Παρασκευή 05 Δεκεμβρίου 2025
weather-icon 21o
Λόρδος Έλγιν: Πώς συντελέστηκε στην πραγματικότητα η υφαρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα

Λόρδος Έλγιν: Πώς συντελέστηκε στην πραγματικότητα η υφαρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα

Ο μύθος της «νομιμοποίησης» των βάρβαρων ενεργειών του Έλγιν

Με τον όρο Μάρμαρα του Παρθενώνα (τα οποία βρίσκονται υπό διεκδίκηση από την Ελλάδα) αναφερόμαστε στα τμήματα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα που αφαιρέθηκαν από τον λόρδο Elgin μαζί με ένα κιονόκρανο και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη από τον ναό και τα οποία, αφού μεταφέρθηκαν στην Αγγλία, αγοράστηκαν από το αγγλικό δημόσιο το 1816 και παραδόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Εκτός από αυτά όμως, το συνεργείο του Elgin μετέφερε από την Ακρόπολη και τους γύρω χώρους πολλές αρχαιότητες και απέσπασε αρχιτεκτονικά και γλυπτά τμήματα από τα Προπύλαια, τον ναό της Αθηνάς Νίκης και κυρίως το Ερέχθειο, από όπου απεκόμισε μία Καρυάτιδα, γείσα και μία κολόνα.

Ο μεγαλύτερος αριθμός εκπατρισμένων γλυπτών του Παρθενώνα βρίσκεται στο Λονδίνο. Πιο αναλυτικά:

• Ζωφόρος: Από τα 111 τμήματα σώζονται τα 97, τα 56 στο Βρετανικό Μουσείο και τα 40 στην Αθήνα.
• Μετόπες: Από τις 92 σώζονται οι 64, οι 42 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Βρετανικό Μουσείο.
• Αετώματα: Από τις 37 μορφές σώζονται οι 28, οι 11 στην Αθήνα και οι 17 στο Βρετανικό Μουσείο.

Εν ολίγοις στο Λονδίνο βρίσκεται το 50% των σήμερα σωζόμενων γλυπτών, στην Αθήνα το 45% και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά μουσεία το 5%. Και στις τρεις κατηγορίες γλυπτών υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ένα τμήμα ή σπάραγμα βρίσκεται στην Αθήνα και άλλο τμήμα του ιδίου γλυπτού βρίσκεται στο Λονδίνο. Λιγοστά «ξενιτεμένα» τμήματα του Παρθενώνα βρίσκονται όμως και σε άλλα ευρωπαϊκά μουσεία, και συγκεκριμένα στην Κοπεγχάγη, στο Βύρτσμπουργκ, στο Μόναχο, στο Λούβρο, στο Βατικανό, στο Παλέρμο, στη Βιέννη και στο Κέμπριτζ. Το θραύσμα που υπήρχε στη Χαϊδελβέργη επιστράφηκε και εκτίθεται σήμερα στην αίθουσα του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης.


Ο λόρδος Έλγιν

Ο Thomas Bruce, Σκωτσέζος ευγενής, έβδομος κόμης του Elgin και ενδέκατος του Kincardine, όταν τοποθετήθηκε πρέσβης της Μ. Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη το 1799, βρισκόταν στη διαδικασία αποπεράτωσης της έπαυλής του στη Σκωτία. Έτσι, αποφάσισε να επωφεληθεί από την αποστολή του για να διακοσμήσει τους οικείους χώρους του με δείγματα κλασικής αρχαιότητας. Έστειλε λοιπόν για τον σκοπό αυτόν ένα συνεργείο στην Αθήνα το 1800, αποτελούμενο από πέντε άτομα υπό την καθοδήγηση του Ιταλού ζωγράφου Giovanni Battista Lusieri. Όμως ο Lusieri συνάντησε αμέσως δυσκολίες στα σχέδιά του, καταρχάς διότι η Ακρόπολη ήταν τότε οχυρό, κατά δεύτερο διότι γύρω από τα μνημεία υπήρχαν σπίτια της τουρκικής φρουράς με χαρέμια και μάλιστα ανάμεσά τους βρισκόταν η κατοικία του Δισδάρη (του Οθωμανού διοικητή του φρουρίου), και τέλος διότι οι Τούρκοι έτρεφαν σεβασμό προς τον Παρθενώνα, τον οποίον ονόμαζαν «ναό των ειδώλων» και δεν είχαν επιτρέψει μέχρι τότε σε κανέναν να αποξηλώσει γλυπτά από το ίδιο το μνημείο.

