Επιβιβαζόμαστε στο «Tρένο των Νεφών» (εκδ.Καστανιώτη) με τη συγγραφέα Ευγενία Φακίνου και συζητάμε, με αφορμή το βιβλίο της, για τη δύναμη της αυτογνωσίας και την αξία της μνήμης. Συνέντευξη στην Μαίρη Ε. Μπιμπή Πώς προέκυψε η ιδέα για το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, με τον ευρηματικό τίτλο «Το τρένο των Νεφών»; «Το τρένο των νεφών» είναι […]
Επιβιβαζόμαστε στο «Tρένο των Νεφών» (εκδ.Καστανιώτη) με τη συγγραφέα Ευγενία Φακίνου και συζητάμε, με αφορμή το βιβλίο της, για τη δύναμη της αυτογνωσίας και την αξία της μνήμης.
Συνέντευξη στην Μαίρη Ε. Μπιμπή
Πώς προέκυψε η ιδέα για το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, με τον ευρηματικό τίτλο «Το τρένο των Νεφών»;
«Το τρένο των νεφών» είναι το βιβλίο, που προσπαθούσε εναγωνίως να τελειώσει ο ήρωας του προηγούμενου βιβλίου μου «Οδυσσέας και Μπλουζ». Θυμάμαι, πόσο είχα βασανιστεί να βρω τι είδους κείμενο θα έγραφε εκείνος ο ιδιόρρυθμος συγγραφέας, και πώς μια μέρα αναδύθηκε –από το πουθενά- το «Τρένο των νεφών». Ένα τρένο υπαρκτό, που διασχίζει τις Άνδεις, και που παλαιότερα έφτανε από την Αργεντινή στη Χιλή. Το θέμα με είχε γοητεύσει. Ένα τρένο-φάντασμα, που αφού φύγει από το σταθμό, βγαίνει από τις ράγες του, χώνεται στα νέφη και χάνεται. Ένα αγόρι, ο Κανένας αγνοεί τις προκαταλήψεις και τις φήμες, – ότι όποιος μπαίνει σ’ αυτό το τρένο χάνει τα νιάτα του και την ψυχή του, επειδή το οδηγούν κακά πνεύματα από άλλες εποχές-, και ανεβαίνει σ’ αυτό, προκειμένου να βρει τον πατέρα του Οδυσσέα, έναν Έλληνα ναυτικό και λαθρέμπορο διαμαντιών.
Κατά την ανάγνωση του βιβλίου, είχα διαρκώς την αίσθηση του «ταξιδιού». Οι περιγραφές είναι τόσο «ζωντανές» που πραγματικά σε κάνουν να αισθάνεσαι κομμάτι της ιστορίας. Γενικά, χρησιμοποιείτε τις λεπτομερείς περιγραφές στα βιβλία σας για να κάνετε τον αναγνώστη να αφοσιωθεί στο εκάστοτε βιβλίο και να το αγαπήσει;
Σωστά είχατε αυτή την αίσθηση. Πρόκειται για ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και ένα εσωτερικό ταξίδι υπαρξιακής αναζήτησης. Νομίζω, ότι πράγματι, χρησιμοποιώ λεπτομερείς περιγραφές, επειδή θεωρώ ότι ο τόπος είναι επίσης ένας ήρωας. Πιστεύω, δηλαδή, ότι ο τόπος, ως ένα σημείο, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Διαφορετικά συμπεριφέρονται οι βουνίσιοι και διαφορετικά οι νησιώτες. Οι πρώτοι εξ αιτίας του περίκλειστου τοπίου γίνονται πιο συγκρατημένοι, ενώ οι νησιώτες -λόγω της αναγκαστικής επικοινωνίας- πιο εξωστρεφείς.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές της ιστορίας διέκρινα μια ειρωνική διάθεση, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα και της ιστορίας του. Η «ειρωνεία της ύπαρξης» μέσα σε μια κοινωνία εχθρική και κατά κύριο λόγο άδικη με τους αδυνάτους, ειναι το όχημα που επιλέγετε για να κινητοποιήσετε τον αναγνώστη να σκεφτεί πράγματα που αφορούν και τον ίδιο;
Μα νομίζω, ότι πάντα στο μυαλό του συγγραφέα υπάρχει η επιθυμία, να «ταυτιστεί» ο αναγνώστης με κάποιον ήρωα ή να «βιώσει» κάποια κατάσταση που αφορά και στον ίδιο.
