ αγοράσουμε, να το καταβροχθίσουμε. Ξαφνιαστήκαμε βαθειά. Είταν η εισβολή της Ευρώπης στον ελληνικό χώρο.
Δεν έχω ξαναδιαβάσει τους «Πρίγκηπες» από τότε και βρίσκω πως δεν θα είχε κανένα νόημα να τους ξαναδιαβάσω. Για ποιο λόγο; Να τους κρίνω με τα σημερινά μου κριτήρια; Οι «Πρίγκηπες» είναι εκείνο που στάθηκαν τότε, η γεύση μιας ιστορικής στιγμής, το ανεπανάληπτο άρωμα από ένα φύσημα που ανατάραξε τα φυλλώματα του κήπου μας. Αν ήμουν ιστορικός, φιλόλογος, κριτικός, άλλο θέμα: Θα ενδιαφερόμουν για «αντικειμενικές» αποτιμήσεις. Είμαι ο οδοιπόρος μιας εποχής και ζω με τα φαντάσματά της. Ξέρω πως θα τα πάρω μαζί μου, γιατί τα φαντάσματα πεθαίνουν μαζί μ’ εκείνον που τα έβλεπε.
Τώρα θέλω να πω κάτι άλλο. Ο Καστανάκης, όπως όλοι μας, δεν γύρεψε ποτέ ν’ απεδαφιστή, για να ρυθμίσει το ρολόι του ακριβώς με την ώρα της «Ευρώπης». Αυτό μάλιστα είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στη δική του την περίπτωση, γιατί είταν εκείνος που ζούσε μέσα στην αγκαλιά του πειρασμού: Ένα ρεύμα επίμονα αποχρωματιστικό, ο κοσμοπολιτισμός, ειδικά στο μυθιστόρημα, έκανε θραύση εκείνα τα χρόνια. Ιστορικά, τον κοσμοπολιτισμό αυτόν ο Καστανάκης είναι που τον εξέφρασε στην πεζογραφία μας, αλλά θες οι αυστηρές εντολές του δασκάλου του, που είταν ο Ψυχάρης, θες η κατηγορική προσταγή του ελληνικού πνευματικού κλίματος που αντανακλούσε ίσαμε τη rue Littré, ασφαλώς όμως και οι καθαρά προσωπικές αντιλήψεις του ίδιου του Καστανάκη, τον αντικράτησαν πάντα από την αφομοίωση. Πίστευε, όπως όλοι μας, στην πρόσμιξη, στην κράση, ήθελε, όπως το θέλαμε κι’ εμείς, ν’ ανοιχτούν διάπλατα τα παράθυρα. Εκείνο τον καιρό όμως, μπορεί κι’ επειδή η ξένη αγορά δεν είταν όπως σήμερα προσιτή με τις αθρόες μεταφράσεις, πιστεύαμε ότι δεν έπρεπε να ευθυγραμμιστούμε απόλυτα με τους ξένους, γιατί τότε θα προδίναμε την πραγματικότητα του τόπου μας, τη δική μας αλήθεια. Είχαμε απόλυτα συνείδηση πως άλλη φάση, ιστορικά και κοινωνικά, διατρέχει η χώρα τούτη και άλλην, εντελώς διαφορετική, η χώρα ενός Γάλλου ή Άγγλου συγγραφέα. Η επιταγή της συνέπειας είταν μέσα μας άγρυπνη, δεσμευτική. Η λογοτεχνία δεν είχε γίνει εδώ, όπως αλλού, εμπορική πραμάτεια.
Το μέγιστο που μπορούσες να ελπίσεις, να ευχηθείς, είτανε ν’ αναγνωριστείς κάποτε στην πατρίδα σου. Αυτό σε κρατούσε δεμένον μαζί της, η τύχη της είτανε τύχη σου. Αποδράσεις καθώς του Μορεάς έδειχναν ακριβώς ό,τι δείχνουν οι εξαιρέσεις: το απίθανο, το μυθικό. Και πάλι, ο Μορεάς είχε απαρνηθεί τη γλώσσα του, ανήκε στον γαλλικό Παρνασσό. Όσο κι’ αν φανεί αυτό που θα πω παράδοξο σήμερα, την αλλαγή σημαίας τη δικαιολογούσε τότε μόνον η μεγάλη επιτυχία, η ανάρρηση σε ψηλό θρόνο, καθώς στην περίπτωση του Μορεάς. Η απόπειρα μονάχη της θα ισοδυναμούσε με λιποταξία. Όσο για την κατάκτηση της επιτυχίας σε διεθνές επίπεδον μέσω των μεταφράσεων, είτανε κάτι που, στην μεσοπολεμική εποχή, έμοιαζε ακόμα πιο μυθικό. Ένας ολόκληρος Παλαμάς είχε αστοχήσει, ο «Κακός Δρόμος» του Ξενόπουλου στα γαλλικά απόμενε σημαδούρα ενός καταποντισμού. Το έπαιρνες απόφαση πως γεννήθηκες κληρωτός μιας μικρής χώρας, η σημαία της όμως έκανε τα μάτια σου να βουρκώνουν. Ήσουνα δικός της για ζωή και για θάνατο.
Για ζωή και για θάνατο δόθηκε στην Ελλάδα κι’ ο Θράσος Καστανάκης, από το Παρίσι. Μας είχε διηγηθεί ότι κάποτε που τον ρώτησαν γιατί δεν γράφει τα βιβλία του στα γαλλικά, που τα ήξερε τόσο καλά, είχε θυμώσει. Το πιστεύω. Στο κάτω-κάτω και τέλεια να μην τα ήξερε, όπως τα χειρίζεται ένας Γάλλος συγγραφέας, όλο και κάποιον θα έβρισκε, εκεί που ζούσε, να του τα διορθώνει. Όμως όχι. Φιλοδόξησε την τύχη ενός Έλληνα συγγραφέα.
Και τώρα κοιμάται εκεί κάτω, στη γη της απέραντης μοναξιάς.
*Επιφυλλίδα του συγγραφέα και ακαδημαϊκού Άγγελου Τερζάκη (1907-1979), που έφερε τον τίτλο «Η ώρα των φαντασμάτων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 22 Μαρτίου 1967, λίγες μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Θράσου Καστανάκη.
Ο Άγγελος Τερζάκης
Ο πεζογράφος Θράσος Καστανάκης, κρητικής καταγωγής, γεννήθηκε στα Ταταύλα της Πόλης το 1901 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 17 Μαρτίου 1967.
Το έργο που τον έκανε γνωστό ήταν το μυθιστόρημα «Οι Πρίγκηπες», που βραβεύτηκε το 1924 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος που προκήρυξε ο εκδοτικός οίκος Μ. Ζηκάκη.
Η λογοτεχνική του παραγωγή υπήρξε ογκώδης για τα ελληνικά δεδομένα: δεκαπέντε μυθιστορήματα και ογδόντα έξι διηγήματα.
O Καστανάκης, ένας από τους πλέον σημαντικούς πεζογράφους του μείζονος ελληνισμού, έγινε γνωστός ως δημιουργός του κοσμοπολίτικου μυθιστορήματος και διηγήματος.
Εντάσσεται στη χορεία των ελλήνων λογίων της διασποράς, κυρίως όσων συνδέθηκαν με τη Γαλλία με δεσμούς βιοτικούς και πνευματικούς, καθώς έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι και εκεί διαμορφώθηκε η καλλιτεχνική του συνείδηση.