Παρά τα άφθονα δώρα προς τους προύχοντες της Αθήνας η πρόσβαση ήταν δύσκολη, γιατί εκείνοι απαιτούσαν σχετική άδεια από τον Σουλτάνο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άγραφο οθωμανικό δίκαιο, όλες οι αρχαιότητες ανήκαν στον Σουλτάνο. Τα πράγματα θα είχαν παραμείνει πιθανώς έτσι, αν ο Elgin δεν αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει για προσωπικό του όφελος την ευνοϊκή τροπή των διεθνών γεγονότων της εποχής υπέρ της Αγγλίας (δηλαδή τη συμμαχία των Άγγλων και Οθωμανών κατά των Γάλλων, οι οποίοι είχαν εισβάλει υπό τον Ναπολέοντα στην τουρκική επαρχία της Αιγύπτου, με τελική νίκη των Άγγλων).

Η ευνοϊκότατη διάθεση του Σουλτάνου προς τον Άγγλο πρέσβη παρακίνησε τον Elgin να επιδιώξει από τον Sejed Abdullah Καϊμακάν Πασά, αντικαταστάτη του Μεγάλου Βεζίρη, ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο, κάποιες παραχωρήσεις για την ομάδα του στην Ακρόπολη. Το 1801 δόθηκε τελικά από τον Καϊμακάν Πασά, με τον οποίον ο Elgin είχε ιδιαίτερα φιλική σχέση, άτυπη χαριστική επιστολή, λανθασμένα επονομαζόμενη «φιρμάνι», με την οποία ζητούνταν η ευνοϊκή αντιμετώπιση του συνεργείου του Elgin από τους προεστούς της Αθήνας, προκειμένου να γίνει αποτύπωση, σχέδια και λήψη εκμαγείων από τα μνημεία της Ακρόπολης, καθώς και ανασκαφή και πιθανή απομάκρυνση από τα ερείπια γύρω από τον Παρθενώνα κάποιων τμημάτων ενεπίγραφων ή με γλυπτή διακόσμηση, με σαφή διευκρίνιση όμως ότι δε θα επερχόταν καμία βλάβη ή φθορά στο κτίριο. Η επιστολή αυτή, σύμφωνα με στοιχεία που εντόπισε η γράφουσα στο πρωτόκολλο τής τότε βρετανικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να παραχωρήθηκε στον Elgin χωρίς κανονικές διοικητικές διαδικασίες, καθώς προκύπτει ότι ζητήθηκε ανορθόδοξα από τον ίδιον τον Elgin, δηλαδή χωρίς σχετικό εξερχόμενο αίτημα.

Σήμερα διασώζεται η μετάφραση της επιστολής του Καϊμακάμη στα ιταλικά, τη lingua franca της εποχής. Επί του κειμένου αυτού δομήθηκε όλη η βρετανική επιχειρηματολογία και «στηρίχτηκε» η νομιμοποίηση των αποκτημάτων του Άγγλου πρέσβη. Παράλληλα ο Elgin προσέφερε πλούσια δώρα και χρήματα στους Τούρκους της Αθήνας, προκειμένου να κάνουν υπέρβαση καθήκοντος και εν ολίγοις να κάνουν τα στραβά μάτια, όσο το συνεργείο του προέβαινε στην αφαίρεση γλυπτών από το μνημείο. Αναγκάστηκε δε συνεχώς να επιδαψιλεύει άφθονα δώρα και χρήματα, δεδομένου ότι οι τοπικές οθωμανικές αρχές γνώριζαν πολύ καλά ότι προχωρούσε σε ενέργειες παράνομες. Από φόβο και συμφέρον όμως σιώπησαν.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 13.5.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η θητεία του Elgin στην Κωνσταντινούπολη διήρκεσε μέχρι το 1803. Στα χρόνια αυτά οι άνθρωποί του δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό. Οι προσπάθειές τους στράφηκαν κυρίως προς τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα. […] Ο πυρετός όμως «της λείας» είχε χτυπήσει προ πάντων τον Lusieri και οι ενέργειές του πήραν ξέφρενη πορεία, καθώς ο Elgin τον παρότρυνε συνεχώς, γράφοντας από την Κωνσταντινούπολη ότι τον ενδιέφερε κάθε τμήμα αρχαίας διακόσμησης, δείγματα όλων των ρυθμών, κυρίως κιονόκρανα και οπωσδήποτε γλυπτά. Ο Lusieri ανταποκρινόταν ζητώντας συνεχώς ισχυρότερα πριόνια.