Ένας πολιτισμός τόσο μακρινός όσο αυτός της Λατινικής Αμερικής, γίνεται τόσο κοντινός και οικείος μέσω του «Τρένου των Νεφών». Οι κοινωνικές συνθήκες που ισχύουν εκεί, θεωρείται ότι καθίστανται οικείες στον Έλληνα αναγνώστη, λόγω των καταστάσεων που βιώνουν πολλές κοινωνικές ομάδες, λόγω της οικονομικής κρίσης;
Οι ιστορίες των λαών έχουν κοινά γνωρίσματα, οι μυθολογίες μοιάζουν, οι Άνδεις πλησιάζουν τον Όλυμπο και οι λογοτεχνίες συνομιλούν. Ίσως δεν είναι τυχαίο, που εκείνοι οι λαοί λατρεύουν τον ελληνικό πολιτισμό και δίνουν ελληνικά ονόματα στα παιδιά τους, και εμείς με τη σειρά μας, βρίσκουμε στα βιβλία των λατινοαμερικανών συγγραφέων τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Κάτι υπόγειο μας συνδέει. Μπορεί να είναι τα χρόνια καταπίεσης από ξένες δυνάμεις, οι στρατιωτικές δικτατορίες, οι επαναστάσεις, η κοινωνική αδικία. Και τώρα η οικονομική κρίση. Έχει ενδιαφέρον, ότι αν αποστρέψει κανείς την προσοχή του από τα δικά μας εσωτερικά προβλήματα, όσο διαβάζει αυτό το βιβλίο, είναι δυνατόν μετά, να δει με πιο ξεκάθαρη ματιά όσα συμβαίνουν εδώ.
Το «ταξίδι» του ανθρώπου που αναζητά την ταυτότητά του, είναι πάντα επίκαιρο. Την δεδομένη χρονική συγκυρία, που η Ελλάδα «απειλείται» με μια νέα «αιμορραγία» μεταναστών, τελικά τι έχει περισσότερη αξία για τον άνθρωπο, το «ταξίδι» ή ο «προορισμός», σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο;
Είναι διαφορετικό το ταξίδι της αναζήτησης του πατέρα και του υπαρξιακού ανα-αυτοκαθορισμού του ήρωα, από ένα αναγκαίο, υποχρεωτικό ταξίδι μετανάστευσης. Ο μετανάστης έχει να διαχειριστεί μια δύσκολη απομάκρυνση από την πατρίδα για πρακτικούς λόγους, μια συναισθηματική στέρηση και πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τις πρώτες σκληρές προσαρμογές. Λυπάμαι που χάνουμε τον «ανθό» της ελληνικής κοινωνίας, τα μορφωμένα παιδιά μας, τα καλύτερα μυαλά. Είναι, δυστυχώς, μια ομολογία ήττας.
Εκτός απ’ την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του ήρωα του βιβλίου, παρατήρησα ότι η προσεκτική ανάγνωση προσφέρει και ένα μικρό μάθημα παγκόσμιας ιστορίας. Ήταν εξαρχής αυτός ο στόχος ή απλά συνέβη; Κι αν ναι, πιστεύετε ότι ο Έλληνας χρειάζεται μαθήματα ιστορίας;
Έχει ενδιαφέρον ν’ ανοίξουμε τη ματιά μας, να πάψουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, ένας περιούσιος λαός. Υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμάς. Με ιστορία, πολιτισμό, παρόμοιες πολιτικές περιπέτειες. Αυτό είναι παρηγορητικό. Ο Έλληνας δε χρειάζεται μαθήματα ιστορίας, χρειάζεται να μη χάνει τη μνήμη του, να θυμάται.
