Υποκλοπές: Η σοβαρότερη ποινική υπόθεση για τη λειτουργία των θεσμών και οι… εκπλήξεις της δίκης
Από τη διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας για το σκάνδαλο με τις υποκλοπές, τόσο από τον υποδειγματικό τρόπο που ο πρόεδρος τη διευθύνει, όσο και με τις ερωτήσεις που θέτει ο ίδιος και ο εισαγγελέας, καταδεικνύεται ότι η υπόθεση έχει μεγάλο βάθος και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης
Η δίκη για την υπόθεση με τις τηλεφωνικές υποκλοπές είναι η σοβαρότερη ποινική υπόθεση των τελευταίων ετών, που ακουμπά τη λειτουργία των θεσμών, σε μία χρονική συγκυρία μάλιστα που ο δείκτης εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη βαίνει μειούμενος, με βάση τα δημοκοπικά ευρήματα. Και το διακύβευμα της δεν αφορά μόνο τα θύματα της παρακολούθησης – παρόντα και απόντα από τα έδρανα υποστήριξης της κατηγορίας -, αφορά τον κάθε πολίτη ξεχωριστά που έχει τη στοιχειώδη απαίτηση να μην παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του για το απόρρητο των επικοινωνιών, να μην γίνονται φύλλο και φτερό προσωπικά του δεδομένα στο παρόν και στο μέλλον με τη χρήση κακόβουλων λογισμικών.
Τι κι αν η υπόθεση αυτή δεν έχει εκείνα τα «συστατικά» και το «μείγμα» των ποινικών δικογραφιών που έχουν άμεση απήχηση στην κοινωνία, όπως τα εγκλήματα, οι γυναικοκτονίες και υποθέσεις κακοποίησης ανηλίκων; Τι κι αν η υπόθεση με βάση την ασκηθείσα ποινική δίωξη – μόνο για πλημμελήματα σε βάρος ιδιωτών – δικάζεται από ένα Μονομελές Πλημμελειοδικείο; Τι κι αν κάποιοι πριν ακόμα ξεκινήσει η δίκη βιάστηκαν να… προβλέψουν ότι η υπόθεση έχει οδηγηθεί στις ελληνικές καλένδες προκαταλαμβάνοντας την απόφαση της ανεξάρτητης δικαιοσύνης.
Τελικά, από τη διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, τόσο από τον υποδειγματικό τρόπο που ο πρόεδρος τη διευθύνει, όσο και με τις ερωτήσεις που θέτει ο ίδιος και ο εισαγγελέας, καταδεικνύεται ότι η υπόθεση έχει μεγάλο βάθος και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, ώστε όταν φτάσει η ώρα της κρίσης για τους κατηγορούμενους να μην μείνει καμία σκιά. Όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη.
Όσοι παρακολουθούν την εξελισσόμενη αποδεικτική διαδικασία από τις πρώτες κιόλας ώρες των συνεδριάσεων είχαν αντιληφθεί ότι ο δικαστικός και ο εισαγγελικός λειτουργός που συγκροτούν το Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας είχαν κυριολεκτικά εντρυφήσει στην αποτελούμενη από χιλιάδες σελίδες δικογραφία.
Στις επόμενες συνεδριάσεις με τις δεκάδες ερωτήσεις τους, πάντα με «οδηγό» τη δικονομία και το σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων, έδειξαν ότι αναζητούν την ουσιαστική αλήθεια και δεν διεκπεραιώνουν απλώς μια δικογραφία.
Με την πρόσφατη απόφαση τους πάλι να καλέσουν δέκα νέους μάρτυρες που είχαν μείνει εκτός καταλόγου, αλλά και εκτός της προγενέστερης διαδικασίας, άνοιξαν τη «βεντάλια» της δίκης και έστρεψαν τον προβολέα σε σημεία που προφανώς εκτιμήθηκε ότι, αν μη τι άλλο, χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης πριν αποφασίσουν για την ενοχή ή μη των κατηγορουμένων.
Η συνέχεια προμηνύεται εξίσου ενδιαφέρουσα, καθώς απομένει να δούμε αν οι κλητευθέντες μάρτυρες εμφανιστούν στο ακροατήριο, τι θα ερωτηθούν και κυρίως αν με τις απαντήσεις τους ανοίξει νέος κύκλος ερευνών για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η δικογραφία έχει τεθεί στο αρχείο και αρκεί να προκύψουν νέα στοιχεία για να βγει και να συνεχιστεί η έρευνα.
Όπως εύστοχα παρατηρούσε ένας παλιός ανώτατος δικαστικός λειτουργός όσο μια ποινική υπόθεση είναι σε εξέλιξη, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.
Τελικά, ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του δικαστηρίου – όποια και αν είναι αυτή- μέσα από τη δίκη διαφαίνεται πια ότι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, μπορεί να βρίσκεται ιεραρχικά στην πρώτη βαθμίδα της δικαιοσύνης, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι το βασικό δικαστήριο απονομής ποινικής δικαιοσύνης και το σημείο εκκίνησης της ουσιαστικής απόδοσης της. Και αυτό από μόνο του λέει πολλά!