Τα εργαλεία αυτά χρειάζονταν, διότι το συνολικό βάρος των λίθων της ζωφόρου ήταν πολύ μεγάλο και η μεταφορά τους με τα πλοία στην Αγγλία ιδιαίτερα επίπονη. Ο Lusieri αναγκάστηκε να πριονίζει το πίσω τμήμα των λίθων της ζωφόρου, το οποίο απέμενε αποκομμένο στην Ακρόπολη, εξασφαλίζοντας έτσι την εξωτερική γλυπτή επιφάνεια κάθε λίθου, προκειμένου να μεταφέρεται ευκολότερα. Έως και ένα κιονόκρανο έκοψε στα δύο για να μπορέσει να χωρέσει από τα Προπύλαια.

Σε άλλα αδημοσίευτα κείμενα ο Lusieri εξομολογείται στον Elgin ότι αναγκάστηκε να γίνει «ολίγον βάρβαρος», καθώς προχωρούσε στην αποκαθήλωση των γλυπτών, και ότι θα έπρεπε να κρυφτεί από προσώπου γης, αφού τόλμησε να αγγίξει την πρόσοψη του ναού της Αθηνάς. Τα γείσα κατακρημνίζονταν, προκειμένου να αφαιρεθούν οι μετόπες, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν χαθεί, σε πολλά σημεία ανεπιστρεπτί, τα στοιχεία για μια επιστημονική εργασία αποκατάστασης του μνημείου. Η φθορά του κτιρίου και των γλυπτών είναι πραγματικά ανυπολόγιστη.

Οι οθωμανικές αρχές στην Αθήνα, βλέποντας όλα αυτά, ζήτησαν να τους προσκομίσει ο Elgin επιστολές αναδρομικής κατοχύρωσής τους από την Υψηλή Πύλη. Ο λόρδος αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να βρει τρόπο καθησυχασμού τους και απέκτησε για τους προεστούς της Αθήνας, το 1802, δυο επιστολές από τον Μεγάλο Βεζίρη, οι οποίες μέχρι πρότινος θεωρούνταν χαμένες. Παρά το γεγονός ότι έως τώρα δεν υπήρχαν, επί του περιεχομένου τους χτίστηκε μεγάλο μέρος της βρετανικής επιχειρηματολογίας.

Όλοι οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το ζήτημα, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, αναφέρουν ότι οι ενέργειες του Elgin «νομιμοποιήθηκαν» με κάποιες επιστολές από την Κωνσταντινούπολη, έστω και εκ των υστέρων. O W. St. Clair μάλιστα χρησιμοποιεί τον όρο «αμνηστία» που δόθηκε στους Τούρκους της Αθήνας για τις παρανομίες με τα μετέπειτα «φιρμάνια», όπως ονομάζει τις συγκεκριμένες επιστολές.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.4.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Από την αλληλογραφία που υπάρχει γνωρίζουμε ότι τα έγγραφα αυτά δόθηκαν από τον Lusieri στους ενδιαφερόμενους, δηλαδή τον Βοεβόδα και τον Δισδάρη. Συγκεκριμένα, ο Lusieri στις 28.10.1802 αναφέρει στον Elgin ότι θεώρησε απαραίτητο να δώσει στους Οθωμανούς αξιωματούχους τις επιστολές, για να τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν την ανοχή τους. Σε αδημοσίευτο απόσπασμα της επιστολής αυτής δηλώνει: «Εφησύχασα τον Δισδάρη με την επαγρύπνησή σας, για να μπορέσει να ζήσει ήσυχος».