Ο ήρωας του βιβλίου εν αγνοία του έχει παραδοθεί στη μοίρα. Η αυτογνωσία/γνώση μπορεί να γίνει το όπλο για την ανατροπή της μοίρας;
Είναι αλήθεια ότι ο ήρωας του βιβλίου, αργεί να συνειδητοποιήσει την αξία της προσωπικής επανάστασης. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ν’ αγνοήσει τον παντοδύναμο Ελεγκτή, και να ορίσει ο ίδιος την πορεία της ζωής του. Και ναι, πιστεύω ότι μόνο η αυτογνωσία δίνει δύναμη για ν’ αντιδράσουμε. Να ξέρουμε ως πού μπορούμε να φτάσουμε και να διεκδικήσουμε τη ζωή μας, το δίκιο μας, το μέλλον μας.
Η ελληνική κοινωνία, τη δεδομένη χρονική συγκυρία, πιστεύετε ότι είναι ικανή να ανατρέψει τη μοίρα και με τη δύναμη της γνώσης και της αυτογνωσίας να δημιουργήσει ένα καλύτερο αύριο (χωρίς αναγκαστικά να κάνει την ανατροπή με βία και οργή);
Όταν κάποιος μαθαίνει ότι πάσχει από βαριά ασθένεια, η πρώτη αντίδραση είναι η άρνηση, μετά έρχεται η οργή (γιατί να συμβαίνει σε μένα αυτό), ύστερα ο συμβιβασμός με την κατάστασή του, και μετά μαζεύει τα κουράγια του κι ετοιμάζεται ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αφού, λοιπόν, αρνηθήκαμε στην αρχή ότι έχουμε πρόβλημα, περάσαμε στην οργή, που εκδηλώθηκε με βία και καταστροφές. Καιρός είναι να περάσουμε στο επόμενο στάδιο…
Ο πνευματικός κόσμος της χώρας πρέπει να παίρνει θέση στα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα; Θα σας ενδιέφερε η συμμετοχή σε μια ομάδα σκέψης με στόχο π.χ. την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, δεδομένης της αγάπης που τρέφετε για τα παιδιά (όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το συγγραφικό σας έργο);
Απεχθάνομαι τη φράση: «Μα πού είναι ο πνευματικός κόσμος;» Η κυνική μου απάντηση είναι: «Εκεί που τον έχει τοποθετήσει το σύστημα. Στην άκρη. Στο περιθώριο». Οι συγγραφείς όμως, όπως και οι καθηγητές των πανεπιστημίων αρθρογραφούν σε εφημερίδες, έχουν δημόσιο λόγο και κάνουν παρεμβάσεις. Μήπως όμως το κοινό έχει «εκπαιδευτεί» να προσέχει τα περισσότερο γνωστά πρόσωπα, τα λεγόμενα «λαμπερά»; Και μια που το έφερε η κουβέντα, δε σας προβληματίζει ότι έγκυρες εφημερίδες έχουν μειώσει στο ελάχιστο τις σελίδες που αφορούν στο βιβλίο; Γιατί; Τι είδους επιλογή είναι αυτή;
Στην κοινωνία της αποξένωσης, της ξενοφοβίας και της βίας, πως μπορούμε άραγε να πάψουμε να είμαστε ανώνυμοι («κανένας») και να έρθουμε πιο κοντά, διαπιστώνοντας ότι είμαστε ίδιοι («καθένας»);
Νομίζω ότι τώρα, στην εποχή της οικονομικής κρίσης, κάτι αλλάζει. Παρατηρώ ότι υπάρχει έντονη διάθεση εθελοντισμού, προσφοράς και αλληλεγγύης. (Να θυμίσω την εξαιρετική επιτυχία που είχε το εγχείρημα συγκέντρωσης βιβλίων για φυλακές, νοσοκομεία κλπ). Μαθαίνουμε, δυστυχώς να είμαστε πιο κοντά, με τον δύσκολο τρόπο.