Η γράφουσα, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της στο αρχείο του Elgin, εντόπισε μετάφραση στα ιταλικά της επιστολής του Βεζίρη Gazi Giousouf Zigia πασά προς τον Βοεβόδα της Αθήνας. Θεωρεί ότι πρόκειται για το μεταφρασμένο περιεχόμενο της χαμένης, έως τώρα, επιστολής κατοχύρωσης που εδόθη στον Βοεβόδα από τον Lusieri. Προφανώς θα υπήρχε αντίστοιχη μετάφραση και της επιστολής προς τον Δισδάρη.

Το κείμενο αναφέρει ότι ο Βεζίρης εκφράζει την ευαρέσκειά του στον Βοεβόδα, ο οποίος προσέφερε στον Elgin, όταν βρέθηκε στην Αθήνα το 1802, την πρέπουσα υποδοχή και φιλοξενία, στο πλαίσιο των άριστων σχέσεων μεταξύ της Υψηλής Πύλης και της Αγγλίας. Η αναγνώριση των καλών υπηρεσιών του Βοεβόδα προς τον Άγγλο λόρδο προέκυψε, όπως αναφέρει ο Βεζίρης, μετά τις ευχαριστίες του Elgin για τις τιμές που του αποδόθηκαν στην Αθήνα, όπου μετέβη για να αλλάξει παραστάσεις (cambiare aria). Ο Elgin δεν είχε ενημερώσει την Υψηλή Πύλη για τους πραγματικούς σκοπούς του ταξιδιού του.


Επιπρόσθετα, στην επιστολή ο Βεζίρης αναγνωρίζει όχι μόνο την καλή υποδοχή του Elgin αλλά και του ζωγράφου του Lusieri και των μαθητών του, οι οποίοι μετά την αναχώρηση του Elgin έμειναν επί τόπου για να ετοιμάσουν κάποια ζωγραφικά σχέδια.

Ο Βεζίρης καταλήγει στο κείμενό του ότι ο Βοεβόδας πρέπει να συνεχίσει να φέρεται καλά στους ανθρώπους του Elgin και να συνεργάζεται και να υποστηρίζει το έργο που τους έχει αναθέσει ο Άγγλος Πρέσβης. Μάλιστα σε υστερόγραφο επαναλαμβάνει τη βούλησή του να εκτελεστούν με τον καλύτερο τρόπο οι οδηγίες του για την υποστήριξη του συνεργείου του Elgin.

Η αδυναμία όλων των κειμένων αυτών είναι η ασάφειά τους και η ρητορικότητα των οθωμανικών εκφράσεων. Κατά συνέπεια είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς με απόλυτη σαφήνεια τι υπονοείται στο κείμενο, όταν απλά αναφέρεται στο έργο που έχει ανατεθεί στον Lusieri. Είναι, όμως, πολύ ενδεικτικό ότι αναφέρει μόνο την προετοιμασία ζωγραφικών σχεδίων και ουδέν έτερον. Σε καμία περίπτωση, πάντως, τώρα που βρέθηκε το περιεχόμενο των επιστολών (διότι και η δεύτερη επιστολή προφανώς θα είχε παραπλήσιο περιεχόμενο), δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την, έστω εκ των υστέρων, «νομιμοποίηση» των ενεργειών του Elgin σχετικά με την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα. Θα ήταν φυσικό, εάν η Υψηλή Πύλη ήθελε πράγματι να δώσει μια τέτοια νομιμοποίηση για τις αρχαιότητες της Ακρόπολης, να ανέφερε ρητά και με σαφήνεια τη συγκατάθεσή της για την αφαίρεσή τους.


Είναι αξιοσημείωτο ότι σε πολλές επιστολές που αποστέλλονταν από τον Lusieri προς τον Elgin καθ’ όλη τη διάρκεια των δραστηριοτήτων του υπάρχει σαφής καταγραφή της ανησυχίας και του φόβου των Οθωμανών προεστών στην Αθήνα, αλλά ακόμη και των απλών Ελλήνων αρχιτεχνιτών που χρησιμοποιούσε ο Lusieri στην Ακρόπολη. […]

Γενικά πάντως φαίνεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι άνθρωποι του Elgin, αλλά και ο ίδιος, καθώς και οι οθωμανικές αρχές της Αθήνας, επιθυμούσαν όσο το δυνατόν «λιγότερο θόρυβο» γύρω από την υπόθεση της αφαίρεσης των αρχαιοτήτων από την Ακρόπολη.

Ο Elgin προσπαθούσε, άλλωστε, να ρυθμίζει την τοποθέτηση φιλικών προς αυτόν τοπικών Οθωμανών προεστών ή Άγγλου πρόξενου με κατάλληλες εισηγήσεις στην Υψηλή Πύλη. Εξάλλου, είχε πάντοτε την άριστη δικαιολογία ότι το έπραττε στο πλαίσιο προστασίας της συμμαχίας της Μεγάλης Βρετανίας και της Υψηλής Πύλης από τους αντίπαλους Γάλλους.

Διαφαίνεται, πάντως, από τις σχετικές επιστολές, ότι «φρόντιζε» και οικονομικά τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόταν. Ο W. St. Clair επισημαίνει ότι στον πρώτο ενάμιση χρόνο της επιχείρησης αφαίρεσης γλυπτών από την Ακρόπολη ο Δισδάρης έλαβε τόσα χρήματα από τον Elgin, που αντιστοιχούσαν σε 35 φορές τον ετήσιο μισθό του σύμφωνα με το νομισματικό σύστημα της εποχής. Είναι προφανές ότι ο Elgin είχε στήσει μια «επιχείρηση» στην Αθήνα, την οποία στήριζε με μικροπολιτική, άφθονα δώρα, χρήματα και εκμετάλλευση των καταστάσεων από κάθε άποψη. Διαφαίνεται όμως σε κάθε περίπτωση από όλα τα προαναφερθέντα ότι η νομιμότητα των ενεργειών του πρέσβη είναι πολύ αμφίβολη. […]

Εν ολίγοις, ο Elgin δεν απέκτησε ποτέ νόμιμη άδεια από τον Σουλτάνο για την αφαίρεση γλυπτών από τον Παρθενώνα, ο οποίος δε φαίνεται να πληροφορήθηκε ποτέ σχετικά με τα τεκταινόμενα. Αντίθετα, σε επιστολή που έστειλε στον Elgin ο Sir Robert Adair, μεταγενέστερος στην Κωνσταντινούπολη πρέσβης, αναφέρεται ότι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι ο Elgin είχε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα στα Μάρμαρα. Ο Adair ανέλαβε υπηρεσία στην Κωνσταντινούπολη το 1808. Μεγάλο μέρος της συλλογής του Elgin βρισκόταν ακόμη στην Αθήνα και ο Βοεβόδας της πόλης απαιτούσε φιρμάνι για να επιτρέψει την απομάκρυνση των αρχαιοτήτων. Οι αξιωματούχοι, όμως, στην Κωνσταντινούπολη απάντησαν στον Adair ότι ο Elgin δεν είχε λάβει ποτέ άδεια να αφαιρέσει αρχαιότητες από την Ακρόπολη και ότι δεν είχε καμία ιδιοκτησία επ’ αυτών.

Ωστόσο, μετά από κάποιο έγγραφο έγκρισης, της οποίας το κείμενο δε διαθέταμε έως τώρα, προερχόμενο από τον Καϊμακάμη προς τον Βοεβόδα της Αθήνας, δόθηκε η δυνατότητα το 1810 στον Lusieri να φορτώσει τα εναπομείναντα αρχαία από το λιμάνι του Πειραιά και να τα στείλει στην Αγγλία. Ο W. St. Clair θεωρεί ότι αυτό αποτελεί την τελευταία επισφράγιση της νομιμότητας των ενεργειών του Elgin.


Η «κλεμμένη και μοναχή» κατά την Κική Δημουλά Καρυάτιδα που εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου

Πολύ πρόσφατα, μετά από συνεργασία της γράφουσας και του ιστορικού κ. Sayyed Mohammad Shariat Panahi, εντοπίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη πολύ σημαντικά οθωμανικά έγγραφα, τα οποία σχετίζονται με την απομάκρυνση του δεύτερου τμήματος της συλλογής του λόρδου Elgin. Ανάμεσά τους εντοπίστηκε και το χαμένο ντοκουμέντο εκ μέρους του Husein Kiamil, Καϊμακάμη, προς τον Βοεβόδα της Αθήνας για τη φόρτωση των εναπομεινασών αρχαιοτήτων στο καράβι που είχε ναυλώσει ο Lusieri. Όμως και πάλι ενυπάρχει μεγάλη ασάφεια στο κείμενο. Δεν αναφέρεται πάντως πουθενά οθωμανική διοικητική αποδοχή αποξήλωσης γλυπτών από τα μνημεία της Ακρόπολης. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο ότι ο Έλγιν, όταν βρέθηκε στην Αθήνα —δηλαδή το 1802—, τοποθέτησε σε κιβώτια μερικά σπασμένα μάρμαρα και αγγεία για να τα μεταφέρει στη χώρα του. Καταλήγει δε ότι η φόρτωση των λίθων αυτών τελικά δε θα πρέπει να εμποδιστεί.

Μέσα από τα νέα αυτά κείμενα εγείρονται και πάλι μεγάλα ζητήματα ως προς τη νομιμότητα της αφαίρεσης των γλυπτών του Παρθενώνα, αν αναλογισθεί κανείς ότι για να πετύχει τον απόπλου χρειάσθηκε να προσφέρει ο Adair 1.480 πιάστρα και 100 αγγλικές λίρες σε αξιωματούχους στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και ένα δώρο στον Καϊμακάμη, η αξία του οποίου δεν αναφέρεται.

Ο Elgin παρέλαβε μεν στο Λονδίνο και το δεύτερο τμήμα των αρχαιοτήτων από την Αθήνα, αλλά στην πορεία, όταν προσπάθησε να πωλήσει τη συλλογή του στο αγγλικό δημόσιο, συνάντησε σοβαρές δυσκολίες για το κόστος αλλά και τη νομιμότητα των αποκτημάτων του. Χρειάστηκε δε για τον λόγο αυτόν να αποδείξει ότι η συλλογή του ήταν καθαρά προσωπική και όχι αποτέλεσμα της πρεσβευτικής του ιδιότητας στην Κωνσταντινούπολη. Αναγκαζόμενος λοιπόν να το τεκμηριώσει προσέφυγε στον Adair, ο οποίος γνώριζε τις έντονες ενστάσεις των Οθωμανών για τις αρχαιότητες που αφαίρεσε ο λόρδος. Ο Elgin θέλησε να προκαλέσει αλλαγή στο νόημα των αρνήσεων αυτών, ζητώντας μια νέα επιστολή του Adair προς τον ίδιον με τροποποιημένο περιεχόμενο, έτσι ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι επιδιώξεις του (δηλαδή η πώληση της συλλογής του). Ζήτησε δηλαδή από τον Adair να πει ότι οι Οθωμανοί της Αθήνας, οι οποίοι δεν είχαν τη δικαιοδοσία να επιτρέψουν οποιαδήποτε επέμβαση στα μνημεία της Ακρόπολης, παρανόμησαν και τελικά ο Elgin, καλή τη πίστει και μην έχοντας οποιοδήποτε εμπόδιο, προχώρησε στην απομάκρυνση των αρχαιοτήτων από την Αθήνα.

*Κείμενο της αρχαιολόγου Ελένης Κόρκα, επίτιμης γενικής διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού. Έφερε τον τίτλο «Nέα αρχειακά τεκμήρια για το χρονικό της αφαίρεσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν» και είχε δημοσιευτεί στο υπ’ αριθμόν 26 τεύχος του «Ανθεμίου» (Δεκέμβριος 2015), του ενημερωτικού δελτίου της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως (ΕΦΑ).


Η Ελένη Κόρκα

Ο διαβόητος λόρδος Έλγιν (Thomas Bruce, 7th Earl of Elgin) γεννήθηκε στο Broomhall House της Σκωτίας στις 20 Ιουλίου 1766 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 14 Νοεμβρίου 1841.


Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Παρασκευή 05 Δεκεμβρίου 2025
Απόρρητο